Financial Times: Γιατί η καθίζηση της τουρκικής λίρας ανάβει φωτιά στις αναδυόμενες αγορές – Η νομισματική ανορθοδοξία και ο λαϊκισμός του Ερντογάν

Τουρκία: Οι τελευταίες (και φαρμακερές;) εκλογές του Ερντογάν

Στα χαρτιά, το 2021 θα έπρεπε να είναι μια εξαιρετική χρονιά για τα νομίσματα και τα ομόλογα στις αναδυόμενες αγορές, καθώς η παγκόσμια ανάπτυξη ανέκαμψε από τα σοκ της Covid-19. Αλλά η ανησυχητική «βουτιά» του τουρκικού νομίσματος φέτος έχει δείξει πως κάποιες φορές τα πράγματα πάνε τελείως στραβά στον κόσμο των αναδυόμενων αγορών.

Οι αναδυόμενες αγορές, όπως επισημαίνουν οι Financial Times, εμφάνισαν μια σειρά από δυνατά στοιχεία: ισχυρή ανάπτυξη εξαγωγών, διευκολυντική νομισματική πολιτική στις μεγάλες ανεπτυγμένες οικονομίες, αυξανόμενα αποθέματα συναλλάγματος και ισχυρές τιμές εμπορευμάτων. Ωστόσο, ο δείκτης νομισμάτων αναδυόμενων αγορών της JPMorgan έχει καταγράψει πτώση 9% φέτος και οι αποδόσεις στα ομόλογα έχουν αυξηθεί.

Η οικονομική ανορθοδοξία και η Τουρκία

Αυτό οφείλεται, εν μέρει τουλάχιστον, στην επιστροφή του φαινομένου των «εκδικητών» στις χρηματαγορές, όπου οι χώρες που αποκλίνουν από την παραδοσιακή οικονομική ορθοδοξία ή που δανείζονται υπερβολικά πολλά, πληρώνουν το τίμημα μέσω της αδυναμίας του νομίσματός τους και των υψηλότερων αποδόσεων των ομολόγων τους. Στις μεγάλες, ανεπτυγμένες οικονομίες, οι δυνάμεις αυτές παραμένουν ήρεμες. Όχι όμως και στις αναδυόμενες αγορές.

Η Τουρκία είναι το πιο προφανές παράδειγμα μετά την πτώση 20% που κατέγραψε η λίρα τις τελευταίες δύο εβδομάδες, μετά τις νέες μειώσεις επιτοκίων που βαθαίνουν την ανησυχία για την οικονομική διαχείριση της Άγκυρας.

Τα οικονομικά θεμελιώδη της Τουρκίας είναι από πολλές απόψεις τα καλύτερα εδώ και χρόνια, όμως η επιμονή του προέδρου Ταγίπ Ερντογάν στις μειώσεις επιτοκίων έχει θέσει τη λίρα υπό πίεση.

Τον Ιούλιο του 2019, ο Ερντογάν απέλυσε τον διοικητή της κεντρικής τράπεζας Μουράτ Τσετινκάγια. Η λίρα ανατιμήθηκε μέσα σε ένα μήνα και μέχρι το τέλος του 2019 ήταν σχεδόν αμετάβλητη. Όταν ο Ερντογάν καρατόμησε τον Νατζί Αγκμπάλ τον Μάρτιο φέτος, η λίρα κατέγραψε πτώση 15% μέσα σε μία ημέρα, προτού ανακάμψει, και έκτοτε δυσκολεύεται.

Αλλά η μείωση επιτοκίων την περασμένη εβδομάδα -η τρίτη από τον Σεπτέμβριο- έστειλε τη λίρα σε ελεύθερη πτώση, με την ισοτιμία να αγγίζει τις 13 λίρες ανά δολάριο (έναντι 7,2 που ήταν την τελευταία ημέρα πριν αποχωρήσει ο Αγκμπάλ). Η χειρότερη μέρα για τη λίρα ήρθε αφότου ο Ερντογάν επανέλαβε τη δέσμευσή του στις ανορθόδοξες απόψεις του πως τα υψηλά επιτόκια προκαλούν πληθωρισμό.

Οι εξεγέρσεις των επενδυτών

Η περίπτωση της Τουρκίας μπορεί να είναι η πιο ακραία, αλλά εξεγέρσεις επενδυτών έχουν σημειωθεί επίσης και σε αγορές από τη Βραζιλία μέχρι τη Νότια Αφρική.

Οι αναδυόμενες αγορές έχουν παρασυρθεί χαμηλότερα από τρεις παράγοντες. Ο πρώτος είναι η ισχύς του δολαρίου. Οι αναδυόμενες αγορές πάντα δυσκολεύονται όταν το αμερικανικό νόμισμα είναι ισχυρό, καθώς καθιστά πιο ακριβή την εξυπηρέτηση του ξένου χρέους και μπορεί να προκαλέσει εκροές επενδύσεων.

