Οι αγορές εκτιμούν πως θα υπάρξει συμφωνία Θεσμών- Ελλάδας για μείωση των πλεονασμάτων και ότι θα σταματήσει η … υπερπαραγωγή τους

    Της Δάφνης Γρηγοριάδη

    Το θέμα της  μείωσης των πρωτογενών  πλεονασμάτων συνεχίζει να είναι ψηλά στην ατζέντα. Τουλάχιστον δύο θα είναι τα πιθανά σενάρια που θα προτείνει η Ελλάδα  για την διαπραγμάτευση της μείωσης τους. Βάση θα αποτελεί η εξέλιξη των  δημοσιονομικών μεγεθών των φορέων της γενικής κυβέρνησης, χωρίς να υπάρχουν επιπλέον δημοσιονομικές παρεμβάσεις και καινούργιες πολιτικές, εκτός από εκείνες  που έως σήμερα έχουν ήδη θεσμοθετηθεί. Σύμφωνα με το νέο μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικής στρατηγικής , ο στόχος επίτευξης του πρωτογενούς πλεονάσματος  είναι στο 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022 και έπειτα το ποσοστό επίτευξης  προβλέπεται πως θα μειωθεί. Σκοπός είναι όμως να μειωθεί περισσότερο, δηλαδή αρκετά κοντά στο 2% και να μην  κυμαίνεται κατά μέσο όρο  για τα επόμενα έτη στο 2,2% του ΑΕΠ.

    Η μέχρι τώρα υπερκάλυψη των πλεονασμάτων αποτέλεσε θετική εικόνα για τα τεχνικά κλιμάκια, όμως ταυτόχρονα επιβάρυνε σε μεγάλο βαθμό τα ελληνικά νοικοκυριά. Εφεξής, στόχος θα είναι η επίτευξη του ποσοστού που έχει συμφωνηθεί και όχι η υπερκάλυψη του ώστε να μπορέσει να ανασάνει η πραγματική οικονομία.

    Αλλάζει η φιλοσοφία της επίτευξης των πλεονασμάτων: Έως τώρα, εστιάζαμε στην αύξηση της φορολογίας , μέσα από τα κέρδη της οποίας θα “πιάναμε” τα πλεονάσματα. Οι φετινές προβλέψεις δείχνουν, πως θα υπάρξει πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος στον τρέχοντα  προϋπολογισμό  ο οποίος  μπορεί να “φέρει” νέες  φορολογικές ελαφρύνσεις μόνιμου χαρακτήρα,  της τάξεως των 2 δισ. Ευρώ, δίνοντας  έτσι βαθιά ανάσα στα νοικοκυριά και στη επιχειρηματικότητα.

    Από εδώ και στο εξής,  προτεραιότητα δίνεται στην εξασφάλιση κάθε χρόνο υψηλότερου ρυθμού ανάπτυξης, στην εξασφάλιση χαμηλότερου κόστους δανεισμού, σε μια πιθανή νέα αναδιάρθρωση και κούρεμα χρέους καθώς και στην σωστή διαχείριση της επιστροφής των κερδών από τα Ελληνικά ομόλογα για επενδύσεις. Τέλος, στην αφαίρεση κόστους από το Μεταναστευτικό, αφού  η Ελλάδα θα λαμβάνει μεγαλύτερη επιδότηση από την  Ευρωπαϊκή Ένωση για την αντιμετώπιση των ροών.

    Η ανάπτυξη: Για άλλη μια φορά καθοριστικός παράγοντας είναι ο ρυθμός αύξησης της Ελληνικής οικονομίας. Όλες οι μεταρρυθμίσεις  είναι άμεσα εξαρτημένες από το Ελληνικό ΑΕΠ. Βέβαια, σημαντικό για τους δανειστές είναι και η πορεία των μέχρι τώρα μεταρρυθμίσεων, καθώς και η καλή πορεία των Ελληνικών ομολόγων που αντικατοπτρίζουν τις θετικές προσδοκίες των επενδυτών για την χώρα μας. Για αυτό άλλωστε οι αγορές εκτιμούν πως η Ελληνική κυβέρνηση θα καταφέρει να πείσει τους δανειστές να χαμηλώσουν τα ποσοστά των πλεονασμάτων.

    Όταν ο Πρωθυπουργός μιλούσε προεκλογικά για ανάπτυξη 4%, ήξερε τι έλεγε. Σε μία οικονομία όπως η Ελληνική, μετά από 10 χρόνια κρίσης και κάθετης πτώσης, έχουν δημιουργηθεί συνθήκες για ισχυρή αναπήδηση ψηλότερα από τα αναιμικά επίπεδα του 1,8-2,2 %. Αυτό όμως εμποδίζεται από τα υπερ-πλεονάσματα που επέβαλε το 3ο μνημόνιο.  Σύμφωνα με την HSBC είναι θετικό πως η Ελλάδα παρά τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα κατάφερε “να βγει” στις αγορές με βιώσιμα επιτόκια δανεισμού για αυτό και οι επενδυτές νιώθουν ασφάλεια.

    Περισσότερα νέα, ρεπορτάζ και αναλύσεις: ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ

    Καμία δημοσίευση για προβολή