Αυξήσεις στα συμβόλαια ισόβιας υγειονομικής περίθαλψης. Το κόστος θα προσδιορίζεται βάση αντικειμενικών κριτηρίων

συμβόλαια ισόβιας υγειονομικής περίθαλψης

Ζήτημα  αναπροσαρμογής των ασφαλίστρων στα συμβόλαια υγείας επανέρχεται στο προσκήνιο με αφορμή την τροπολογία που περιλαμβάνεται στον νέο πτωχευτικό κώδικα και η οποία ορίζει ότι οι αυξήσεις στα προγράμματα υγείας θα γίνονται με βάση συγκεκριμένους δείκτες και συγκεκριμένα με αντικειμενικά κριτήρια, όπως ο δείκτης υγείας του ΙΟΒΕ.

Οι αυξήσεις στα ασφάλιστρα των νοσοκομειακών προγραμμάτων αποτελούν μόνιμη διελκυστίνδα μεταξύ ασφαλισμένων και ασφαλιστικών εταιρειών, τουλάχιστον εδώ και μία δεκαετία.

Σύμφωνα με ρεπορτάζ ( Καθημερινή ), το πρόβλημα επικεντρώνεται στα λεγόμενα παλαιά ασφαλιστήρια συμβόλαια, που προωθήθηκαν στην αγορά από το 1990 και μετά, και έχουν ισόβια κάλυψη, δηλαδή δεσμεύουν την ασφαλιστική εταιρεία να παρέχει ασφάλιση υγείας στον ασφαλισμένο για όλη του τη ζωή.

Αντικειμενικά κριτήρια στα συμβόλαια

Σύμφωνα με τον υπουργό Ανάπτυξης Αδωνι Γεωργιάδη, που υπήρξε εισηγητής αυτής της τροπολογίας, η διάταξη επιχειρεί να βάλει μια τάξη στο χάος των αυξήσεων, εισάγοντας αντικειμενικά κριτήρια, όπως ο δείκτης υγείας που έχει καταρτίσει το ΙΟΒΕ.

Τον δείκτη αυτόν, άλλωστε, επικαλούνται οι ασφαλιστικές εταιρείες ως αντιπροσωπευτικό κριτήριο για την εξέλιξη του κόστους υγείας στη χώρα μας, βάσει του οποίου θα πρέπει να τιμολογηθούν και τα ασφαλιστήρια συμβόλαια.

Η διάταξη εξαιρεί τα συμβόλαια «στα οποία δεν προβλέπεται αναπροσαρμογή ασφαλίστρων», αλλά και αυτά που προβλέπουν «σταθερή αναπροσαρμογή ασφαλίστρων», τα οποία ωστόσο είναι μια υποκατηγορία των παλαιών ισόβιων συμβολαίων υγείας, τα οποία στην πλειονότητά τους εντάσσονται στη ρύθμιση.

Τα συμβόλαια αυτά πουλήθηκαν κατά κόρον στη χώρα μας από το 2000 και μετά, σε μια προσπάθεια διείσδυσης της ιδιωτικής ασφάλισης στα ελληνικά νοικοκυριά.

Το κόστος αποζημιώσεων 

Περίπου τρεις δεκαετίες μετά, τα συμβόλαια αυτά αποτελούν πηγή εντάσεων στις σχέσεις των δύο μερών, με επίκεντρο τις αυξήσεις που αξιώνουν οι εταιρείες λόγω των υψηλών δαπανών για αποζημιώσεις που συνεπάγονται αυτά τα συμβόλαια.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ το κόστος αποζημιώσεων για τα συγκεκριμένα ασφαλιστήρια έχει αυξηθεί κατά 52% την περίοδο μεταξύ 2011-2018 (με βάση τα στοιχεία των εταιρειών που έχει επεξεργαστεί το ΙΟΒΕ), οι εταιρείες αδυνατούσαν να μετακυλίσουν την αύξηση αυτή στους ασφαλισμένους και, σε όποιες περιπτώσεις αυτό επιχειρήθηκε, ακολούθησαν καταγγελίες στη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή, στον Συνήγορο του Πολίτη ή ακόμη και στα δικαστήρια.

Η ισχύουσα νομοθεσία

Με βάση τη νομοθεσία για την προστασία του καταναλωτή, οι όποιες αυξήσεις επέβαλλαν οι εταιρείες με βάση αυτούς τους γενικούς όρους κρίνονταν μονομερείς και καταχρηστικές για τους ασφαλισμένους, με συνέπεια την επιβολή υψηλών προστίμων – το τελευταίο ήταν ύψους 100.000 τον Μάιο του 2020.

Στο ίδιο μήκος κύματος είναι και οι δικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί και συγκεκριμένα πέντε πρωτόδικες, μία απόφαση Εφετείου και μία απόφαση του Αρείου Πάγου.

Η πλειονότητα των αποφάσεων αυτών συγκλίνει στο ότι ο όρος που προβλέπει την αναπροσαρμογή του ασφαλίστρου, δίχως να εμπεριέχονται σαφή, καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή κριτήρια, είναι καταχρηστικός.

Οι ασφαλιστικές εταιρείες υπεραμύνονται της σκοπιμότητας της διάταξης.

 

Καμία δημοσίευση για προβολή