Οι στρατηγικές συμμαχίες στο “πλευρό” των ελληνικών εταιριών καλλυντικών

Οι ελληνικές εταιρείες καλλυντικών επιχειρούν να βελτιώσουν τη θέση τους προχωρώντας σε στρατηγικές συμμαχίες με ξένους επενδυτές αλλά και σημαντικές μετοχικές αλλαγές.

Αν και οι αγορές του εξωτερικού δίνουν πολλές υποσχέσεις για σημαντική ανάπτυξη, τα πράγματα στην αντίστοιχη ελληνική παραμένουν πιο προσγειωμένα. Εξάλλου, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Cosmetics Europe, η μέση ετήσια κατά κεφαλή κατανάλωση καλλυντικών (σε τιμές λιανικής) το 2017 στην Ε.Ε. ανέρχεται σε 125 ευρώ, με την Ελλάδα να υπολείπεται σημαντικά του μέσου όρου (79 ευρώ / ατομική καταναλωτική δαπάνη). Την πρωτιά έχουν οι Ελβετοί με 230 ευρώ και ακολουθούν οι Νορβηγοί (229 ευρώ), οι Σουηδοί (197 ευρώ) και οι Βέλγοι (173 ευρώ). Χαμηλότερη ατομική δαπάνη σε σχέση με τους Έλληνες εμφανίζουν μόνο οι Ούγγροι (74 ευρώ), οι Τσέχοι (69 ευρώ), οι Βούλγαροι (65 ευρώ) και οι Ρουμάνοι (54 ευρώ)!

Παρ’ όλα αυτά, τα τελευταία χρόνια ο κλάδος, που πλέον μετρά 123 μικρομεσαίες επιχειρήσεις, έχει βρει στήριξη μέσω του καναλιού πωλήσεων των σούπερ μάρκετ, των φαρμακείων, αλλά και των ηλεκτρονικών καταστημάτων.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΠΣΒΑΚ, τα σούπερ μάρκετ ήταν πέρυσι το κυρίαρχο κανάλι διανομής των προϊόντων στη χώρα, με ποσοστό 41,3% επί του συνόλου των πωλήσεων. Τα φαρμακεία έφτασαν στο 26,1%, ενώ οι αγορές μέσω ηλεκτρονικών καταστημάτων στο 4,9%, όταν το 2011 ήταν 2,5%.

[more]

Σε κάθε περίπτωση, τα νούμερα εξακολουθούν να είναι μικρά σε σχέση με τον παγκόσμιο ανταγωνισμό – είναι ενδεικτικό ότι η Ελλάδα σήμερα κατέχει μόλις τη 19η θέση μεταξύ 30 ευρωπαϊκών χωρών σε εξαγωγές καλλυντικών. Συγκριτικά, η Γαλλία πέρυσι εξήγαγε προϊόντα ύψους 13,31 δισ. ευρώ, η Γερμανία 7,49 δισ. και η Ιταλία 4,52 δισ. ευρώ.

Οι συμφωνίες που αλλάζουν τον χάρτη του κλάδου

Η Κορρές, μετά τη μεταβίβαση του ελέγχου του 70% των μετοχών της στη Morgan Stanley Private Equity Asia και την Profex, συμφερόντων του επιχειρηματία Παύλου Κοντομίχαλου, που ειδικεύεται στη διανομή καλλυντικών προϊόντων στην Κίνα, ξεκινά εκ νέου προσπάθεια διείσδυσης στην κινεζική αγορά, κάτι που θα γίνει αρχικά μέσω Χονγκ Κονγκ, αλλά και ηλεκτρονικών καταστημάτων.

Πέραν της Κίνας βέβαια ο όμιλος επικεντρώνεται και στην περαιτέρω ανάπτυξη των υφιστάμενων στρατηγικών αγορών του, όπως η Αμερική, η Γερμανία, η Νορβηγία και η Αγγλία. Το 2017 ο τζίρος του είχε αυξηθεί στα 55,9 εκατ. ευρώ, από 54,5 εκατ. το 2016, με τις ζημίες να περιορίζονται στα 2,4 εκατ. ευρώ.

Την ίδια ώρα η Apivita στην πρώτη της χρήση υπό τον μετοχικό έλεγχο της ισπανικής Puig κατάφερε να πετύχει αύξηση 7,92% στον ενοποιημένο κύκλο εργασιών του ομίλου, στα 40,5 εκατ. ευρώ. Ωστόσο ο όμιλος κατέγραψε ζημίες 7,66 εκατ. ευρώ, καθώς προχώρησε σε μαζικές προβλέψεις και απομειώσεις που είχαν σωρευτική επίπτωση στη χρήση, συνολικού ύψους 11,6 εκατ. ευρώ. Και τούτο με προφανή στόχο η νέα εποχή της εταιρείας να ξεκινήσει χωρίς αστερίσκους και βαρίδια.

Οι προσδοκίες από αυτή τη συμμαχία είναι πολλές, με δεδομένο ότι η ισπανική εταιρεία, με ιστορία άνω των 100 ετών, έχει παρουσία σε 150 χώρες και ελέγχει, μεταξύ άλλων, τους οίκους Nina Ricci και Jean Paul Gaultier, καθώς και τα σήματα Carolina Herrera, Paco Rabanne κ.τ.λ. Μάλιστα η διοίκηση της Apivita, που παραμένει υπό τον ιδρυτή της Νίκο Κουτσιανά, εκτιμά ότι η χρονιά θα κλείσει τόσο με βελτίωση των πωλήσεων όσο και των περιθωρίων λειτουργικών κερδών

[/more]

Από το newsroom του economico.gr

Περισσότερα νέα, ρεπορτάζ και αναλύσεις:ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ

Καμία δημοσίευση για προβολή