Τράπεζες: Ανοίγει η πλαφόρμα για την στήριξη ευάλωτων δανειοληπτών. Επιδοτείται το 50% της αύξησης των επιτοκίων

JP Morgan και Citi δίνουν νέες τιμές στόχους για τις Ελληνικές τράπεζες

 

Σύμφωνα με κοινή ανακοίνωση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, από σήμερα οι δανειολήπτες θα μπορούν να υποβάλλουν τις αιτήσεις τους στη πλατφόρμα (έδω), προκειμένου να τύχουν ειδικής  στήριξης, με πρώτο βήμα την έκδοση σχετικής βεβαίωσης ευαλώτου δανειολήπτη μέσω του πληροφοριακού συστήματος της Ειδικής Γραμματείας Ιδιωτικού Χρέους.

Το σχέδιο προβλέπει την επιδότηση ποσοστού 50% της αύξησης του επιτοκίου (με ημερομηνία αναφοράς για τον υπολογισμό της αύξησης την 30.6.2022) για διάστημα 12 μηνών, ενώ τα αναλογούντα ποσά εκτιμάται πως θα ξεκινήσουν να πιστώνονται στους λογαριασμούς των δικαιούχων τον Απρίλιο. Το σύνολο της δαπάνης για την υποστήριξη των ευάλωτων δανειοληπτών θα καλυφθεί, στο πλαίσιο των διακριτών δράσεων εταιρικής κοινωνικής υπευθυνότητας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, με ισόποσες εισφορές των τεσσάρων συστημικών τραπεζών.

Εξωδικαστικός μηχανισμός

Παράλληλα, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα αξιοποιεί τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών ιδιωτών, για τον οποίο οι τέσσερις τράπεζες αναφέρουν πως έχει αυξηθεί σημαντικά η εγκρισιμότητα από πλευράς τραπεζών για τα δάνεια που διατηρούν στα χαρτοφυλάκιά τους. Πλέον το ποσοστό εγκρίσεων διαμορφώνεται, για το σύνολο του τραπεζικού συστήματος, στο 55%, υψηλότερο κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με τον Σεπτέμβριο του 2022, επιβεβαιώνοντας τη συνεχώς αυξανόμενη τάση στις εγκρισιμότητες. Από την έναρξη λειτουργίας της πλατφόρμας, έχουν εγκριθεί από τις συστημικές Τράπεζες περί τις 2.800 αιτήσεις δανειοληπτών για συνολικές οφειλές που υπερβαίνουν τα Ευρώ 116 εκατ..

Διμερείς ρυθμίσεις δανείων

Επιπρόσθετα, με βάση τη διακριτή πολιτική κάθε τράπεζας επί του θέματος, οι τράπεζες έχουν προβεί κατά το παρελθόν, και συνεχίζουν να υλοποιούν, διμερείς ρυθμίσεις δανείων, διασφαλίζοντας την ποιότητα των χαρτοφυλακίων τους και, κυρίως, προσφέροντας βιώσιμες λύσεις στους πελάτες τους. «Μόνον κατά τη διάρκεια του 2022, ανταποκρινόμενες στην ανάγκη στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, οι συστημικές τράπεζες της χώρας προχώρησαν σε διμερείς συμφωνίες με 86.350 δανειολήπτες για δάνεια ύψους άνω των €5 δισ., εκ των οποίων τα €2,5 δισ. αφορούν στεγαστικά δάνεια, εξασφαλισμένα με ακίνητα», σημείωνεται χαρακτηριστικά στην ανακοίνωση.

Επιτόκια και προμήθειες τραπεζικών εργασιών

Ως προς το ζήτημα της επιτοκιακής και εμπορικής πολιτικής, οι Τράπεζες, διακριτά και ανεξάρτητα με βάση την πολιτική κάθε μίας, αναπροσαρμόζουν συνεχώς τα επιτόκια καταθέσεων και χορηγήσεων, όπως αυτά καθορίζονται από την ΕΚΤ, και προχωρούν σε τακτική βάση στην επανεξέταση ή και μείωση προμηθειών που προβλέπονται για την παροχή τραπεζικών υπηρεσιών, σύμφωνα με την κείμενη ευρωπαϊκή νομοθεσία και τις συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά.

Ήδη, στους Έλληνες καταθέτες προσφέρεται σειρά επιλογών που συνδυάζουν ασφάλεια και αξιόλογες αποδόσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές αποφάσεις της ΕΚΤ και τις εσωτερικές πολιτικές κάθε τράπεζας. Για παράδειγμα, οι αποδόσεις των προθεσμιακών καταθέσεων διαρκείας ίσης ή μεγαλύτερης των 6 μηνών έχουν αυξητική τάση κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών, με τις αποδόσεις για περίοδο 12 μηνών και άνω να διαμορφώνονται σε επίπεδα άνω του 1%, ανάλογα με την τράπεζα και το ποσό της προθεσμιακής κατάθεσης.

