Κοιτώντας νωχελικά τους επενδυτές να προσπερνούν

    Σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιεύματα, η VW Group αναζήτησε έδρα για το νέο της εργοστάσιο για την παραγωγή αυτοκινήτων με το σήμα της Skoda. Η αναζήτηση επικεντρώθηκε στα Βαλκάνια και φαίνεται να καταλήγει στην γειτονική Σερβία. Οι κυβερνήσεις των χωρών της περιοχής μας είχαν προσεγγίσει την εταιρεία επιδιώκοντας να πετύχουν να γίνει η επένδυση στην χώρα τους. Όλες; Όχι βεβαίως. Το γαλατικό χωριό του κυρίου Τσίπρα, δυνητικά μία πολύ καλή επιλογή, από γεωπολιτικής και οικονομικής πλευράς, δεν είδε καν την ευκαιρία. Ούτε βεβαίως και ο κολοσσός της αυτοκινητοβιομηχανίας έδειξε ενδιαφέρον για την χώρα μας.

    Η στάση αυτή της σημερινής κυβέρνησης δεν πρέπει να εκπλήσσει. Στα χρόνια της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, η Ελλάδα κατρακυλά ανελλιπώς στον δείκτη Doing Business της Παγκόσμιας Τράπεζας. Έτσι, ενώ το 2016 βρισκόμασταν στην 61η θέση, το 2018 έχουμε πέσει στην 72η. Πάνω από εμάς βρίσκονται η Αλβανία, στην 63η θέση, και η Βόρεια Μακεδονία, στην 10η θέση! Η Βενεζουέλα του συντρόφου Τσάβες ανταγωνίζεται χώρες με εμφύλιες συγκρούσεις, όπως η Σομαλία και η Ερυθραία, στις τελευταίες θέσεις της λίστας των 190 χωρών.

    Έτσι, η Ελλάδα, μετά από δέκα χρόνια κρίσης, επώδυνων μεταρρυθμίσεων και σημαντικής μείωσης του κόστους εργασίας, παραμένει εκτός της εμβελείας των μεγάλων επενδυτών. Ούτε εκείνοι μας σκέφτονται, ούτε εμείς επιδιώκουμε να τους προσελκύσουμε. Η Ελλάδα έχει το χαμηλότερο ποσοστό επενδύσεων στην Ευρωζώνη, με λιγότερο από 13% του ΑΕΠ, και επενδυτικό έλλειμμα περί τα 80 δις ευρώ. Έτσι, η χώρα μας παραμένει η τελευταία σε διαθέσιμες θέσεις εργασίας στο σύνολο της οικονομίας, με ποσοστό 0,4%, σημειώνοντας μάλιστα συνεχή πτώση από το 2017, την ώρα που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι στο 2,3%, σημειώνοντας μικρή άνοδο. Η ανεργία παραμένει στο 18%.

    Θα έπρεπε να αγανακτούμε καθημερινά, όταν μαθαίνουμε ότι η κυβέρνησή μας δεν προσπαθεί, έχοντας θέσει ως βασική της προτεραιότητα την προσέλκυση επενδύσεων, να βελτιώσει την καθημερινότητα των πολιτών. Όταν σφυρίζει αδιάφορα και αφήνει τους επενδυτές να μας προσπερνούν. Όταν δεν έχει καταφέρει, μετά από τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης, να φέρει στην Ελλάδα ούτε μία σημαντική επένδυση που θα άλλαζε το τοπίο της πραγματικής οικονομίας. Όταν ακόμη και σχετικά ώριμες πρωτοβουλίες, όπως η επένδυση στο Ελληνικό, δεν έχουν καν ξεκινήσει, δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια μετά την μεταφορά του αεροδρομίου στα Σπάτα, και ενώ ανέλαβε τα ηνία της χώρας μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του διαγωνισμού αξιοποίησης.