Ο δεύτερος είναι η Covid. Η ανάπτυξη των εμβολίων πάει και έρχεται στις ανεπτυγμένες οικονομίες, φέρνοντας εφορία και μετά απογοήτευση. Οι αναδυόμενες αγορές πήγαν κατευθείαν στην απογοήτευση. Τα εμβόλια αργούν να φτάσουν στις φτωχότερες χώρες. Ακόμα και όταν είναι διαθέσιμα, ο ρυθμός εμβολιασμού είναι χαμηλός.

Το τίμημα στις λαϊκιστικές κυβερνήσεις

Ο τρίτος, και πιθανότατα πιο ανεξέλεκτος, είναι το τίμημα που πληρώνουν οι αναδυόμενες αγορές για τις λαϊκιστικές και κάποιες φορές απρόβλεπτες κυβερνήσεις με χαλαρές προσεγγίσεις ως προς τις δημοσιονομικές δαπάνες.

Αντίθετα από τις μεγάλες ανεπτυγμένες οικονομίες, οι αναδυόμενες αγορές έχουν σημαντικά χαμηλότερη ευελιξία σε επίπεδο πολιτικής. Οι κάτοικοι των αναδυόμενων αγορών είναι πολύ πιο επιρρεπείς στη μεταφορά των καταθέσεών τους σε ξένο συνάλλαγμα και ακόμα και στο εξωτερικό, προκαλώντας μια ανατιμολόγηση τόσο για τις τιμές των ομολόγων όσο και για τις συναλλαγματικές ισοτιμίες.

Πέραν της Τουρκίας, οι αποδόσεις των ομολόγων πιο μακροπρόθεσμων λήξεων στις αναδυόμενες αγορές εγείρουν αμφιβολίες ως προς τη δημοσιονομική βιωσιμότητα. Το επιτόκιο της Βραζιλίας είναι 7,75% αλλά η απόδοση του 10ετούς ομολόγου είναι στο 12%. Τα αντίστοιχα στοιχεία της Νότιας Αφρικής είναι 3,75% και 10%. Τα ομόλογα της Νότιας Αφρικής δυσκολεύτηκαν να ανακτήσουν τις απώλειες που προκλήθηκαν λόγω της Covid, ενώ οι Βραζιλιάνοι επενδυτές υποθέτουν πως η χώρα θα εισέλθει σε μια από τις περιοδικές της φάσεις αύξησης επιτοκίων.

Το υψηλό επενδυτικό ρίσκο

Αυτές οι χώρες δείχνουν είτε προς υψηλότερο πιστωτικό κίνδυνο σε λίγα χρόνια ή σε μακροπρόθεσμα υψηλά επιτόκια, προκειμένου να αποσοβηθεί η φυγή κεφαλαίων. Ακόμα και η Ρωσία -με ένα κρατικό ισοζύγιο που θα έκανε τους περισσότερους υπουργούς Οικονομικών να ζηλέψουν- πληρώνει σχεδόν 9% για να δανειστεί για 10 χρόνια.

Τα επιτόκια αυτά μοιάζουν με ανωμαλία σε έναν κόσμο όπου οι αποδόσεις στις χώρες G20 παραμένουν ιστορικά χαμηλές. Είναι σαν οι επενδυτές που πληρώνουν ευχαρίστως αστρονομικές αποτιμήσεις για μετοχές του τεχνολογικού κλάδου ή για κρυπτονομίσματα που έχουν τάση προς την απάτη, ξαφνικά να ξυπνούν και να γίνονται επιφυλακτικοί, όταν έχουν να κάνουν με φτωχότερες χώρες. Οι αναδυόμενες αγορές σπανίως έχουν το ευεργέτημα της αμφιβολίας.

Αυτό δεν ήταν ομοιόμορφο από τότε που ξέσπασε η Covid -ενώ οι αναδυόμενες αγορές βρέθηκαν αντιμέτωπες με κύμα πωλήσεων μαζί με όλα τα άλλα κατά τα αρχικά στάδια της πανδημίας, ένα ισχυρό ράλι στα τέλη του περασμένου έτους έφερε απόδοση 9,6% στον δείκτη χρέους αναδυόμενων αγορών σε τοπικό νόμισμα της JPMorgan το δ’ τρίμηνο του 2020 και ο δείκτης άγγιξε το ιστορικό υψηλό του στο γύρισμα του χρόνου.

Για έναν επενδυτή, το τωρινό μονοπάτι φαίνεται ξεκάθαρο: οι τίτλοι των αναδυόμενων αγορών είναι φθηνοί, αλλά οι επενδύσεις στις αγορές αυτές είναι καλύτερα να χρηματοδοτούνται από μη δολαριακά νομίσματα και είναι καλύτερο να εμμένουν σε χώρες που έχουν υπεύθυνες κυβερνήσεις.

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο

Καμία δημοσίευση για προβολή