Παράλληλα, οι ελληνικές τράπεζες προσφέρουν στο ευρύ κοινό, τηρώντας τους κανόνες MiFID, επενδυτικά προγράμματα ομολόγων με σημαντικά υψηλότερες αποδόσεις, που ενσωματώνουν την τάση των επιτοκίων στις διεθνείς αγορές.

Το κόστος δανεισμού στην Ελλάδα

Την ίδια στιγμή, το κόστος δανεισμού στην Ελλάδα αυξάνεται με χαμηλότερους ρυθμούς σε σχέση με την Ευρωζώνη, τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για τις επιχειρήσεις, κι αυτό παρά το συγκριτικά υψηλότερο κόστος δανεισμού των ελληνικών τραπεζών και του ελληνικού Δημοσίου. Είναι χαρακτηριστικό πως από τον Οκτώβριο έως τον Νοέμβριο του 2022, σε αντίθεση με τις τάσεις στην Ευρωζώνη, στην Ελλάδα καταγράφηκε καθαρή μείωση στο κόστος των νέων δανείων για τα νοικοκυριά.

Σε ό,τι αφορά, τέλος, τις προμήθειες των τραπεζικών εργασιών και προϊόντων, κάθε τράπεζα ξεχωριστά και με βάση την εμπορική της πολιτική, επανεξετάζει τακτικά την τιμολογιακή της πολιτικής, με στόχο τη διασφάλιση της ανταποδοτικότητας και τον περιορισμό των χρονικών και οικονομικών επιβαρύνσεων για επιχειρήσεις και ιδιώτες. Στη χώρα μας, οι ιδιώτες μπορούν πλέον να πραγματοποιούν – χωρίς κόστος – εμβάσματα ύψους έως €500 ημερησίως, μέσω του κινητού τους τηλεφώνου και της υπηρεσίας IRIS.

Συγχρόνως, η κάθε τράπεζα, διακριτά και αυτόνομα από τις υπόλοιπες, έχει μειώσει ορισμένες επιπλέον προμήθειες τραπεζικών εργασιών. Τέτοιες αναπροσαρμογές είναι διαφορετικές ανά τράπεζα, ανάλογα με την εμπορική πολιτική της καθεμίας, αλλά ενδεικτικά αφορούν αγορά χρεογράφων του Ελληνικού Δημοσίου, αξιολόγηση αιτημάτων στεγαστικών δανείων, πληρωμή λογαριασμών, συνδρομή πιστωτικής κάρτας, κ.λπ.

Ανάπτυξη επιχειρηματικότητας, μεγέθυνση της εθνικής οικονομίας

Κατά τη διάρκεια του 2022, οι νέες χρηματοδοτήσεις (καθαρή πιστωτική επέκταση) προς τις επιχειρήσεις προσέγγισαν, για το σύνολο του τραπεζικού συστήματος, τα €8,5 δισ., αυξημένες κατά 12,3% έναντι του προηγούμενου έτους, την ίδια στιγμή που οι τράπεζες συμμετέχουν ενεργά στην αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), έχοντας αξιολογήσει και υποβάλει για λογαριασμό των πελατών τους επενδυτικές προτάσεις ύψους €10,5 δισ., οι οποίες, σε ποσοστό περί το 40%, χρηματοδοτούνται από τα πιστωτικά ιδρύματα.

Παράλληλα, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα δραστηριοποιείται εντατικά στην προσπάθεια προσέλκυσης άμεσων ξένων επενδύσεων, το ύψος των οποίων αναμένεται να υπερβεί σημαντικά την περυσινή ιστορικά υψηλή επίδοση των €5,4 δισ. ή 2,9% του ΑΕΠ, συμβάλλοντας έτσι στον εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας, την αύξηση του ΑΕΠ και τη δημιουργία περισσότερων και καλύτερων θέσεων εργασίας.

Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια

Θεμέλιο για τη δυνατότητα των τραπεζών να στηρίξουν χρηματοδοτικά την ελληνική επιχειρηματικότητα και τα σχέδια των Ελλήνων πολιτών, αποτέλεσε η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μέσω της αξιοποίησης του «προγράμματος Ηρακλής» της ελληνικής Πολιτείας αλλά και της περαιτέρω ενίσχυσης των κεφαλαίων των τραπεζών, τόσο οργανικά όσο και μέσω αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου με τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα. Η διαφύλαξη του αποτελέσματος αυτού είναι κρίσιμη τόσο για τις προοπτικές του ελληνικού τραπεζικού συστήματος όσο και συνολικά για την εθνική μας οικονομία, καθώς ανοίγει το δρόμο για την επίτευξη του στόχου της επενδυτικής βαθμίδας, εντός του έτους.

Καμία δημοσίευση για προβολή