Foreign Policy: Η μεγάλη επιστροφή της Ελλάδας ως διπλωματικής δύναμης στην Μεσόγειο. Η αποδρομή της Τουρκίας, οι νέες συμμαχίες, το γεωπολιτικό πλεονέκτημα. Η “ξέφρενη διπλωματική χρονιά” της Αθήνας

Foreign Policy
(L to R) Ministers of Foreign Affairs of Cyprus, Nikos Christodoulides, Greece, Nikos Dendias, Israel, Gabi Ashkenazi, and Advisor to the President of the United Arab Emirates Anwar Gargash hold a press conference after meeting in the western Cypriot city of Paphos, on April 16, 2021. (Photo by Iakovos Hatzistavrou / POOL / AFP) (Photo by IAKOVOS HATZISTAVROU/POOL/AFP via Getty Images)

Τα πρόσφατα ταξίδια του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια σε Ισραήλ και Παλαιστίνη, με ενδιάμεσες στάσεις σε Ιορδανία και Αίγυπτο, ήταν μια ακόμη  ισχυρή γεωπολιτική  σφραγίδα στην «ξέφρενη διπλωματική χρονιά» της Αθήνας, όπως την χαρακτηρίζει το Foreign Policy. Και, σύμφωνα με το έγκυρο περιοδικό, αυτή η χρονιά έρχεται να αναδείξει την μεγάλη «επιστροφή της Ελλάδας στην Μεσόγειο» – μια επιστροφή, που συντελείται την ώρα της αποδρομής της Τουρκίας.

«Βλέποντας την ζυγαριά να γέρνει κατά της Τουρκίας, και την Αγκυρα να βρίσκεται σε αποδρομή, η Αθήνα αναβαπτίζει εαυτόν ως διπλωματική δύναμη στην Μεσόγειο», γράφει χαρακτηριστικά.

“Η Ελλάδα διεκδικεί την επιρροή της”

Στην εκτενή ανάλυσή του το Foreign Policy επισημαίνει μια σειρά από καίριες κινήσεις της κυβέρνησης και της ελληνικής διπλωματίας σ’ αυτόν τον κρίσιμο τελευταίο χρόνο που επικυρώνουν την γεωπολιτική αναβάθμιση της χώρας στην περiοχή – από τον δανεισμό των πυραύλων τον Απρίλιο στη Σαουδική Αραβία και την επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Τρίπολη για την αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων με τη Λιβύη έως τις διαβουλεύσεις Ελλήνων αξιωματούχων στο Κάιρο, το Αμάν, την Κύπρο και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.

Τονίζει ακόμη ότι οι σχέσεις με τα κράτη – μέλη της ΕΕ είναι επίσης καλές, ιδιαίτερα με τη Γαλλία, που εξελίσσεται στον πλέον σημαντικό εταίρο ασφάλειας για την Ελλάδα καθώς συμφώνησε τον Ιανουάριο να προμηθεύσει την Αθήνα με πολεμικά αεροσκάφη και πρόσφερε πολεμικά πλοία τον Μάρτιο.

«Η Ελλάδα διεκδικεί την επιρροή της σε μια περιοχή που παραμέλησε επί χρόνια», αναφέρει στο περιοδικό ο Ιωάννης Γρηγοριάδης, επικεφαλής του τουρκικού προγράμματος του ΕΛΙΑΜΕΠ.

“Μήνυμα αφύπνισης η ένταση στα ελληνοτουρκικά”

Από την πλευρά του ο Δημήτρης Τριανταφύλλου, διευθυντής του Κέντρου Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Καντίρ Χας της Κωνσταντινούπολης επισημαίνει ότι η κλιμάκωση της έντασης στα ελληνοτουρκικά επί σειράς θεμάτων τον τελευταίο χρόνο λειτούργησαν ως «μήνυμα αφύπνισης».

«Το τελευταίο καρφί στο φέρετρο της όποιας ελληνοτουρκικής προσέγγισης είχε επιζήσει μπήκε τον Φεβρουάριο του 2020», όταν η Τουρκία άνοιξε τα χερσαία σύνορά της με την Ελλάδα στους πρόσφυγες, σημειώνει το περιοδικό. «Αυτό γύρισε πράγματι μπούμερανγκ στην Άγκυρα. Δημιούργησε την εντύπωση στην Ελλάδα, ακόμη και μεταξύ των μετριοπαθέστερων Ελλήνων ότι η Τουρκία επιχειρούσε έφοδο στα σύνορα», λέει ο Δημήτρης Τριανταφύλλου.

