Ο Μπαρμπά Γιάννης ο κανατάς: το τραγούδι θρύλος που έσυρε τον Επιτροπάκη στα Δικαστήρια και η μυστηριώδης Αιγιώτισσα   

    Μπαρμπα Γιάννης κανατάς

     

    Η Αθήνα του 19ου αιώνα δεν ήταν όπως οι υπόλοιπες πρωτεύουσες της Ευρώπης. Οι υποδομές ήταν ελάχιστες και οι καθημερινές ελλείψεις καλύπτονταν από τα επαγγέλματα της εποχής. Την ανάγκη των πολιτών για νερό κάλυπταν οι νερουλάδες και οι κανατάδες που κυκλοφορούσαν στους δρόμους και είχαν έντονη παρουσία.

    Οι νερουλάδες αναλάμβαναν την τροφοδότησή των σπιτιών με νερό που προμηθευόταν από τον Υμηττό και κουβαλούσαν με γαϊδούριμουλάρι ή κάρο. Έκαναν πολλά και κοπιαστικά δρομολόγια και αμειβόταν περίπου μία δεκάρα τον τενεκέ. Υπήρχε συνήθως ένας νερουλάς σε κάθε γειτονιά και είχε σταθερή πελατεία. Ο Σπύρος Λούης, καθώς και ο πατέρας του, ασκούσαν αυτό το επάγγελμα στο Μαρούσι. Την ίδια εκείνη περίοδο κάνει την εμφάνιση του κι ένας μικροπωλητής, ο μπάρμπα-Γιάννης ο κανατάς, που κυριάρχησε στη ζωή των Αθηναίων για μια εικοσαετία.

    Τρεις περιοχές διεκδικούν τον  μπάρμπα Γιάννη

    Τρεις περιοχές διεκδικούν τον τόπο κατοικίας του μπάρμπα Γιάννη. Οι πρώτοι λένε ότι κατοικούσε στην Πλάκα και  στην οδό Υπερείδου. Άλλοι λένε ότι έμενε στα νταμάρια του Στρέφη, στα Πυθαράδικα. Τέλος αρκετοί πιστεύουν ότι ο μπάρμπα Γιάννης ζούσε σε ένα μικρό διαμέρισμα, στην συμβολή των οδών Αθανασίου Διάκου και Καλλιρρόης. Είχε χάσει την γυναίκα του νέος και είχε αποκτήσει δυο κόρες. Ο ίδιος έλεγε πως καταγόταν από την Προύσα της Τουρκίας, ότι είχε πολεμήσει στον απελευθερωτικό αγώνα της Κρήτης του 1866 και ύστερα ήρθε στην Αθήνα.

    Ο Μπαρμπα – Γιάννης ο κανατάς σε σκίτσο του Θέμου Άννινου

     

    Αφού φόρτωνε το γαϊδουράκι του με τις στάμνες, γυρνούσε στους δρόμους της πόλης για να τις πουλήσει. Η παρουσία του δεν περνούσε απαρατήρητη στους περαστικούς. Μπορεί να ήταν ντυμένος με κουρέλια και ξυπόλητος, αλλά ήταν ψηλός και όμορφος. Είχε ξανθά μαλλιά και μουστάκι, φορούσε ψάθινο καπέλο και δεν δυσκολευόταν να πουλήσει τη πραμάτεια του στις Αθηναίες. Άλλωστε οι στάμνες του ήταν απαραίτητες σε όλα τα αθηναϊκά σπίτια, καθώς,  όπως είπαμε, την εποχή εκείνη δεν υπήρχε δίκτυο ύδρευσης.

    Η αυξημένη ζήτηση του επαγγέλματος του κανατά απέφερε κέρδη στον μπάρμπα-Γιάννη που του επέτρεψαν να ζει έναν παράλληλο βίο. Ο μπάρμπα-Γιάννης έγινε δημοφιλής στα αστικά σαλόνια. Μπορεί τις περισσότερες ημέρες της εβδομάδας να κυκλοφορούσε ξυπόλητος με το γαϊδουράκι του στους δρόμους της Αθήνας, αλλά τις Κυριακές μεταμορφωνόταν σε έναν καλοντυμένο αστό που πήγαινε βόλτα στους κεντρικούς δρόμους της πόλης μαζί με τους αριστοκράτες.

