Η Αμερική επιστρέφει: Πώς ο Τζο Μπάιντεν σκοπεύει να ανατρέψει την εξωτερική πολιτική Τραμπ και να ξαναβάλει τις ΗΠΑ ως κυρίαρχη δύναμη στην παγκόσμια σκακιέρα

Ως πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Ντόναλντ Τραμπ, όσον αφορά στην εξωτερική πολιτική παρά λίγο να προκαλέσει αλλαγή ενός υποδείγματος που υφίσταται από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και εντεύθεν. Ο Τραμπ προκάλεσε τεράστιες τριβές με τους συμμάχους της χώρας, αύξησε την ένταση με αντιπάλους των ΗΠΑ όπως το Ιράν και η Κίνα, είχε μια αμφιλεγόμενη στάση με τη Ρωσία, την Τουρκία και τη Βόρεια Κορέα και παρά τρίχα να τινάξει στον αέρα το ΝΑΤΟ, προσεγγίζοντας τη συμμαχία με μια οικονομίστικη και όχι πολιτική αντίληψη.

Μόλις εγκαταστάθηκε στον Λευκό Οίκο ο Τζο Μπάιντεν, μια από τις πρώτες του διακηρύξεις ήταν ότι η Αμερική επιστρέφει, δηλαδή, ότι η Ουάσινγκτον αντιλαμβάνεται το ρόλο της ως ηγέτιδας δύναμης της Δύσης -και όχι μόνο- και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτόν. Έτσι, αφού επανέφερε τις ΗΠΑ στον Π.Ο.Υ. και τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα, άρχισε μια μεγάλη προσπάθεια επανασύνδεσης της χώρας με τους συμμάχους και εταίρους της και, ταυτόχρονα, προσπαθεί να αντιστρέψει τις αντιλήψεις που ο Τραμπ είχε περάσει στο εσωτερικό, ότι, δηλαδή, οι σύμμαχοι εκμεταλλεύονται τις ΗΠΑ.

Το δύσκολο έργο

Το έργο του Μπάιντεν, φυσικά, δεν είναι καθόλου εύκολο: η Ευρώπη πέρασε τέσσερα δύσκολα χρόνια με τον Τραμπ και αισθάνεται ότι ίσως η αλλαγή της σχέσης της με τις ΗΠΑ έχει πλέον πιο μόνιμα χαρακτηριστικά. Παράλληλα, οι μονομερείς ενέργειες του Τραμπ όσον αφορά, π.χ., τη συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν ή τον εμπορικό πόλεμο με την Κίνα κάνουν τους Ευρωπαίους επιφυλακτικούς όσον αφορά στην πορεία που ο Μπάιντεν προτίθεται να ακολουθήσει. Και όλα αυτά χωρίς να μπει στην εξίσωση η Ρωσία με την οποία η Ευρώπη προσπαθεί να έχει γενικώς καλές σχέσεις και για οικονομικούς λόγους.

Φυσικά, τα πάντα είναι θέμα προτεραιοτήτων και η πρώτη επίσκεψη του νέου ΥΠΕΞ των ΗΠΑ, Άντονι Μπλίνκεν, στην Ευρώπη θα έλεγε κανείς ότι ήταν μια πραγματική επίδειξη καλών προθέσεων και λαμπερών δημοσίων σχέσεων. Ο Μπλίνκεν, σε αντίθεση με τον πρόκατοχό του, Μάικ Πομπέο, είχε μόνο καλά λόγια να πει για τους Ευρωπαίους συμμάχους των ΗΠΑ και έστειλε το σήμα ότι η Ουάσινγκτον θα κάνει ό,τι μπορεί για να διορθώσει τα λάθη και τις παραλείψεις της κυβέρνησης Τραμπ και να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των Ευρωπαίων συμμάχων της.

Οι μεγάλοι αντίπαλοι

Από την άλλη, ο ίδιος ο Μπάιντεν ξεκαθάρισε από την πρώτη στιγμή ότι για τον ίδιο και την κυβέρνησή του Ρωσία και Κίνα είναι οι δύο μεγάλοι αντίπαλοι και ότι δεν προτίθεται να επιτρέψει στο Πεκίνο και τη Μόσχα να αυξήσουν την επιρροή τους σε περιοχές που για τις ΗΠΑ θεωρούνται κρίσιμες, όπως η νοτιοανατολική Ασία ή η Ευρώπη, μέσω της διπλωματίας των αγωγών που η Ρωσία συχνά χρησιμοποιεί. Μάλιστα, χρησιμοποίησε βαριές εκφράσεις για τον Ρώσο ομόλογό του, Βλαντίμιρ Πούτιν, ενώ η συνάντηση κορυφαίων διπλωματών ΗΠΑ και Κίνας στο Άνκορατζ της Αλάσκας ήταν κυριολεκτικά ηλεκτρισμένη.