Ο καταλύτης του Εβρου και η γρήγορη αντίδραση Μητσοτάκη

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη αντιλήφθηκε αυτή τη στάση της ελληνικής κοινής γνώμης  και  έδρασε γρήγορα, τονίζει το Foreign Policy. Η Αθήνα άρχισε να χτίζει και να αναπτύσσει σχέσεις με περιφερειακές δυνάμεις που ασχολούνται επίσης με την τουρκική πολιτική. Ενδεικτικό αυτής της κίνησης ήταν το φόρουμ East Mediterranen Gas Forum που έφερε μαζί Κύπρο, Αίγυπτο, Γαλλία, Ελλάδα, Ισραήλ, Ιταλία, Ιορδανία και την Παλαιστινιακή Εθνική Αρχή. Οι ΗΠΑ ήταν παρατηρητές και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα ήταν υποψήφιο μέλος.

«Αν και το φόρουμ αυτό αφορά κυρίως στην εκμετάλλευση του φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου, έστειλε στην Άγκυρα το μήνυμα ότι η Ελλάδα (και η Κύπρος) δεν είναι μόνες τους», σημειώνει το Foreign Policy.

Όπως επισημαίνει ο Αθανάσιος Μανής, συνεργάτης του τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου των Αθηνών, «στην περίπτωση της ΕΕ η Ελλάδα κατάφερε να πείσει όλα τα κράτη – μέλη να διαμορφώσουν μια διττή ευρωπαϊκή πολιτική καρότου και μαστιγίου συνδεδεμένη άμεσα με τη συμπεριφορά της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο».

Το αποτέλεσμα ήταν η Άγκυρα να αποσύρει τον περασμένο Δεκέμβριο το Oruc Reis από τη Μεσόγειο υπό την απειλή των κυρώσεων της ΕΕ, η οποία ανέβαλε στη συνέχεια τη συζήτηση του θέματος επιμένοντας ότι «παραμένει στο τραπέζι μια θετική ευρωτουρκική ατζέντα» αναφορικά με την οικονομία και το εμπόριο.

Ο κρίσιμος ρόλος της εκλογής Μπάιντεν

Ο αρθρογράφος στέκεται επίσης και στον καταλυτικό ρόλο που έπαιξε η εκλογή του Τζο Μπάιντεν στη νέα ώθηση στις ελληνο-αμερικανικές σχέσεις καθώς ο νυν πρόεδρος των ΗΠΑ εκτιμάται ότι θα τηρήσει σκληρότερη στάση έναντι της Τουρκίας. Επισημαίνει ακόμη ότι ο Μπάιντεν περίμενε μέχρι τις 23 Απριλίου για να τηλεφωνήσει στον Ταγίπ Ερντογάν «και τότε μόνον για να τον ενημερώσει ότι ετοιμαζόταν να αναγνωρίσει τη Γενοκτονία των Αρμενίων».

Την ίδια ώρα ετοιμάζονται να πέσουν το καλοκαίρι υπογραφές από Αθήνα και Ουάσιγκτον σε μια νέα συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας που πιθανώς θα σηματοδοτήσει και την επέκταση της αμερικανικής βάσης στη Σούδα. «Όλα αυτά έχουν ενθαρρύνει την Αθήνα κι έστειλαν το μήνυμα ότι ΕΕ και ΗΠΑ βλέπουν τώρα την Ελλάδα ως πλήρες μέλος της λέσχης», σχολιάζει ο αντιπρόεδρος του German Marshall Fund στις Βρυξέλλες, Ίαν Λέσερ.

Το στοίχημα της μη απομόνωσης της Τουρκίας

Σύμφωνα με τον Ιωάννη Γρηγοριάδη η Ελλάδα κατάφερε να κάνει αυτές τις κινήσεις «λόγω των αποτυχιών της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Πριν από χρόνια θα ήταν πολύ πιο δύσκολο για την Αίγυπτο ή το Ισραήλ να συμπράξουν με την Ελλάδα υπό το φόβο της αποξένωσης της Τουρκίας».

Την ίδια ώρα όμως, όπως ο ίδιος επισημαίνει, η Αθήνα δεν επιθυμεί την απομόνωση της Άγκυρας συνειδητοποιώντας ότι τα πράγματα θα είναι πιο άνετα «με μια προσανατολισμένη προς τη Δύση Τουρκία παρά με μια εχθρική προς τη Δύση».

Καμία δημοσίευση για προβολή