Αεροπλανοφόρα: Το πιο ισχυρό οπλικό σύστημα στον πλανήτη ή τεράστια σπατάλη χρήματος και πόρων;

Από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μετα, αν υπάρχει μια εικόνα που στέλνει σαφές μήνυμα στρατιωτικής ισχύος, αυτή δεν είναι άλλη από τα αεροπλανοφόρα, τα τερατώδη πλωτά φρούρια που μεταφέρουν διά θαλάσσης, όχι απλώς αεροσκάφη, αλλά και μια ξεκάθαρη εικόνα δύναμης.

Όλοι θέλουν αεροπλανοφόρα

Σήμερα, δεν υπάρχει χώρα που να επιθυμεί να θεωρείται ισχυρή στρατιωτικά και να μην διαθέτει αεροπλανοφόρα. Οι ΗΠΑ έχουν 11, η Γαλλία ένα, η Κίνα δύο, η Βρετανία άλλο ένα, η Ινδία ένα, η Ιταλία δύο, και πάει λόγοντας. Ακόμα και η Ρωσία, παρά τα τεράστια προβλήματα που έχει παρουσιάσει, αρνείται να αποσύρει το μοναδικό της αεροπλανοφόρο, το «Ναύαρχος Κουζνετσόφ», και διαρκώς προσπαθεί να το βελτιώσει και να το εκσυγχρονίσει.

Μάλιστα, χώρες όπως η Ισπανία, η Τουρκία, η Ιαπωνία, που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα ανάπτυξης ή αγοράς ενός τυπικού αεροπλανοφόρου, προσφεύγουν στα λεγόμενα «Αμφίβια Επιθετικά Πλοία», τα οποία διαθέτουν διάδρομο προσγείωσης και απογείωσης ελικοπτέρων, drones και μαχητικών κάθετης απογείωσης/προσγείωσης, ενώ πολλές από τις χώρες που διαθέτουν αεροπλανοφόρο ήδη σχεδιάζουν και την κατασκευή νέου σκάφους.

Τεράστιο κόστος

Ο λόγος που τα αεροπλανοφόρα διαδόθηκαν τόσο πολύ είναι προφανής: πέραν από την προβολή ισχύος, επιτρέπουν στις χώρες που τα διαθέτουν να επιχειρούν σε απομακρυσμένες περιοχές, να μη χρειάζεται να κινητοποιούν άμεσα επίγειες δυνάμεις και να παρεμβαίνουν με ταχύτητα και αποτελεσματικότητα όπου υπάρχει σύρραξη. Ταυτόχρονα, χάρη στα συνοδευτικά σκάφη, ένα αεροπλανοφόρο αποτελεί από μόνο του έναν μικρό «στόλο».

Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι τα αεροπλανοφόρα είναι τόσο διαδεδομένα, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο φαίνονται. Κατ’ αρχάς για την κατασκευή τους χρειάζονται τεράστια ποσά: το «Gerald Ford», το νέο αεροπλανοφόρο των ΗΠΑ και πρώτο της κλάσης του κόστισε 14 δισ. δολάρια και το ημερήσιο κόστος λειτουργίας του υπολογίζεται στα 6,5 εκατ. δολάρια, παρότι το πλήρωμά του «περιορίζεται» στα 2.700 άτομα, 700 λιγότερα από τα σκάφη κλάσης «Νίμιτς».

Ευάλωτα σε διάφορες επιθέσεις

Ταυτόχρονα, αν και τα αεροπλανοφόρα από μόνα τους αποτελούν προβολές ισχύος, τα σκάφη αυτά καθαυτά είναι ευάλωτα σε διάφορες απειλές, από τορπίλες υποβρυχίων, μέχρι drones και επιθέσεις αντιπάλων μαχητικών αεροσκαφών. Παρά τα αυξημένα συστήματα άμυνάς τους, χρειάζονται ουκ ολίγα σκάφη υποστήριξης, με αποτέλεσμα οι στόλοι των χωρών να πιέζονται κάθε φορά που τα αεροπλανοφόρα τους βγαίνουν σε αποστολή.

Μάλιστα, πρόσφατη μελέτη αμερικανικού think-tank εκτίμησε ότι ένα αεροπλανοφόρο, για να είναι ασφαλές έναντι ενός «ικανού» αντιπάλου (π.χ. Κίνα), θα πρέπει να βρίσκεται σε απόσταση περίπου 1.000 ναυτικών μιλίων από το θέατρο των επιχειρήσεων, κάτι που το καθιστά σχεδόν ακίνδυνο για τον αντίπαλό του. Και όλα αυτά σε μια περίοδο που, π.χ. όλα τα «παιχνίδια πολέμου» των ΗΠΑ επικεντρώνονται σε σύρραξη με την Κίνα λόγω Ταϊβάν.

Κριτική στους «Λεβιάθαν»

Στα παραπάνω πρέπει να προστεθούν και τα προβλήματα που πρέπει να επιλυθούν σε κάθε νέο σκάφος αυτού του είδους. Για παράδειγμα, το Γραφείο Δοκιμών του Πενταγώνου, σε πρόσφατη έκθεσή του αποφάνθηκε ότι το «Gerald Ford» ακόμα δεν έχει αποδείξει ότι το σύστημα μάχης του είναι ικανό να το προστατεύσει επαρκώς από αντιπλοϊκούς πυραύλους ή άλλες απειλές, αλλά και ότι ορισμένες προβλέψεις για το σκάφος ακόμα «δεν είναι ρεαλιστικές».

Φυσικά, όλα αυτά δεν πρόκειται να κάνουν τις ΗΠΑ, τη Βρετανία, τη Γαλλία ή την Κίνα να σταματήσουν να κατασκευάζουν αεροπλανοφόρο, καθώς οι ειδικοί εκτιμούν ότι τα σκάφη αυτά θα παραμείνουν για πολύ ακόμα τα βασικά συμβατικά στρατηγικά όπλα αποτροπής. Ωστόσο, το βέβαιο είναι ότι για πρώτη φορά, μετά από πολλά χρόνια, οι «Λεβιάθαν» αυτοί βρίσκονται στο μικροσκόπιο και αρχίζουν να δέχονται κριτική.

Καμία δημοσίευση για προβολή