Κίνδυνοι για τις εξαγωγές από το Brexit – Ακραία αβεβαιότητα στις επιχειρήσεις

Νέα δεδομένα στις εμπορικές συναλλαγές των ελληνικών επιχειρήσεων με την αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου, δημιουργεί η επικείμενη αποχώρηση του από τους κόλπους της Ε.Ε.

Όπως υπογραμμίζει ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθήνας Κωνσταντίνος Μίχαλος μιλώντας στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, «δυστυχώς, οι τελευταίες εξελίξεις στο Ηνωμένο Βασίλειο μετά την κατάληψη της πρωθυπουργίας από τον Μπόρις Τζόνσον, δείχνουν μια άνευ συμφωνίας αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι δηλώσεις του νέου Βρετανού πρωθυπουργού κάνουν το σενάριο μιας άτακτης εξόδου όλο και πιο πιθανό».

Σύμφωνα με τον κ. Μίχαλο, η προοπτική αυτή ήδη δημιουργεί συνθήκες ακραίας αβεβαιότητας, καθώς οι συνέπειες θα είναι ανυπολόγιστες για τη βρετανική οικονομία, για τους πολίτες και για τις επιχειρήσεις της χώρας, αλλά και για τους οικονομικούς της εταίρους.

Καθεστώς “τρίτης χώρας” για το Ηνωμένο Βασίλειο

Όπως εξηγεί, το Ηνωμένο Βασίλειο θα περιέλθει σε καθεστώς τρίτης χώρας έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς το διμερές εμπόριο να διέπεται από κάποια διμερή εμπορική συμφωνία. Η ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων θα πάψει και οι εμπορικές συναλλαγές θα διέπονται από τους γενικούς κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.

  • «Όλα αυτά συνεπάγονται την επιβολή εθνικών δασμών και πρόσθετων τελωνειακών ή εισαγωγικών διατυπώσεων. Μεγάλη σημασία για την πορεία των εμπορικών σχέσεων Ελλάδας και Ηνωμένου Βασιλείου – και ιδιαίτερα για τις ελληνικές εξαγωγές – θα έχει η συγκεκριμένη εμπορική πολιτική που θα επιλέξει η χώρα, μετά την έξοδο.

Από την πλευρά της η πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων Χριστίνα Σακελλαρίδη επισημαίνει πως «αναμφίβολα η έξοδος της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση θα δημιουργήσει νέα δεδομένα στις εμπορικές συναλλαγές των ελληνικών επιχειρήσεων με την αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου».

  • «Ανεξάρτητα εάν το Brexit υλοποιηθεί με ένα τακτικό ή άτακτο τρόπο, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα υπάρξουν συνέπειες για τις ελληνικές εξαγωγές» δηλώνει, προσθέτοντας ότι η μεγαλύτερη πηγή ανησυχίας προκύπτει από τη διατάραξη της νομισματικής ισοτιμίας και την ισχυροποίηση του Κοινού Ευρωπαϊκού Νομίσματος έναντι του βρετανικού νομίσματος, της στερλίνας.

Ανοδική η πορεία των ελληνικών εξαγωγών προς το Ηνωμένο Βασίλειο

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία,από τότε που ξεκίνησε η συζήτηση περί Brexit, δεν φαίνεται να υπάρχει αρνητική επίπτωση στο εμπόριο μεταξύ των δύο χωρών. Όλα αυτά τα χρόνια, το Ηνωμένο Βασίλειο παραμένει στην πρώτη 10άδα των κυριότερων πελατών ελληνικών προϊόντων, το 2018 ήταν στην 8η θέση.

Την πενταετία 2014 – 2018 σημειώνεται μια σταθερή ανοδική ετήσια πορεία των εξαγωγών της Ελλάδας προς το Ηνωμένο Βασίλειο, που σωρευτικά σε αυτή την περίοδο καταγράφει αύξηση 5,4%.

Ως προς τις εισαγωγές, το 2018 ήταν στη 13η θέση στη λίστα των χωρών από όπου εισάγει προϊόντα η χώρα μας.

[more]

Την πενταετία 2014 – 2018 σημειώνεται σωρευτικά άνοδος κατά 2,1%, δηλαδή μικρότερη από την αύξηση των εξαγωγών. Αυτό έχει ως συνέπεια, το διμερές εμπορικό ισοζύγιο να έχει φτάσει σχεδόν στο μισό το 2018 (-106 εκατ. ευρώ), συγκρινόμενο με το 2014 (-227 εκατ. ευρώ).

Αξίζει να αναφερθεί, ότι την αναφερόμενη πενταετία, έχει αυξηθεί σημαντικά το εμπόριο μεταξύ των δύο χωρών ως προς τα πετρελαιοειδή – καύσιμα, που αποτελούν πλέον το 2018 το 18% (από 6,2%) των ελληνικών εξαγωγών προς το Ηνωμένο Βασίλειο και το 13,4% (από 4,6%) των εισαγωγών προς τη χώρα μας.

Το μεγαλύτερο ποσοστό (σχεδόν 49%) των εξαγωγών της Ελλάδας – αν και μειωμένο – προς το Ηνωμένο Βασίλειο εξακολουθεί να είναι τα βιομηχανικά προϊόντα (κυρίως φάρμακα, σωλήνες, ηλεκτρικοί αγωγοί, χημικά, φύλλα αλουμινίου κ.α.). Σχεδόν 31% των εξαγωγών είναι αγροτικά προϊόντα (κυρίως γαλακτοκομικά, λαχανικά, φρούτα κ.α.)

Οι εισαγωγές από το Ηνωμένο Βασίλειο προς την Ελλάδα, είναι σε ποσοστό της τάξης του 70% – 75% βιομηχανικά προϊόντα (οχήματα, φάρμακα και λοιπά χημικά, ελαστικά αυτοκινήτων, προϊόντα χαλκού, προϊόντα τυπογραφίας κ.α.). Σε ποσοστό 10,5% (από σχεδόν 15% το 2014) είναι οι εισαγωγές τροφίμων και ποτών (κυρίως ουίσκι και παρασκευασμένα τρόφιμα).

[/more]

Καμία δημοσίευση για προβολή