    Φορούσε ακριβό κοστούμι, καπέλο, είχε γυαλισμένα παπούτσια, κρατούσε μπαστούνι, είχε χρυσό ρολόι τσέπης και έκανε τον περίπατό του στην πόλη. Μετά την εκκλησία, πήγαινε στο Σύνταγμα, έκανε τη βόλτα στους κεντρικούς δρόμους και σύχναζε στο φημισμένο μεγαλοαστικό καφενείο «Η ωραία Ελλάς», που βρισκόταν στην οδό Αιόλου όπως και στο καφενείο «Σολώνειον». Κατά  το σούρουπο έκανε τον περίπατό του στην Πατησίων «όπου εγένετο τότε ο αριστοκρατικός περίπατος των Αθηναίων». Γρήγορα έγινε η χαρακτηριστικότερη φυσιογνωμία της Αθήνας. Ήταν ιδιαίτερα συμπαθής στο γυναικείο φύλο και είχε σχέσεις με πολλές αριστοκράτισσες.

    Ο δημοφιλής μπάρμπα-Γιάννης έγινε και λαϊκό τραγούδι

    Ο μπάρμπα-Γιάννης ήταν τόσο δημοφιλής που έγινε και λαϊκό τραγούδι. Ο Βαυαρός Ανδρέας Σάιλερ, αρχιμουσικός της στρατιωτικής μπάντας, αντέγραψε ένα ιταλικό τραγούδι που ήταν και εκείνο αντιγραφή από το Ισπανικό «Πριμαβέρα» και έβαλε τίτλο: «Μπάρμπα-Γιάννης κανατάς» Όταν ο μπάρμπα Γιάννης έκανε την καθιερωμένη του βόλτα τις Κυριακές στο Σύνταγμα, η στρατιωτική ορχήστρα που έπαιζε μουσική παρουσία του βασιλιά Γεωργίου, δεν παρέλειπε να παίζει και το τραγούδι του, μόλις τον έβλεπε. Εκείνος, σήκωνε το καπέλο του και τους χαιρετούσε!

    Ο Πέτρος Επιτροπάκης και η παρτιτούρα του “Μπαρμπα Γιάννη κανατά”

    Το 1933, ο τενόρος και συνθέτης Πέτρος Επιτροπάκης ανέσυρε από τη λήθη αυτό το παλιό τραγούδι, το διασκεύασε και το τραγούδησε σε μία λυρική και ταυτόχρονα χιουμοριστική εκτέλεση. Ο Επιτροπάκης εξέδωσε την παρτιτούρα στον Μουσικό Οίκο Γαϊτάνου και χτύπησε το τραγούδι σε δίσκο 78 στροφών στην εταιρεία «Οντεόν». Σε χρόνο ρεκόρ έγινε τεράστια επιτυχία, σε σημείο να ξεπεράσει το αθάνατο «Γελεκάκι» του Ολλανδέζου.

    Γραμμόφωνα, πιάνα και ρομβίες διασκέδαζαν τον κόσμο με τον γραφικό μπαρμπα Γιάννη, το ψηλό καπέλο του και τα μυτερά παπούτσια. Έτσι, η «Κολούμπια» κυκλοφόρησε και αυτή το τραγούδι, χρησιμοποιώντας τη διασκευή του Επιτροπάκη. Σε λίγους μήνες πούλησε 20.000 δίσκους, αλλά όταν ο Επιτροπάκης ζήτησε ποσοστά για τη χρήση της διασκευής του, η εταιρεία του δήλωσε ότι πρόκειται για παλιό τραγούδι και ότι δεν του αναγνωρίζει κανένα πνευματικό δικαίωμα. Ο Επιτροπάκης, που, εκτός από μεγάλος καλλιτέχνης, ήταν και γέννημα θρέμμα του Ψυρή, έκανε αίτηση συντηρητικής κατάσχεσης κατά της Κολούμπια για 50.000 δραχμές αφού, όπως έλεγε, εκείνος διασκεύασε και παρουσίασε το τραγούδι, συνεπώς ήταν ιδιοκτησία του.

