Ρήγματα και σεισμικότητα Κορινθιακού (+ΒΙΝΤΕΟ)- Κων/νος Αθ. Οικονόμου

Ρήγματα και σεισμικότητα Κορινθιακού [+ΒΙΝΤΕΟ] 

Κων/νος Αθ. Οικονόμου

 Η Κορινθιακή τάφρος αποτελεί τμήμα του συστήματος του Ελληνικού τόξου και ο σχηματισμός της θεωρείται αποτέλεσμα της διαστολής που υφίσταται η μικροπλάκα του Αιγαίου λόγω της καταβύθισης της Αφρικανικής πλάκας κάτω από αυτήν1. Η Κορινθιακή τάφρος αναπτύσσεται μπροστά [Β.] από το ηφαιστειακό τόξο του Αιγαίου, σε μια περιοχή που χαρακτηρίζεται ως μία από τις περισσότερο ενεργές περιοχές διαστολής, παγκοσμίως. Η διαστολή του Αιγαίου θεωρείται ότι συντελείται από τη Μειόκαινο γεωλογική περίοδο και ακολούθησε τη μετακίνηση του συστήματος δημιουργίας των ορέων από την κεντρική προς τη δυτική Ελλάδα2.

Ο σημερινός ρυθμός διαστολής της Αιγιακής μικροπλάκας είναι ταχύτατος και υπολογίζεται σε 30 mm/έτος συγκριτικά ως προς την Ευρασιατική πλάκα. Οι δυνάμεις που είναι υπεύθυνες για τη διαστολή, εξακολουθούν να αποτελούν θέμα έντονης επιστημονικής συζήτησης.

Επικρατέστερες αντιλήψεις προτείνουν ως κινητήρια δύναμη της διαστολής (α) την προς νότο υποχώρηση της επωθούμενης πλάκας λόγω κατάρρευσής της, προς την τάφρο καταβύθισης3 και (β) την πλευρική εξώθηση που προκαλεί η προς τα δυτικά μετανάστευση της πλάκας της Ανατολίας κατά μήκος του ρήγματος της Βόρειας Ανατολίας4.

Πολλοί επιστήμονες επισημαίνουν ότι απαιτείται συνδυασμός των παραπάνω δυνάμεων προκειμένου να εξηγηθεί η παρατηρούμενη διαστολή στο νοτιοδυτικό τμήμα της Αιγιακής μικροπλάκας. Η συνδυαστική δράση των παραπάνω δυνάμεων για τη διαστολή της Κορινθιακής τάφρου οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για μια μεγάλης κλίμακας λεκάνης διαστολή. 

Στη διάρκεια της γεωλογικής εξέλιξης της Κορινθιακής τάφρου, η συνολική διαστολή που συσσωρεύτηκε στον Κορινθιακό κόλπο δημιούργησε μια βαθιά μορφολογική τάφρο, η οποία καλύπτεται από θάλασσα και τέμνει κάθετα την Αλπικής ηλικίας οροσειρά της Πίνδου.

Η ιστορική (από το 480 π.χ.) και η σύγχρονη, ενόργανα καταγεγραμμένη, σεισμικότητα επιβεβαιώνουν ότι η Κορινθιακή τάφρος αποτελεί μια από τις περισσότερο ενεργείς περιοχές στο κόσμο. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ό,τι τα τελευταία 110 χρόνια, δέκα (10) ισχυροί σεισμοί με μέγεθος μεγαλύτερο από Ms=6.2 και μικρό εστιακό βάθος (<15 km) έχουν καταγραφεί στο Κορινθιακό κόλπο, με πιο πρόσφατο καταστροφικό σεισμό, τον Ιούνιο του 1995 στο Αίγιο, μέγεθος Ms=6.2.

Γεωλόγοι, επαναμετρώντας το 1988 τη θέση παλαιών γεωδαιτικών σταθμών (εγκατεστημένων μεταξύ του 1890 και 1900) κατά μήκος των περιθωρίων του Κορινθιακού κόλπου, υπολόγισαν το μέσο ρυθμό διάνοιξης σε 10 mm/έτος! Ο ρυθμός αυτός κατατάσσει τον Κορινθιακό κόλπο ως τη δεύτερη ταχύτερα διανοιγόμενη τάφρο στο κόσμο[!!!], μετά τη λεκάνη Woodlark στον Ειρηνικό ωκεανό και αντιστοιχεί περίπου στο ένα τρίτο (1/3) του συνολικού ρυθμού διαστολής του Αιγαίου5.

