Πέντε οικονομολόγοι κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τα προβλήματα της Ελληνικής Οικονομίας

Μπορεί η κυβέρνηση να διαφημίζει την επιστροφή στην «κανονικότητα», αλλά στην πραγματικότητα, η πορεία της χώρας το 2019 κάθε άλλο παρά στρωμένη με ροδοπέταλα είναι.

Αντιθέτως, σειρά σοβαρών κινδύνων απειλεί όχι μόνο να «προσγειώσει» τα όνειρα της άμεσης επιστροφής σε υψηλά επίπεδα ευημερίας, αλλά ακόμη και να προκαλέσει νέα κρίση, με απρόβλεπτη έκβαση.  Τι λένε λοιπόν πέντε οικονομολόγοι για τα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει η Ελληνική οικονομία την επόμενη χρονιά.

Φραγκίσκος Κουτεντάκης – Συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους

Ένας κίνδυνος που έχει προκύψει και θα μας απασχολήσει το επόμενο διάστημα είναι η ανταγωνιστική σχέση που διαμορφώνεται μεταξύ συνταγματικής νομιμότητας και δημοσιονομικής σταθερότητας.

Η διάκριση των εξουσιών που ισχύει σε κάθε δημοκρατική χώρα συνοψίζεται ως εξής: Το Κοινοβούλιο ασκεί τη νομοθετική εξουσία μέσω των νόμων που ψηφίζει. Οι νόμοι ελέγχονται ως προς τη συνταγματικότητά τους από τη δικαστική εξουσία. Νόμοι που κρίνονται αντισυνταγματικοί δεν εφαρμόζονται από την εκτελεστική εξουσία. Αυτό το σχήμα της διάκρισης των εξουσιών ισχύει και για τη δημοσιονομική πολιτική, που από το 2009 μέχρι σήμερα, μέσω νόμων που ψηφίστηκαν στο ελληνικό Κοινοβούλιο, έχει μειώσει τις πρωτογενείς δαπάνες κατά 37 δισ. ευρώ, σχεδόν 20% του σημερινού ΑΕΠ. Κάποιοι από αυτούς του νόμους έχουν ήδη κριθεί αντισυνταγματικοί από τη δικαστική εξουσία, ενώ εκκρεμούν ακόμα πολλές προσφυγές.

Προκύπτουν, λοιπόν, κάποια εύλογα ερωτήματα για τις συνέπειες της συνταγματικής συμμόρφωσης της δημοσιονομικής πολιτικής. Τι συμβαίνει όταν το δημοσιονομικό βάρος της συμμόρφωσης υπερβαίνει κατά πολύ τις δυνατότητες του προϋπολογισμού; Και πώς θα πρέπει να καλυφθεί αυτό το βάρος; Με νέο δανεισμό και αύξηση του δημόσιου χρέους ή με αντισταθμιστικά μέτρα που θα επιβαρύνουν άλλες κοινωνικές ομάδες και κινδυνεύουν να κριθούν και αυτά αντισυνταγματικά; Ή μήπως να επιμείνουμε στη συνταγματικότητα με κάθε κόστος, ακόμα κι αν το κόστος είναι μία ακόμα χρεοκοπία του ελληνικού κράτους;

Σε αυτά τα ερωτήματα δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις, όμως η διαχείρισή τους αποτελεί σημαντική εστία αβεβαιότητας. Η διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης είναι ευκαιρία να αναζητηθεί, σε ανοικτό δημόσιο διάλογο, μια ισορροπημένη σχέση μεταξύ συνταγματικής νομιμότητας και δημοσιονομικής σταθερότητας.

Πάνος Τσακλόγλου – Καθηγητής ΕΚΠΑ

[more]

Η Ελλάδα έχει βγει από το κάδρο των πηγών διεθνών κινδύνων. Οι κίνδυνοι που υπάρχουν μπορεί να έχουν εξωτερική ή εσωτερική προέλευση. Και στις δύο προελεύσεις διακρίνονται κίνδυνοι που μπορεί να έχουν πεδίο γέννησης τον οικονομικό και τον πολιτικό χώρο με αυξανόμενο ρόλο στον τελευταίο.

Στο εξωτερικό πεδίο εντοπίζονται τέσσερις πιθανές πηγές κινδύνων: Ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ και Κίνας, με επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή ανάκαμψη. Η κανονικοποίηση της νομισματικής πολιτικής στις ΗΠΑ και στην Ε.Ε. Η αυξανόμενη αδυναμία του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου και του πολιτικού προσωπικού (ΗΠΑ, Ευρώπη, Λατ. Αμερική, Τουρκία κ.λπ.) να ανταποκριθεί στην περιπλοκότητα των προβλημάτων της καθοδικής φάσης του οικονομικού κύκλου και των μεγάλων γεωπολιτικών εξελίξεων (τεχνολογικές, πληθυσμιακές και γεωστρατηγικές μεταβολές). Εδώ θα πρέπει να εντάξουμε, για την Ελλάδα, και τις εντάσεις με τη γείτονα Τουρκία.