Από την άλλη, ωστόσο, μια «μετωπική» ΗΠΑ-Κίνας, π.χ. για το εμπόριο, αναγνωρίζεται ότι θα ήταν καταστροφική για την παγκόσμια οικονομία, η οποία έχει ήδη υποστεί τεράστια ζημιά από την παδημία του κοροναϊού, ενώ η Ουάσινγκτον αναγνωρίζει ότι θα πρέπει να βρει ένα modus viventi με το Πεκίνο, ώστε οι δύο χώρες να μπορούν να συνεργαστούν σε όποια επίπεδα κρίνεται αναγκαίο. Παρά ταύτα, Λευκός Οίκος και Στέιτ Ντιπάρτμεντ θεωρείται βέβαιο ότι θα συνεχίσουν να πιέζουν την Κίνα για θέματα όπως το Χονγκ Κονγκ, η Ταϊβάν ή γενικότερα τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Μέση Ανατολή και Ασία

Όσον αφορά στη Μέση Ανατολή, όσο κι αν ο Μπάιντεν θελήσει να αποφύγει την ανάμειξη των ΗΠΑ, θεωρείται σχεδόν αδύνατον να συμβεί κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, υπάρχουν αρκετά ερωτηματικά σχετικά με την πολιτική των ΗΠΑ, π.χ. για το Ιράν και για το μέλλον της ημιθανούς συμφωνίας για τα πυρηνικά της χώρας, ή για τις σχέσεις με την Σαουδική Αραβία, όπου ο Μπάιντεν έκανε στην άκρη τον διάδοχο πρίγκηπα Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν στην πρώτη του επικοινωνία με το Ριάντ, αλλά δεν θέλησε να «τσιτώσει» περισσότερο τα πράγματα όσον αφορά στη δολοφονία του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι. Παραμένει, δε, η εκρεμμότητα με το τεράστιο εξοπλιστικό πρόγραμμα των ΗΑΕ, αλλά και οι σχέσεις με το Ισραήλ.

Στην Ασία, ο Μπάιντεν εκκίνησε την πρωτοβουλία της Τετράδας, μαζί με Ινδία, Αυστραλία και Ιαπωνία, ωστόσο, το πρόβλημα της Βόρειας Κορέας παραμένει άλυτο και οι πυραυλικές δοκιμές της Πιονγκγιάνγκ το κάνουν ακόμα πιο δύσκολο, αποδεικνύοντας ότι η πολιτική κατευνασμού του Κιμ Γιονγκ Ουν που ακολούθησε ο Τραμπ μάλλον δεν είχε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ταυτόχρονα, οι καλές σχέσεις της Βόρειας Κορέας με την Κίνα περιπλέκουν ακόμα περισσότερο τα πράγματα. Επίσης, ακόμα δεν έχει αποφασιστεί ποια θα είναι η στάση των ΗΠΑ για το τεράστιο πρόβλημα του Αφγανιστάν και αν τα αμερικανικά στρατεύματα θα παραμείνουν στη χώρα ή αν θα αρχίσουν να αποσύρονται.

Το πρόβλημα «Τουρκία»

Σε μείζον περιφερειακό πρόβλημα για τις ΗΠΑ αναδεικνύεται και η Τουρκία, με την γραφειοκρατία της Ουάσινγκτον να μην κρύβει τη δυσφορία της έναντι της Άγκυρας ήδη από την εποχή Τραμπ. Οι φιλοδοξίες της Τουρκίας να μετατραπεί σε παγκόσμια δύναμη, οι σχέσεις της με τη Ρωσία, οι παρεμβάσεις της -κόντρα στα συμφέροντα της Ουάσινγκτον- σε Ανατολική Μεσόγειο, Συρία, Ιράκ και Λιβύη, η άτυπη συμμαχία της με το Κατάρ, σε συνδυασμό με τον αυταρχικό καθεστωτισμό του Ερντογάν θεωρείται δεδομένο ότι θα οδηγήσουν σε σύγκρουση με τις ΗΠΑ και το ερώτημα είναι ποιος και πόσο θα είναι διατεθειμένος να κάνει πίσω.

Αν τα παραπάνω φαίνονται περιπλεγμένα, δεν είναι λάθος: η κληρονομιά του Τραμπ άφησε πολλές «τρύπες» στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και ο Μπάιντεν έχει το δύσκολο έργο να τις μπαλώσει και ταυτόχρονα να προωθήσει το δικό του δόγμα, της δημοκρατίας, του σεβασμού στα ανθρώπινα δικαιώματα, της πολυμέρειας στην εξωτερική πολιτική και της συνεργασίας για την αντιμετώπισει παγκοσμίων προκλήσεων. Τα πάντα θα εξαρτηθούν από το πόσο γρήγορα θα γίνουν τα μπαλώματα και πόσο εύκολα οι σύμμαχοι και εταίροι θα εμπιστευθούν ξανά την Ουάσινγκτον.

Καμία δημοσίευση για προβολή