“Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα” για πρόσθετα μέτρα στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων.

«Mπρος γκρεμός και πίσω ρέμα» είναι η φράση με την οποία περιέγραφε υψηλόβαθμη πηγή του οικονομικού επιτελείου σε συνομιλητές της την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η κυβέρνηση σε ό,τι αφορά τα μέτρα για την αντιμετώπιση της ακρίβειας, σε συνάρτηση με την ανάγκη συγκράτησης του ελλείμματος του προϋπολογισμού.

  • Είναι αλήθεια ότι τα δραστικά μέτρα έχουν κόστος. O ειδικός φόρος κατανάλωσης στα καύσιμα αποδίδει 4 δισ. ευρώ στον προϋπολογισμό και είναι η τρίτη υψηλότερη πηγή εσόδων μετά τον ΦΠΑ (18 δισ. ευρώ) και τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων (11 δισ.).

Μια ενδεχόμενη μείωσή του κατά 10%, που θα μεταφραζόταν σε μείωση της τιμής της βενζίνης κατά 8 λεπτά, θα οδηγούσε σε απώλεια εσόδων 400 εκατ. ευρώ.

Οσοι αντιτίθενται στο μέτρο αυτό, σημειώνουν ότι το όφελος των 8 λεπτών θα εξαφανιστεί εύκολα από μια αύξηση της τιμής του πετρελαίου. Προσθέτουν, επίσης, ότι η τιμή της βενζίνης το λίτρο είναι περίπου στα 1,80-1,90 ευρώ, όσο ήταν και το 2019, άρα δεν είναι τόσο επιτακτική η ανάγκη μείωσής του.

Αλλά και το άλλο «υποψήφιο» μέτρο για ελάφρυνση των νοικοκυριών, η μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα, είναι επίσης ακριβό, ενώ επιπλέον όσοι αντιτίθενται επισημαίνουν ότι τη μείωση θα την επωφεληθεί ο έμπορος και δεν θα φτάσει ποτέ στον καταναλωτή.

Τα έσοδα από τον ΦΠΑ σε βασικά αγαθά 

Τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών δείχνουν ότι τα έσοδα από τον ΦΠΑ στο ψωμί είναι 200 εκατ. ευρώ, στο κρέας 500 εκατ. ευρώ και στα φρούτα 250 εκατ. ευρώ. Αν τα μεταφέρει κανείς στον συντελεστή 6%, από 13% σήμερα, οι απώλειες θα είναι πάνω από 500 εκατ. ευρώ τον χρόνο.

Στην κυβέρνηση, σύμφωνα με πληροφορίες της Καθημερινής της Κυριακής,  oι απόψεις για το τι πρέπει να γίνει διίστανται και πάντως αυτή τη στιγμή δεν έχει ληφθεί κάποια απόφαση.

Ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας στις δηλώσεις του αφήνει όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά, περιλαμβανομένων της μείωσης του ΦΠΑ στα τρόφιμα και του ΕΦΚ στα καύσιμα, καθώς και περαιτέρω κουρέματος της επιστρεπτέας προκαταβολής (αν και ο ίδιος επισημαίνει σε συνομιλητές του ότι η αύξηση των καταθέσεων, ακόμη και τον Δεκέμβριο κατά 4,3 δισ. ευρώ, δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπάρχει έλλειψη ρευστότητας στις επιχειρήσεις).

Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Θόδωρος Σκυλακάκης, κατέστησε σαφές (με τρόπο που προκάλεσε αντιδράσεις, επειδή υποστήριξε ότι οι εισοδηματικά ασθενέστεροι δεν έχουν αυτοκίνητο) ότι είναι αντίθετος στη μείωση του ΕΦΚ στα καύσιμα και πρόσθεσε ότι προτεραιότητα έχει η επιδότηση των τιμολογίων του ηλεκτρικού ρεύματος και «αν υπάρχει χώρος, προηγούνται τα τρόφιμα».