Στο εσωτερικό πεδίο εντοπίζονται τέσσερις πηγές κινδύνων: Ο υψηλής έντασης πολιτικός κύκλος (επανειλημμένες εκλογικές αναμετρήσεις) και το άνοιγμα χρόνιων ζητημάτων (ΠΔΓΜ). Η παρατηρούμενη εξ αντικειμένου υπέρβαση της αρμοδιότητας της δικαστικής εξουσίας, η οποία συσκοτίζει τις δυνατότητες της εκτελεστικής εξουσίας στη δημοσιονομική διαχείριση. Η καλλιέργεια ενός πνεύματος επιστροφής στην «κανονικότητα της ευημερίας», σε συνδυασμό με μια «ανακουφιστική» μεταρρυθμιστική στασιμότητα. Τέλος, η «ανάκαμψη χωρίς χρηματοπιστωτικό σύστημα» και ο αδύναμος κρίκος της οικονομίας, που είναι οι τράπεζες.

Πάνος Τσακλόγου – Καθηγητής Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών

Το μεγάλο ζητούμενο για την ελληνική οικονομία είναι να επιτύχει διατηρήσιμους και σχετικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια. Το εγχείρημα δεν είναι εύκολο και οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν είναι πολλοί. Κατά την άποψή μου πέντε είναι οι πλέον σημαντικοί – δύο εξωτερικοί και τρεις εσωτερικοί. Σε διεθνές επίπεδο, η πολιτική του προέδρου Τραμπ γίνεται όλο και πιο απρόβλεπτη και δεν αποκλείεται να δούμε κλιμάκωση των «εμπορικών πολέμων» των ΗΠΑ με πιθανά αντίμετρα από τις θιγόμενες χώρες. Ως συνέπεια θα έχουμε επιβράδυνση του διεθνούς εμπορίου, χαμηλότερους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης παγκοσμίως και χειροτέρευση των προοπτικών για τις ελληνικές εξαγωγές και την ελληνική οικονομία γενικότερα. Επιπροσθέτως, οι χρηματιστηριακές αγορές των ΗΠΑ έχουν καταγράψει μία ασυνήθιστα μακρά ανοδική τροχιά. Αν η διόρθωση του τελευταίου μήνα παραταθεί και ενταθεί στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, οι επιπτώσεις για την παγκόσμια οικονομία θα είναι αρνητικές, με προφανείς συνέπειες για τη χώρα μας.

Ως προς το εσωτερικό μέτωπο, η χώρα μπαίνει σε προεκλογική περίοδο και, με πρωτοβουλία της ίδιας της κυβέρνησης, η παροχολογία έχει ήδη ξεκινήσει. Αν, όπως φαίνεται πολύ πιθανό, αυτή η τάση συνεχιστεί και τους επόμενους μήνες, η δημοσιονομική σταθερότητα που με τόσο κόπο κατακτήθηκε μπορεί να τεθεί σε κίνδυνο.

Ταυτόχρονα, το πρόβλημα των κόκκινων δανείων οδεύει προς λύση, αλλά με μάλλον βραδείς ρυθμούς, ενώ η εμπιστοσύνη δεν έχει επιστρέψει και πολλές καταθέσεις παραμένουν εκτός τραπεζικού συστήματος. Ως αποτέλεσμα, η πιστωτική διαμεσολάβηση δεν λειτουργεί ικανοποιητικά, η χρηματοδότηση της οικονομίας είναι ανεπαρκής και οι αναπτυξιακές προοπτικές χειροτερεύουν.

Ο τελευταίος και πιθανότατα σοβαρότερος κίνδυνος έχει να κάνει με τις συνέπειες ενός ιδιότυπου δικαστικού ακτιβισμού που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια. Ουσιαστικά, πολλοί δικαστές αντί να περιορίζονται σε έλεγχο της νομιμότητας κυβερνητικών αποφάσεων προβαίνουν και σε έλεγχο της σκοπιμότητάς τους, ανατρέποντας συχνά την οικονομική πολιτική. Ηδη βλέπουμε την ίδια την κυβέρνηση να «κλείνει το μάτι» στους δικαστές για ανατροπή σειράς δημοσιονομικών μέτρων των προηγουμένων ετών. Αν αυτό επικυρωθεί σε ανώτατο δικαστικό επίπεδο, ένας νέος δημοσιονομικός εκτροχιασμός φαντάζει σχεδόν αναπόφευκτος.