    Κακά τα ψέματα, η σημερινή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ούτε θέλει, αλλά ούτε και μπορεί. Οι ιδεοληπτικοί κυβερνώντες, έχοντας ως πρότυπά τους την Βενεζουέλα και την Βολιβία, αφαιμάζουν την μεσαία τάξη αυξάνοντας έμμεση και άμεση φορολογία, και αναδιανέμουν το υπερπλεόνασμα σε επιδόματα και παροχές, με στόχο να ικανοποιούν σήμερα την εκλογική τους πελατεία και χωρίς να νοιάζονται για την πραγματική παραγωγή πλούτου στην Ελλάδα.

    Διότι είναι οι επενδύσεις που θα φέρουν πλούτο και δουλειές στην χώρα μας. Οι πολίτες, δεν χρειαζόμαστε επιδόματα. Χρειαζόμαστε ποιοτικές θέσεις εργασίας, αντάξιες του ποιοτικού εργατικού δυναμικού που έχουμε και που φεύγει σήμερα μαζικά στο εξωτερικό. Για να γίνει αυτό, πρέπει να επικεντρώσουμε τις προσπάθειές μας στις αλλαγές εκείνες που θα βελτιώσουν το επιχειρηματικό περιβάλλον. Τέτοιες λύσεις προτίθεται να εφαρμόσει άμεσα η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας: μείωση του φορολογικού συντελεστή για τις επιχειρήσεις από τι 29% στο 20%, σταθερότητά του στα επίπεδα αυτά, αλλά και επιπλέον φορολογικά κίνητρα για όσες επιχειρήσεις προχωρούν σε επενδύσεις, όπως οι υπεραποσβέσεις, ο διπλασιασμός του χρόνου συμψηφισμού ζημιών με κέρδη και άλλα.

    Επειδή όμως το πρόβλημα στην χώρα μας δεν είναι απλώς φορολογικό, η προσπάθεια δεν πρέπει να σταματά εκεί: για τη διευκόλυνση των επενδύσεων, θα τεθούν αποκλειστικές προθεσμίες στην αδειοδοτική διαδικασία, κάτι που θα διευκολύνει τις νέες πρωτοβουλίες. Παράλληλα, στο βαθμό του εφικτού, οι ίδιες αδειοδοτικές διαδικασίες θα αντικατασταθούν από διαδικασίες γνωστοποίησης και εν των υστέρων ελέγχου από την διοίκηση, ακολουθώντας τις διεθνείς καλές πρακτικές και απελευθερώνοντας πόρους και χρόνο από τους επενδυτές. Και ακόμη, μέσω της πραγματικής απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας και της ολοκλήρωσης των απαιτούμενων έργων, θα προωθηθεί η μείωση του ενεργειακού κόστους, που πλήττει κυρίως την βιομηχανία.

    Η προσέλκυση επενδύσεων είναι μία διαρκής προσπάθεια για κάθε κυβέρνηση. Ο ανταγωνισμός δεν περιορίζεται στην βαλκανική γειτονιά μας. Είναι λυπηρό να προσελκύουν μεγάλες επενδύσεις χώρες που είναι εκτός ΕΕ, με ασταθείς κυβερνήσεις, όπως η σημερινή Σερβία. Είναι ακόμη πιο λυπηρό όμως να διατηρούμε για πολύ στην εξουσία ανίκανες κυβερνήσεις που μας εγκλωβίζουν στην μετριότητα.

    * Ο κ.Μανώλης Γραφάκος είναι Οικονομολόγος με μεταπτυχιακές σπουδές στη Διοίκηση Επιχειρήσεων (ΜΒΑ), στην Τραπεζική και στον Τουρισμό, υποψήφιος διδάκτορας. Έχει διατελέσει Δήμαρχος Μελισσίων την περίοδο 2007 -2010. Υποψήφιος Βουλευτής Νέας Δημοκρατίας στον Βόρειο Τομέα Αθηνών.

    Από το newsroom του economico.gr

    Περισσότερα νέα, ρεπορτάζ και αναλύσεις:ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ
    Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
    Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο

    Καμία δημοσίευση για προβολή