Ποιες κατηγορίες συνεπών δανειοληπτών βρίσκονται αντιμέτωποι με μεγάλες επιβαρύνσεις. Η πολιτική των τραπεζών

Ποιες κατηγορίες συνεπών δανειοληπτών βρίσκονται αντιμέτωποι με μεγάλες επιβαρύνσεις

Μία σημαντική κατηγορία δανειοληπτών και μάλιστα, εξ αυτών που με θυσίες και κόπους κατάφεραν να μην “κοκκινήσουν” την προηγούμενη δύσκολη δεκαετία και εξυπηρετούν μέχρι σήμερα κανονικά τα δάνειά τους, είναι αυτοί που καλούνται να σηκώσουν το βάρος των υψηλών επιτοκίων.

Ποιοι βρίσκονται αντιμέτωποι με δυσβάστατες αυξήσεις επιτοκίων

Πρόκειται για όσους πήραν στεγαστικό δάνειο με υψηλότερο περιθώριο (spread) της τάξης του 4%, κυρίως μετά το 2011 έως και το 2019. Οι περισσότεροι αυτών των δανειοληπτών δεν ρύθμισαν τις οφειλές τους με χαμηλότερο περιθώριο, όπως συνέβη με τους περισσότερους που κοκκίνισαν τα δάνειά τους κατά τη διάρκεια της κρίσης και έτσι σήμερα επωμίζονται διπλό βάρος, καθώς πληρώνουν όχι μόνο αυξημένο κόστος, αλλά και το κόστος της ασυνέπειας όσων επαναδιαπραγματεύτηκαν τη δανειακή τους σύμβαση με την τράπεζα και πέτυχαν καλύτερους όρους.

Τα περιθώρια στα στεγαστικά δάνεια έφθασαν το 4%-4,5% στην κορύφωση της προηγούμενης οικονομικής κρίσης, όταν οι τράπεζες αντιμέτωπες με κόκκινες οφειλές ύψους άνω των 100 δισ. ευρώ, είχαν κλείσει την κάνουλα της ρευστότητας.

Την περίοδο εκείνη για τους τολμηρούς που επιχείρησαν την αγορά κατοικίας, τα επιτόκια αυτά δεν έδειχναν απαγορευτικά, καθώς εφαρμόζονταν σε αρνητικό euribor και έτσι το τελικό επιτόκιο φαινόταν προσιτό.

Πλέον μετά την άνοδο του euribor στο 2%, το μέσο επιτόκιο για αυτά τα δάνεια φθάνει το 5,5%-6%, επίπεδο που είναι διπλάσιο της Ευρωζώνης και σίγουρα ακριβό για την αγορά κατοικίας.

Οι συνεπείς δανειολήπτες σηκώνουν το μεγαλύτερο βάρος

Παρά το γεγονός ότι η προοπτική το euribor να φθάσει το 3% εκτινάσσει το κόστος εξυπηρέτησης για όλα τα δάνεια που έχουν κυμαινόμενο επιτόκιο, το κυριότερο βάρος επωμίζονται όσοι ήταν μέχρι σήμερα συνεπείς, αφού είναι αυτοί που εκτός από την άνοδο του euribor επιβαρύνονται και με υψηλότερο περιθώριο.

Ετσι για ένα δάνειο π.χ. 100.000 ευρώ που δόθηκε το 2014 με επιτόκιο 3,5% και σήμερα έχει αυξηθεί στο 5,5% και έχει διάρκεια αποπληρωμής τα 20 χρόνια, η δόση έχει αυξηθεί σε σχέση με τον Ιούλιο από τα 586,14 ευρώ στα 694,68 ευρώ και θα φθάσει έως και τα 752,65 ευρώ τους προσεχείς μήνες –εφόσον το euribor αυξηθεί στο 3%– ανεβάζοντας το κόστος κατά 108,54 ευρώ έως και 166,5 ευρώ σε περίπτωση περαιτέρω ανόδου των επιτοκίων.

Η επιβάρυνση στη μηνιαία δόση από τη μέχρι σήμερα άνοδο του euribor φθάνει στα 174 ευρώ, όταν το ίδιο δάνειο αποπληρώνεται στα 30 χρόνια και προβλέπεται να αυξηθεί έως τα 238,59 ευρώ εντός του 2023 όταν το euribor θα φθάσει το 3%.

Η πολιτική των τραπεζών 

Η πολιτική των τραπεζών, που σύμφωνα με αρμόδια τραπεζικά στελέχη περιορίζεται από τους εποπτικούς κανόνες, έχει βγάλει από το κάδρο του προβληματισμού τη συγκεκριμένη κατηγορία και ακόμη και κάποια προγράμματα που ίσχυσαν για τους συνεπείς δανειολήπτες εν μέσω της προηγούμενης κρίσης αποσύρθηκαν σιωπηρώς.