Νίκος Βέττας – Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ

Η επόμενη χρονιά θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμη για το εάν η οικονομία θα τεθεί στην αρχή μιας αναπτυξιακής πορείας που θα μπορεί να είναι σταθερά, ακόμη και αν όχι έντονα, ανοδική ή εάν θα δημιουργηθούν συνθήκες για νέα κρίση λίγο αργότερα. Παρά τη σταθεροποίηση που καταγράφεται σε βασικούς δείκτες, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η οικονομία να κινηθεί ουσιαστικά αποκομμένη από διεθνή χρηματοδότηση.

Έτσι, με χαμηλό επίπεδο επενδύσεων και παραγωγικότητας και με υψηλές ανάγκες εξυπηρέτησης δημόσιων και ιδιωτικών χρεών, μπορεί να βρεθεί και πάλι στα πρόθυρα ανάγκης διάσωσης μέσω ενός νέου προγράμματος και θα πορεύεται με καθοδική κατανάλωση και ευημερία. Το αν ο κίνδυνος αυτός θα γίνει πραγματικότητα, θα εξαρτηθεί από τις πολιτικές εξελίξεις, μέσα από τον επερχόμενο εκλογικό κύκλο, σε συνδυασμό με το ευρωπαϊκό περιβάλλον.

Στους επόμενους μήνες, ο μεγαλύτερος κίνδυνος μπορεί να είναι άλλος. Να παρερμηνευθεί η ανάκαμψη, που πράγματι λαμβάνει χώρα, ως το τέλος της κρίσης. Και ότι υπάρχει η πολυτέλεια επιστροφής στην «κανονικότητα».

Ενώ η μείωση των άμεσων κινδύνων που συνεπάγονται η ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος και η συμφωνία για τη μεταμνημονιακή εποπτεία είναι χωρίς αμφιβολία σημαντική, αν η επιστροφή στην κανονικότητα σημαίνει επιστροφή στο εσωστρεφές και κρατικοδίαιτο πρότυπο ανάπτυξης που οδήγησε στην κρίση, ένα δεύτερο κύμα κρίσης θα είναι αναπόφευκτο. Μια τέτοια εξέλιξη, θα έπρεπε να είναι πραγματικά αδιανόητη, μετά τη δραματική πορεία της τελευταίας δεκαετίας και με δεδομένο το κόστος που υπέστησαν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις.

Τάσος Αναστασάτος – Επικεφαλής οικονομολόγος της Eurobank

Οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για το 2019 περιβάλλονται από κινδύνους εξωτερικούς και ενδογενείς. Οσον αφορά το εξωτερικό περιβάλλον, η παγκόσμια οικονομία και η οικονομία της Ευρωζώνης ειδικότερα έχουν περιέλθει σε ατραπό επιβράδυνσης, κυρίως λόγω της βαθμιαίας σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής, των εμπορικών πολέμων αλλά και λόγω περιφερειακών ζητημάτων. Η επιβράδυνση αυτή είναι αναπόφευκτο να επιδράσει αρνητικά στην εξωτερική ζήτηση για ελληνικά αγαθά και υπηρεσίες (τουρισμό και ναυτιλία), που ήταν και η βασικότερη κινητήρια δύναμη της έως τώρα ανάκαμψης. Η μεταβλητότητα ενισχύεται από ενδογενείς παράγοντες.

Οι διεθνείς επενδυτές παρατηρούν με προσοχή τις κινήσεις στην ελληνική οικονομική πολιτική για να διαγνώσουν εάν η έξοδος από τα προγράμματα προσαρμογής θα σημάνει απόπειρα αντιστροφής μεταρρυθμίσεων και άρα επιδείνωση της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας, ή όχι. Επιπλέον, αξιολογούν εάν ο περιορισμένος, δημοσιονομικός χώρος αξιοποιείται σε χρήσεις με υψηλό αναπτυξιακό αποτύπωμα (κυρίως μειώσεις βασικών φόρων) ή σε διανεμητικές πολιτικές.

Η γενναιοδωρία της προεκλογικής ρητορικής δημιουργεί αβεβαιότητα. Xώρες όπως η Ελλάδα, οι οποίες θεωρούνται από τις αγορές ότι έχουν πιο ευαίσθητα θεμελιώδη μεγέθη, θα είναι οι πρώτες οι οποίες θα βιώσουν αναταράξεις. Κατά τούτο, ο βασικός κίνδυνος για το 2019 είναι να θεωρήσει η διεθνής επενδυτική κοινότητα ότι η Ελλάδα είναι μια μη μεταρρυθμίσιμη και άρα μη επενδύσιμη χώρα. Είναι κρίσιμο αυτός ο κίνδυνος να αποσοβηθεί, διότι χωρίς ξένες επενδύσεις, δεν μπορεί να υπάρξει δυναμική ανάκαμψη, βιώσιμη μείωση της ανεργίας και αντιστροφή του brain drain.

Πηγή: Καθημερινή (Ρεπορτάζ: Ειρήνη Χρυσολωρά)

[/more]

 

Περισσότερα νέα, ρεπορτάζ και αναλύσεις:ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ

 

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο

Καμία δημοσίευση για προβολή