Οι δύο απόψεις 

Υπάρχει η άποψη ότι η κυβέρνηση πρέπει να εστιάσει μόνο στη συνέχιση της στήριξης των τιμολογίων του ρεύματος, η οποία κοστίζει 400 εκατ. ευρώ τον μήνα και δεν είναι σίγουρο ότι το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης θα έχει για πολύ ακόμη τη δυνατότητα να τη χρηματοδοτεί, χωρίς στήριξη από τον προϋπολογισμό.

Και τέλος, κάποιοι υποστηρίζουν ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να προσπαθήσει να μειώσει το έλλειμμα ακόμη περισσότερο απ’ όσο προβλέπει ο προϋπολογισμός, για να επιταχύνει την επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας.

Ολα αυτά τα σενάρια θα σταθμιστούν ασφαλώς στο τέλος, με βάση και τον εκλογικό σχεδιασμό της κυβέρνησης.

Εφόσον προκριθεί επίσπευση εκλογών, είναι βέβαιο ότι θα υπάρξουν παρεμβάσεις τώρα και όχι αργότερα, όπως προτιμούν όσοι βλέπουν εκλογές το 2023.

Τα μέτρα και τα εκλογικά σενάρια 

Η μείωση του ΕΝΦΙΑ την περασμένη εβδομάδα επανέφερε στο προσκήνιο τα εκλογικά σενάρια και δέχθηκε επικρίσεις από οικονομικούς κύκλους, που υποστήριζαν ότι το μέτρο δεν είναι αναπτυξιακό, στοχεύει στην εκλογική πελατεία της Ν.Δ. και αν η κυβέρνηση ήθελε να διαθέσει 350 εκατ. ευρώ, προτιμότερο θα ήταν να μείωνε τις ασφαλιστικές εισφορές.

Γεγονός είναι ότι οι δαπάνες του προϋπολογισμού έχουν ήδη επιβαρυνθεί. Περίπου 400 εκατ. ευρώ κόστισαν τα μέτρα του Ιανουαρίου (αναστολές κτλ), άλλα 180 εκατ. θα κοστίσει μόνο φέτος ο ΕΝΦΙΑ και άλλα 60 εκατ. ευρώ τα μέτρα για τους αγρότες της περασμένης Παρασκευής (λιπάσματα, ζωοτροφές). Βρισκόμαστε ήδη 0,3% του ΑΕΠ πάνω από τις εκτιμήσεις του προϋπολογισμού.

Από την άλλη, ο προϋπολογισμός του 2021 φαίνεται πως έκλεισε με χαμηλότερο κατά 0,5% του ΑΕΠ έλλειμμα (περίπου στο 6,5% του ΑΕΠ, αντί του 7% της πρόβλεψης), προσφέροντας καλύτερη βάση εκκίνησης για την επίτευξη το φετινού στόχου (1,4% του ΑΕΠ, κατά ESA).

Βοηθάει επίσης και η υψηλότερη των προβλέψεων ανάκαμψη του 2021. Τα περιθώρια, όμως, που προσφέρουν αυτές οι θετικές εξελίξεις είναι πολύ περιορισμένα και επιτρέπουν μόνο πολύ στοχευμένες κινήσεις, που ίσως δεν έχουν και τόσο σημαντικό πολιτικό όφελος.

Τα μέτρα και η επίπτωση στο έλλειμμα 

«Αν αποφασίσουμε να αυξήσουμε το έλλειμμα από το 1,4% στο 2,5% του ΑΕΠ, μπορούμε να πάρουμε μέτρα στήριξης, αλλά αυτό ποιος το αποφασίζει;», σχολίαζε πηγή του οικονομικού επιτελείου.

Το βέβαιο είναι ότι εκτός από την Ε.Ε., μια τέτοια απόφαση δεν θα ενθουσίαζε καθόλου τις αγορές. Μετά, μάλιστα, από την απότομη αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων (στο 2% τα δεκαετή), ως συνέπεια των δηλώσεων της Κριστίν Λαγκάρντ την Πέμπτη, είναι σαφές πόσο επικίνδυνη μπορεί να αποβεί μια στροφή προς τη δημοσιονομική χαλάρωση.

Καμία δημοσίευση για προβολή