Ετσι μεγαλώνει όχι μόνο το κόστος εξυπηρέτησης, αλλά και η δυσαρέσκεια για όσους είναι συνεπείς και οι οποίοι, παρά τις αλλεπάλληλες κρίσεις απέφυγαν να ρυθμίσουν τις οφειλές τους μία, δύο ή ακόμη και τρεις φορές.

Αντίστοιχα, απροθυμία και σίγουρα όχι ισχυρή παρότρυνση διαπιστώθηκε από τις τράπεζες να εντάξουν αυτή την κατηγορία των δανειοληπτών σε προγράμματα σταθερού επιτοκίου, όταν αυτή η κατηγορία των επιτοκίων ήταν ακόμη φθηνή.

Η αγωνία κορυφώνεται 

Το γεγονός ότι, με βάση την εικόνα που μεταφέρουν οι ίδιες οι τράπεζες, η αγωνία για τις δυνατότητες αλλαγής επιτοκίου κορυφώνεται το τελευταίο διάστημα όσο τα επιτόκια συνεχίζουν να ανεβαίνουν και τα αιτήματα μετατροπής από κυμαινόμενο σε σταθερό αυξάνονται, επιβεβαιώνει ότι τα αντανακλαστικά των συνεπών δανειοληπτών αποδείχθηκαν ετεροχρονισμένα.

Πολύ περισσότερο όμως δείχνει ότι το τραπεζικό σύστημα, παρά το γεγονός ότι η μετατροπή αυτή είναι εφικτή χωρίς σημαντικό κόστος για τον δανειολήπτη, δεν λειτούργησε προληπτικά. Ετσι τα σταθερά επιτόκια που κυριάρχησαν στην αγορά κυρίως τα δύο τελευταία χρόνια αξιοποιήθηκαν ως εργαλείο για την προσέλκυση νέας πελατείας και όχι ως γραμμή άμυνας για τους συνεπείς πελάτες.

Γιατί εξαιρούνται από τη συζήτηση μεταξύ ΥΠΟΚ και τραπεζών 

Να σημειωθεί ότι οι δανειολήπτες αυτοί εξαιρούνται και από τη συζήτηση που έχει ανοίξει με πρωτοβουλία του υπουργείου Οικονομικών για τη στήριξη των ευάλωτων νοικοκυριών, καθώς κατά κανόνα ξεφεύγουν των αυστηρών κριτηρίων που θέτει ο νόμος για όσους θεωρούνται ευάλωτοι.

Ετσι εναλλακτική λύση παραμένει η επιμήκυνση της διάρκειας του δανείου τους, που θα τους επιβαρύνει με υψηλότερους τόκους.

Οι τράπεζες αντιτείνουν και είναι γεγονός ότι πολλοί από αυτούς τους δανειολήπτες είχαν ενταχθεί στο πρόγραμμα «Γέφυρα 1» για την προστασία της πρώτης κατοικίας που εφαρμόστηκε λόγω της πανδημίας και ίσχυσε για ένα χρόνο μετά τα οριζόντια μορατόρια και τις αναστολές δανείων που εφάρμοσαν οι τράπεζες με παρότρυνση της ΕΚΤ.

Ο κίνδυνος για τα συγκεκριμένα δάνεια 

Το γεγονός ότι οι συνεπείς βγαίνουν από ένα καθεστώς αυξημένης προστασίας που ίσχυσε τα τελευταία δύο χρόνια και πλέον μπαίνουν στα βαθιά νερά της αβεβαιότητας που δημιουργεί η άνοδος των επιτοκίων, αλλά και η επιμονή του πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα, ενισχύει τον προβληματισμό για την τύχη αυτών των δανείων.

Επιπλέον δεν μειώνει τον κίνδυνο τα δάνεια αυτά, που είναι και το καλύτερο κομμάτι του χαρτοφυλακίου των τραπεζών, να βρεθούν υπό πίεση, κάτι που θα είχε όχι μόνο πρακτικές αρνητικές συνέπειες, όπως η αθέτηση πληρωμής, αλλά κυρίως ηθικές, ειδικά σε αυτήν την περίοδο όπου η συζήτηση για τον ρόλο του τραπεζικού συστήματος επανέρχεται στον δημόσιο διάλογο με έντονο τρόπο.

Με πληροφορίες από την Καθημερινή της Κυριακής

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο

Καμία δημοσίευση για προβολή