    Από εφημερίδα της εποχής

    Εμφανίστηκε λοιπόν, τον Ιανουάριο 1934, με γραμμόφωνο στο δικαστήριο και με μάρτυρες σπουδαίους ανθρώπους της μουσικής, όπως ο μουσουργός Διονύσιος Λαυράγκας και ο μουσικοσυνθέτης Μανώλης Καλομοίρης. Οι τελευταίοι, αλλά και άλλοι μουσικοί, κατέθεσαν ότι η μελωδία ήταν μεν παλιά ιταλική, εμπνευσμένη από ένα ακόμα παλιότερο ισπανικό κομμάτι, αλλά η σύγχρονη μορφή του τραγουδιού οφειλόταν στη διασκευή του Επιτροπάκη.

    Στο τέλος, στο δικαστήριο εμφανίστηκε και ένας υπαίθριος οργανοπαίχτης, ο Σάιλερ, του οποίου ο πατέρας όπως είπαμε είχε αντιγράψει και μεταφέρει το  Ιταλικό τραγούδι  σε αυτό του Μπάρμπα Γιάννη. Και ο Σάιλερ είπε πως ο πατέρας του είχε βασιστεί στη μουσική του ιταλικού τραγουδιού αλλά τα λόγια όπως έφθασαν σ’ εμάς γεννήθηκαν από τον Πωλ Μενεστρέλ και εκδόθηκαν σε μουσικά κομμάτια του Γαϊτάνου. Κατόπιν τούτων το δικαστήριο δικαίωσε τον Επιτροπάκη, ο οποίος έκτοτε έπαιρνε κανονικά τα δικαιώματά του από την εταιρεία.

    Η μυστηριώδης εξαφάνιση του μπάρμπα-Γιάννη

    Ύστερα από είκοσι χρόνια παραμονής στην Αθήνα, ο όμορφος κανατάς δεν κυκλοφόρησε ξανά στους δρόμους της. Ο μπάρμπα Γιάννης έφυγε ξαφνικά περίπου το 1880. Η πιθανότητα να πέθανε και, καθώς ήταν φτωχός κι ανύπαντρος, να πέθανε μόνος, δεν ικανοποιούσε το λαϊκό αίσθημα. Το γεγονός πως εξαφανίστηκε την ίδια περίοδο που έληξε ο ρωσο-τουρκικός πόλεμος το 1878, προκάλεσε ερωτήματα σχετικά με την αληθινή του ταυτότητα.

    Κυκλοφόρησε η φήμη ότι είχε έρθει στην Αθήνα παριστάνοντας τον κανατά, ενώ στην πραγματικότητα ήταν Βούλγαρος πράκτορας, που κατασκόπευε και εφοδίαζε το Κομιτάτο με πληροφορίες. Μετά το Συνέδριο του Βερολίνου, η αποστολή του τελείωσε κι έφυγε από την Αθήνα. Τελευταία φορά που τον είδαν ήταν στην Πάτρα. Η πραγματική του ταυτότητα και ο λόγος που έφυγε τόσο ξαφνικά δεν μαθεύτηκαν ποτέ. Κανείς δεν γνώριζε παραπάνω πληροφορίες, ούτε καν το επίθετό του.

