Tα κάθε είδους δάνεια των τραπεζών προς τα νοικοκυριά παραμένουν σε “χαμηλές πτήσεις”, με τον ετήσιο ρυθμό μεταβολής τους να διαμορφώνεται τον Νοέμβριο 2019 σε -2,9% από -2,8% τον προηγούμενο μήνα.
Το πραγματικό επιτόκιο για τα νοικοκυριά αυξήθηκε σε 4,7%, από 4,3% το 2018 (2011-2017: 4,8%). Σε σύγκριση με τα λοιπά κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ, τα τελευταία έτη οι όροι τραπεζικής χρηματοδότησης επιδεινώθηκαν συγκριτικά περισσότερο για τα νοικοκυριά. Η απόκλιση στο μεσοσταθμικό κόστος δανεισμού των νοικοκυριών για τη λήψη στεγαστικού δανείου διευρύνθηκε το δεκάμηνο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2019 σε 150 μονάδες βάσης (2011-2017: 32 μ.β., 2018: 117 μ.β.), που συνιστά τη μέγιστη τιμή από το 2003, οπότε άρχισαν να δημοσιεύονται εναρμονισμένες χρονολογικές σειρές επιτοκίων μεταξύ των κρατών-μελών.
Σε ό,τι αφορά τα στεγαστικά δάνεια, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, στη διάρκεια του τριμήνου Σεπτέμβριος, Οκτώβριος, Νοέμβριος 2019, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής τους παραμένει αμετάβλητος στο – 3,3%. Ο αντίστοιχος ρυθμός στα καταναλωτικά δάνεια επιδεινώθηκε από το – 1,1% τον Σεπτέμβριο 2019 στο – 1,3% τον Οκτώβριο και στο – 1,6% τον Νοέμβριο.
Η δυσχέρεια στις χορηγήσεις δανείων προς τα νοικοκυριά αποτυπώνεται και στο ύψος των επιτοκίων. Στο δεκάμηνο του 2019, τα μεσοσταθμικά επιτόκια διαμορφώθηκαν, κατά μέσο όρο, σε υψηλότερο επίπεδο έναντι του 2018, τόσο στα καταναλωτικά όσο και στα στεγαστικά δάνεια.
Ειδικότερα, το επιτόκιο καταναλωτικών δανείων καθορισμένης διάρκειας προς τα νοικοκυριά ανήλθε, κατά μέσο όρο, σε 9,4% (μ.ο. 2018: 9,1%, μ.ο. 2015-2017: 8,5%). Αντίστοιχα, το επιτόκιο των στεγαστικών δανείων αυξήθηκε σε 3,2% κατά μέσο όρο (μ.ο. 2018: 3,0%, μ.ο. 2015-2017: 2,7%). Στα δάνεια μη καθορισμένης διάρκειας, που περιλαμβάνουν τις πιστωτικές κάρτες , τα ανοικτά δάνεια και τις υπεραναλήψεις από λογαριασμούς όψεως, το μεσοσταθμικό επιτόκιο παρέμεινε αμετάβλητο στο 14,5% κατά μέσο όρο.