Ο σημερινός ρυθμός διαστολής στα δυτικά υπολογίζεται 15+/-2 mm/yr ενώ στα ανατολικά 10+/-4 mm/yr. Στα δυτικά οι σεισμοί εντοπίζονται σε βάθος μεταξύ 6 και 11 km, ενώ στα ανατολικά το βάθος των σεισμικών υποκέντρων κυμαίνεται από 4 έως 13 km βάθος. Τελευταία οι επιστήμονες διαπιστώνουν ότι οι πλέον πρόσφατοι ρυθμοί διαστολής εμφανίζονται αυξημένοι συγκριτικά με το μέσο ρυθμό διάνοιξης του κόλπου τα τελευταία 100 χρόνια.

Με βάσει την ολίσθηση των σεισμογενών ρηγμάτων, οι Tselentis & Makropoulos, (1986), υπολόγισαν τον ρυθμό κατακόρυφης κίνησης σε 1mm/yr. Αντίθετα, οι Armijo et al., (1996), προτείνουν πολύ μεγαλύτερους ρυθμούς κατακόρυφης μετατόπισης ( > 7 mm/yr). Οι αναφερόμενοι αυτοί ρυθμοί κατακόρυφων μετατοπίσεων για τα κύρια ρήγματα στη χέρσο δεν αρκούν όμως για να εξηγήσουν τους υπολογισμένους ρυθμούς διαστολής του Κορινθιακού κόλπου.

Η τάφρος του Κορινθιακού αναπτύσσεται πάνω από ένα παχύ ηπειρωτικό φλοιό, ο οποίος είναι 2,5 φορές παχύτερος από τον αντίστοιχο φλοιό στο Αιγαίο στα ανατολικά. Οι Brooks & Ferentinos, (1984), ήταν οι πρώτοι που περιέγραψαν τον Κορινθιακό κόλπο ως μια σύνθετη ασύμμετρη τάφρο. Η ερμηνεία αυτή βασίστηκε τόσο στην συνολική βυθομετρία αλλά και τη γεωλογική υποδομή του ανώτερου πυθμένα.

Οι θαλάσσιες σεισμικές τομές τους αποκάλυψαν κανονικά ρήγματα με διεύθυνση ΔΒΔ-ΑΝΑ, παράλληλα προς την ακτογραμμή. Τα ρήγματα αυτά οριοθετούν την έκταση της αβυσσικής πεδιάδας τόσο προς τα βόρεια όσο και προς τα νότια. Τα ρήγματα κατά μήκος του νοτίου περιθωρίου παρουσιάζουν σαφώς μεγαλύτερο συνολικό κατακόρυφο άλμα και συνοδεύονται από αντίστοιχα μεγάλου ύψους ρηξιγενή πρανή στην επιφάνεια του πυθμένα.

Η ασύμμετρη μορφολογία και δομή του Κορινθιακού κόλπου επιβεβαιώθηκε και ο όρος ασύμμετρη – ημι-τάφρος υιοθετήθηκε από τους περισσότερους ερευνητές. Το μήκος των χερσαίων ρηγμάτων κυμαίνεται μεταξύ 15 και 25 km και πολλοί ερευνητές θεωρούν ότι ορισμένα από τα ρήγματα αυτά επεκτείνονται προς τα ανατολικά εισερχόμενα στη θάλασσα.

Ξεχωρίζουν ως τα 3 σημαντικότερα κανονικά ρήγματα του νοτίου περιθωρίου τα ρήγματα Ψαθόπυργου, Ελικής και Ξυλοκάστρου, τα οποία φαίνεται ότι διαθέτουν και ένα υποθαλάσσιο τμήμα. Τα υποθαλάσσια αυτά ρήγματα αναπτύσσονται συνθετικά και αντιθετικά ως προς τα κύρια ρήγματα των περιθωρίων του κόλπου σε σχετικά μεγάλη απόσταση από αυτά. 

Ο Κορινθιακός κόλπος, κατά το Πλειόκαινο [5 εκατομ.-2,5 εκατομ. έτη πριν], καταλάμβανε μεγαλύτερη έκταση, κυρίως προς νότον. Θεωρείται ότι η κύρια ανάπτυξη του Κορινθιακού συντελέστηκε στη διάρκεια του Τεταρτογενούς, αμέσως μετά το Πλειόκαινο, πιθανόν σε δύο κύρια στάδια.

