Παράταση της δημοσιονομικής χαλαρότητας ζητά η Γαλλία και ο Χρήστος Σταϊκούρας ( που βλέπει τα δημοσιονομικά ελλείμματα ) αισθάνεται ευτυχής

Μέτωπο Ελλάδας Γαλλίας για το Ταμείο Ανάκαμψης κόντρα στα
Οι υπουργοί Οικονομικών Ελλάδας καιΓαλλίας κ.κ. Σταϊκούρας και Λεμέρ

Οι επιπτώσεις της κρίσης της πανδημίας σε μια οικονομία σαν την δική μας εμφανίζονται ήδη στην οικονομία της χώρας.

  • Οι ελπίδες στηρίζονται τώρα στο χρόνο πλήρους επαναλειτουργίας της οικονομίας, στη βελτιωμένη διεθνή εικόνα και αξιοπιστία της χώρας μας και σε ένα πολύ ευρύ και συγκροτημένο πρόγραμμα στήριξης της οικονομίας, μέσα από ένα τριπλό κύμα μέτρων (18/3, 30/3, 20/5). Βεβαίως και στο περιθώριο που δίνει στην ελληνική οικονομία η “ρήτρα διαφυγής” από τους σκληρούς δημοσιονομικούς κανόνες που της έχουν επιβληθεί για τη μετά το μνημόνιο εποχή.

Ωστόσο η συζήτηση στις Βρυξέλλες για το άν η υφιστάμενη έκτακτη χαλαρότητα στους δημοσιονομικούς κανόνες θα πρέπει να συνεχιστεί και μετά το τέλος του 2020 έχει ανάψει, κάτι που η Αθήνα παρακολουθεί με προσοχή.

  • Το δικαίωμα των κρατών-μελών να προβαίνουν σε μέτρα στήριξης της οικονομίας για να αντιμετωπίσουν το πλήγμα που προκαλεί η πανδημία τουλάχιστον και το 2021 υποστηρίζει θερμά η Γαλλία. Και η Ελλάδα έχει να “κερδίσει” από μία παράταση της “χαλαρότητας” στο δημοσιονομικό πεδίο, για να μπορέσει αφενός να στηρίξει την οικονομία της και αφετέρου να υλοποιήσει ένα αναπτυξιακό πρόγραμμα που θα στηρίζεται και στη μείωση της φορολογίας, όπως έχει υποσχεθεί η κυβέρνηση.
Οι εκτιμήσεις της Κομισιόν  επιτρέπουν να αξιολογεί την Ελλάδα με αισιοδοξία και να “βαθμολογεί” θετικά την πορεία της συμμόρφωσης της οικονομίας της  με τα κριτήρια που έχουν τεθεί στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής εποπτείας. Ωστόσο δεν είναι βέβαιο ότι θα της επέτρεπε μια μονομερή παράταση της “ρήτρας διαφυγής”, αν αυτό δεν ισχύσει για όλους. Γι’ αυτό και η Γαλλική πρόταση είναι μια διέξοδος για την ελληνική οικονομία το 2021.
Ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας ευελπιστεί σε κάποιες χαλαρώτερες   δημοσιονομικές προσεγγίσεις. Και η πρόταση της Γαλλίας – έστω και αν δεν έχει μπει ακόμα στο τραπέζι των συζητήσεων – τον κάνει … ευτυχή. “Θα ζητήσουμε τον δημοσιονομικό χώρο που πρέπει το 2021 ανάλογα με τις ανάγκες της οικονομίας”, ανέφερε σε συνέντευξή του. Άλλωστε κανείς δεν μπορεί να ξέρει την ένταση και την έκταση της δημοσιονομικής κρίσης. Ούτε οι Βρυξέλλες…

Οι εκτιμήσεις της Κομισιόν για την Ελλάδα

Η Ελλάδα, ως χώρα με ιδιαίτερα υψηλό χρέος ανεξάρτητα από την “αναστολή” της Ενισχυμένης Εποπτείας, παραμένει πάντα στο “παρατηρητήριο” των Βρυξελλών. Οι εκτιμήσεις της Κομισιόν κινούνται “μια στο καρφί και μια στο πέταλο”.

Στην έκθεση της Κομισιόν για την Ελλάδα (δημοσιεύτηκε την περασμένη εβδομάδα):

  • Γίνεται η εκτίμηση ότι “το ΑΕΠ θα μειωθεί κατά 9,7% το 2020.
  • Εκφράζεται ο φόβος ότι οι, κρίσιμες για την οικονομία, υπηρεσίες τουρισμού και ναυτιλίας αναμένεται να υποστούν ισχυρό πλήγμα
  • Αναμένεται αύξηση της ανεργίας , η οποία συνδιάζεται με περαιτέρω συμπίεση της εγχώριας ζήτησης.
  • Οι μακροοικονομικές προοπτικές χαρακτηρίζονται από εξαιρετική αβεβαιότητα σχετικά με τη διάρκεια της πανδημίας και τον οικονομικό της αντίκτυπο.
  • Γίνεται αναφορά στο συνολικό μέγεθος των μέτρων το οποίο – πριν το τελευταίο πακέτο –  εκτιμάται ότι θα ανέλθει στο 10,5% του ΑΕΠ με εκτιμώμενο αντίκτυπο στο έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης ίσο με 3,7% του ΑΕΠ.
  • Αυτή η παρέμβαση του δημοσίου ανακουφίζει τη στιγμή αυτή επιχειρήσεις και νοικοκυριά, αλλά είναι σίγουρο πως θα δημιουργήσει δυσκολίες κατά την επαναφορά -μετά την κρίση- στην μεσοπρόθεσμη οικονομική θέση που επεδίωκε η χώρα πριν την παρούσα κρίση.
  • Το χρέος, “παρά τους κινδύνους, παραμένει βιώσιμο μεσοπρόθεσμα στην Ελλάδα, συμπέρασμα που λαμβάνει υπόψη σημαντικούς ελαφρυντικούς παράγοντες (συμπεριλαμβανομένου του προφίλ του χρέους και του μεγάλου μεριδίου των δανείων του “επίσημου τομέα” με πολύ χαμηλά επιτόκια)”.

Στα θετικά, αναφέρεται πως το προηγούμενο χρόνο “η Ελλάδα υλοποίησε σημαντικές μεταρρυθμίσεις με στόχο την αύξηση της αποδοτικότητας του ελληνικού δημόσιου τομέα, την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της κοινωνικής πολιτικής, την προώθηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και την περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας του επιχειρηματικού περιβάλλοντος.

Σε ό,τι αφορά τον χρηματοπιστωτικό τομέα, η έκθεση παρατηρεί “κάποια πρόοδο” στις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για την εκκαθάριση του αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων. Οι αρχές ακολούθησαν επίσης ένα ευρύτερο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, για παράδειγμα στον τομέα της καλής νομοθέτησης, της ψηφιακής διακυβέρνησης και της εκπαίδευσης”.

Καμία δημοσίευση για προβολή