ΕΥΡΩΑΓΟΡΕΣ: Ξεκίνησε επιφυλακτικά, καθώς παραμένουν οι ανησυχίες για τον πληθωρισμό και τις επιπτώσεις του

Αντιμέτωπες με δημοσιονομικές δυσκολίες, που θα οδηγήσουν σε μία κρίση εμπιστοσύνης, θα βρεθούν τα επόμενα χρόνια χώρες της Ευρωζώνης,

Με απώλειες έκλεισαν οι ευρωαγορές τη Δευτέρα, καθώς οι επενδυτές προσπαθούν να αφομοιώσουν τη συμφωνία για το ανώτατο όριο χρέους των ΗΠΑ και τα στοιχεία για τον πληθωρισμό της ευρωζώνης.

Στο ταμπλό ο πανευρωπαϊκός Stoxx 600 έκλεισε 0,5% χαμηλότερα μετά την υποτονική δραστηριότητα συναλλαγών στο μεγαλύτερο μέρος της συνεδρίασης.

  1. Ο DAΧ απώλεσε 0,54% στις 15.963,89 μονάδες
  2. Ο CAC με απώλειες 0,96% στις 7.200,91 μονάδες.
  3. Ο FTSE 100 οριακά στο μείον 0,1%, στις  7.599,99 μονάδες.

Στην ευρωπεριφέρεια, ο δείκτης IBEX 35, στη Μαδρίτη, απώλεσε 0,3% στις 9.289,1 μονάδες, ενώ στο Μιλάνο, ο FTSE MIB υποχώρησε κατά 0,78%, στις 26.856,85 μονάδες.

Οι μετοχές πετρελαίου και φυσικού αερίου έκλεισαν τη συνεδρίαση 0,1% χαμηλότερα, υποχωρώντας από κέρδη 1,1% νωρίτερα στη συνεδρίαση, παρά το γεγονός ότι οι τιμές του πετρελαίου παρέμειναν σε θετικό έδαφος.

  • Η Σαουδική Αραβία ανακοίνωσε εθελοντικές περικοπές στην παραγωγή της την Κυριακή, ξεκινώντας από τον Ιούλιο. Ο ΟΠΕΚ+ ανακοίνωσε την Κυριακή  ότι δεν θα κάνει αλλαγές στις προγραμματισμένες  μειώσεις της παραγωγής πετρελαίου για το υπόλοιπο του έτους.

Η ψήφιση του νομοσχεδίου για την αύξηση του ανώτατου ορίου του χρέους των ΗΠΑ την προηγούμενη εβδομάδα εξανέμισε τις ανησυχίες για ενδεχόμενη στάση πληρωμών από τη μεγαλύτερη οικονομία στον πλανήτη και άνοιξε εκ νέου την “όρεξη” των επενδυτών διεθνών για ανάληψη ρίσκου, γεγονός που οδήγησε τις ευρωπαϊκές αγορές να κλείσουν με ισχυρά κέρδη την προηγούμενη εβδομάδα.

Ωστόσο, η τρέχουσα ξεκινά επιφυλακτικά, καθώς παραμένουν οι ανησυχίες για τον πληθωρισμό και τις επιπτώσεις του στην Ευρώπη. Οι επενδυτές, μάλιστα, προσπαθούν να αξιολογήσουν τα τελευταία στοιχεία που ανακοινώθηκαν την Πέμπτη και έδειξαν ότι ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ υποχώρησε μεν στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Φεβρουάριο του 2022, παραμένοντας ωστόσο πολύ υψηλότερα του στόχου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, υποδηλώνοντας ότι οι αυξήσεις των επιτοκίων θα συνεχιστούν.

Το ξεκαθάρισε άλλωστε και η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία δήλωσε ότι το 6,1% εξακολουθεί να είναι “πολύ υψηλό” και τόνισε, όπως και άλλα στελέχη της ΕΚΤ, ότι ο κύκλος της νομισματικής σύσφιξης από την κεντρική τράπεζα θα πρέπει να συνεχιστεί προκειμένου να μειωθεί εγκαίρως στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%.

Καμία δημοσίευση για προβολή