Στη πρώτη φάση, ο «πρωτο-Κορινθιακός κόλπος» χαρακτηρίζεται από την απόθεση χερσαίων ιζημάτων και αποθέσεις ρηχών νερών. Στη διάρκεια της δεύτερης φάσης ο Κορινθιακός κόλπος αποκτά προδευτικά το σημερινό του σχήμα και η ιζηματογένεση χαρακτηρίζεται από το σχηματισμό ενός συνόλου από εκβολικά δέλτα [Gilbert] κατά μήκος του νοτίου περιθωρίου Οι ιζηματογενείς αποθέσεις του δεύτερου σταδίου χαρακτηρίζουν περιβάλλοντα βαθιάς θάλασσας και απαιτούν μεγάλο χώρο απόθεσης.

Ορισμένοι επιστήμονες πιστεύουν βάσιμα ότι ο Κορινθιακός κόλπος μεταβαίνει διαδοχικά από θάλασσα σε λίμνη, στη διάρκεια των παγετωδών περιόδων κατά τις οποίες η χαμηλή στάθμη θάλασσας πέφτει κάτω από το οριακό βάθος του στενού του Ρίου – Αντιρίου (62 – 70 m κάτω από το σημερινό επίπεδο της θάλασσας), με αποτέλεσμα ο κόλπος να απομονώνεται από την ανοικτή θάλασσα.

Οι μεταβολές της στάθμης της θάλασσας στο Τεταρτογενές σε συνδυασμό με την δράση των ρηγμάτων του νοτίου περιθωρίου του κόλπου, είχαν ως αποτέλεσμα την ανύψωση και έκθεση στην επιφάνεια, σε υψόμετρο έως και 400 m [!!], διαδοχικών σειρών θαλάσσιων αναβαθμίδων. Η ιζηματογένεση στον Κορινθιακό κόλπο είχε και έχει ως αποτέλεσμα τον σχηματισμό παλαιών και σύγχρονων δελταϊκών αποθέσεων [από ποταμούς και ρέματα].

Ένα ακόμη χαρακτηριστικό: Οι προγενέστερες δελταϊκές αποθέσεις βρίσκονται σήμερα ανυψωμένες έως και 1000 με 1200m [!] πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας στις βόρειες ακτές της Πελοποννήσου. Οι Collier & Gawthorpe, (1995) επισήμαναν το πως η τοπογραφία, η διάβρωση, και η διανομή των ιζημάτων ελέγχονται από μεγάλα σεισμογόνα κανονικά ρήγματα.

Η διάταξη και ο προσανατολισμός των περιφερειακών κανονικών ρηγμάτων καθορίζουν το μέγεθος της λεκάνης ιζηματογένεσης και της λεκάνης απορροής. Στο κεντρικό και κύριο τμήμα του Κορινθιακού κόλπου διακρίνονται οι τρεις χαρακτηριστικές φυσιογραφικές ενότητες, (α) κρηπίδας, (β) κατωφέρειας (πλαγιά) και (γ) αβυσσικής πεδιάδας (κύρια λεκάνη).

Το εύρος αλλά και το βάθος των ορίων της κρηπίδας δεν είναι σταθερά και σε αρκετές περιπτώσεις η κρηπίδα μπορεί να θεωρηθεί στενή και όχι καλά αναπτυγμένη. Κατά μήκος του νότιου και κεντρικού περιθωρίου του κόλπου η κρηπίδα είναι ιδιαίτερα περιορισμένη, με εύρος που κυμαίνεται μεταξύ 50 και 250 μέτρων. Σε αντίθεση με το νότιο περιθώριο του κόλπου, η βόρεια κρηπίδα εμφανίζεται σαφώς καλύτερα αναπτυγμένη στους κόλπους Αντικύρων, Ιτέας και Ερατεινής.

Η κρηπίδα του βορείου περιθωρίου εκτείνεται μέχρι το βάθος των 200 – 250 μέτρων, έχει ήπια κλίση (0,9° έως 2,3°) και το μέγιστο της εύρος φτάνει τα 18 περίπου χιλιόμετρα στον κόλπο της Ιτέας. Εξαίρεση αποτελούν τα τμήματα του πυθμένα μπροστά από τα ακρωτήρια που παρεμβάλλονται των κόλπων (ακρωτήρια: Βελανιδιά, Πάγκαλος, Ανδρομάχη, Ψαρομύτα).

Στις θέσεις αυτές η κρηπίδα παρουσιάζει σαφώς μεγαλύτερη κλίση και είναι ιδιαίτερα περιορισμένη, σε αντιστοιχία με τη κρηπίδα του νοτίου περιθωρίου. Μεγάλος αριθμός από υποθαλάσσιες χαραδρώσεις και κανάλια διατέμνουν την κρηπίδα και την κατωφέρεια περιφερειακά του κόλπου καταλήγοντας στη λεκάνη.