    «Τα Δημώδη Τραγούδια του Μπάρμπα-Γιάννη»

    Κάποια χρόνια αργότερα, ένας συντάκτης της εφημερίδας “Ανεξάρτητος” ανακάλυψε στο βιβλιοπωλείο του Λαδά, ένα δεκαεξασέλιδο τεύχος με τίτλο «Τα Δημώδη Τραγούδια του Μπάρμπα-Γιάννη». Ήταν  ποιήματα που είχε γράψει, προλογίσει και εκδώσει ο ίδιος ο μπάρμπα-Γιάννης το 1873. Στον πρόλογο έγραφε:

    «Πιστεύω ότι δια τούτο δεν κατηγορούμαι, ότι δηλαδή τας μεν εργασίμους ημέρας τρέχω με ποταπήν ενδυμασίαν, τας δε εορτάς ενδύομαι ως άλλος λόρδος, αλλ’ επαινούμαι μάλιστα, διότι δεν κάθημαι εις τα καφενεία ούτε τρέχω εις τας θύρας των υπουργείων να ζητώ βοηθήματα, αν και από οικογένειαν σημαντικήν είμαι της Προύσης, αν και χάριν της ελευθερίας παραιτήσας πλούτη και δόξας έτρεξα εις την απελευθέρωσιν της ατυχούς Κρήτης, εξοδεύσας εκεί ουκ ολίγα· επροτίμησα δε να τρέχω με τον γάιδαρον πωλών στάμνας και τραγουδών τους ύμνους μου, παρά να γίνομαι φόρτωμα της πτωχής Ελλάδος». Στο τέλος ο Μπάρμα Γιάννης αφιέρωσε την ποιητική συλλογή του στην «ευγενεστάτην και φιλόμουσον κ. Αικατερίνη Παναγιωτοπούλου και εις όλους τους ευπόρους Έλληνας».

    Η Οικογένεια Παναγιωτόπουλου στο Λαμπίρι Αιγαίου

    Η Αικατερίνη Παναγιωτοπούλου ήταν Αιγιώτισσα, σύζυγος του Σωτήρη Παναγιωτόπουλου, πλούσιου σταφιδέμπορα του Αιγίου. Μετά τον θάνατο του συζύγου της ασχολήθηκε με την πολιτική και την επιχείρηση της σταφίδας. Όταν ξέσπασε η Κρητική Επανάσταση του 1866, χιλιάδες πρόσφυγες από την Κρήτη κατέφυγαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Στο Αίγιο κατέφυγαν πρόσφυγες από τον Κίσσαμο. Η Παναγιωτοπούλου φρόντισε τη διατροφή και την ένδυσή τους και πήρε κοντά της τους πιο αδύναμους. Αυτή τη γυναίκα λένε ότι είχε ερωτευτεί ο μπάρμπα Γιάννης και της αφιέρωσε την ποιητική του συλλογή. Ίσως πάλι να το έκανε μήπως και του δώσει κάποιο βοήθημα.

    Τα χρόνια πέρασαν, αλλά η παρουσία του μπάρμπα-Γιάννη στην Αθήνα δεν ξεχάστηκε. Το 1957 η ζωή του ενέπνευσε το σενάριο της ταινίας  «Ο μπάρμπα-Γιάννης Κανατάς», που αν και έχει διάρκεια μόνο μία ώρα και δέκα λεπτά,  παίζεις σε αυτή όλο το ελληνικό θέατρο και ο κινηματογράφος της εποχής: Βασίλης Αυλωνίτης, Νίκος Κούρκουλος, Αλέκος Αλεξανδράκης, Κατερίνα Χέλμη, Στέλλα Στρατηγού, Αλέκα Παϊζη, Σταύρος Ξενίδης, Ανδρέας Ντούζος, Νίκος Σταυρίδης, Στέφανος Ληναίος, Ταϋγέτη Μπασούρη.   

    Ο ΙΣΠΑΝΟΣ

    Ακούστε: Το τραγούσι «Μπαρμπα Γιάννης, κανατάς» από τον τενόρο Πέτρο Επιτροπάκη  https://www.youtube.com/watch?v=uP1gcsOgHBk&t=1s

    Δείτε:  Την ταινία του 1957, «Ο μπάρμπα-Γιάννης Κανατάς» https://www.youtube.com/watch?v=uA1OVNBg14E

     

     

     

     

     

    Καμία δημοσίευση για προβολή