Το στόμιο απόληξης των υποθαλάσσιων χαραδρώσεων και καναλιών εντοπίζεται σε βάθος 700 με 750 μέτρων, κάτω από τη μέση στάθμη της θάλασσας και φαίνονται να τροφοδοτούν με ιζηματογενές υλικό την αβυσσική πεδιάδα. Στο νότιο και κεντρικό περιθώριο του κόλπου, οι κύριες χαραδρώσεις φαίνονται να συσχετίζονται με τις εκβολές μεγάλων ποταμών αποτελώντας ουσιαστικά την υποβρύχια προέκτασή τους. Η αβυσσική πεδιάδα καταλαμβάνει το κεντρικό τμήμα του κόλπου, έχει μήκος 57 km και εύρος 9 με 10 km.

Εκτείνεται κάτω από τα 750 m βάθος νερού, έως το μέγιστο βάθος των 920 μέτρων στο κέντρο του κόλπου. Η αβυσσική πεδιάδα του Κορινθιακού κόλπου καλύπτει μια συνολική επιφάνεια 461 km² και μπορεί ουσιαστικά να θεωρηθεί σχεδόν επίπεδη. Τόσο το δυτικό όσο και το ανατολικό άκρο του Κορινθιακού κόλπου χαρακτηρίζονται από πολύ μικρότερα βάθη νερού που δεν ξεπερνούν τα 400 μέτρα και ουσιαστικά αποτελούν και τα όρια της αβυσσικής πεδιάδας του κεντρικού Κορινθιακού.

Στα δυτικά ο Κορινθιακός κόλπος εμφανίζεται να στενεύει και να ρηχαίνει προοδευτικά προς τα δυτικά, γεγονός που προσδίδει στον πυθμένα μια γενική κλίση προς τα ανατολικά. Στα ανατολικά ο κόλπος των Αλκυονίδων, εμφανίζει την εικόνα μιας μικρής λεκάνης με σχηματισμένη υφαλοκρηπίδα, κατωφέρεια και κεντρική λεκάνη. Όπως ο κεντρικός Κορινθιακός κόλπος, έτσι και ο κόλπος των Αλκυονίδων εμφανίζει μια ελαφρά φυσιογραφική ασυμμετρία προς τα νότια.

ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗ ΡΗΓΜΑΤΟΣ ΑΛΚΥΟΝΙΔΩΝ: Την ενεργοποίηση του ρήγματος των Αλκυονίδων στον Κορινθιακό Κόλπο αναφέρονται εσχάτως οι σεισμολόγοι. Συγκεκριμένα, ακούσαμε να μιλάνε τόσο ο ομότιμος καθηγητής Σεισμολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος της Επιτροπής Εκτίμησης Σεισμικής Επικινδυνότητας, Κων. Μακρόπουλος, όσο και ο διευθυντής του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου, Άκης Τσελέντης. Το τέρας των Αλκυονίδων, όπως το αποκάλεσε ο σεισμολόγος Άκης

Τσελέντης, εντοπίζεται στις Αλκυονίδες που κατ’ ευφημισμό ονομάζονται και «Καλά Νησιά». Πρόκειται για ένα μικρό νησιωτικό σύμπλεγμα στο ανατολικό τμήμα του Κορινθιακού Κόλπου, του λεγόμενου κόλπου του Λειβαδάστρου, απέναντι από το ακρωτήριο Ολμιών του Νομού Κορινθίας. Το νησιωτικό αυτό σύμπλεγμα αποτελείται από τέσσερα νησιά, τη Zωοδόχο Πηγή, το Δασκαλιό, το Γλαρονήσι και το Πρασονήσι. 

Στην ουσία, όμως, αυτά τα νησιά είναι οι τέσσερις κορυφές ενός ”υφαλονήσου”, θα λέγαμε, που εδράζεται σε βάθος 190 μέτρων και η οποία φέρεται να αναδύθηκε[!] εξαιτίας γεωλογικών διεργασιών. Εξ αυτού συμπεραίνεται ότι αυτό το υφαλόνησο αποτελεί το επίκεντρο σεισμών που εκδηλώνονται στη περιοχή, όπως και ο σχετικά πρόσφατος των 5,1 Ρίχτερ, που συντάραξε την Αττική. Εν προκειμένω αξίζει να σημειωθεί πως η περιοχή των Αλκυονίδων ήταν επίσης το επίκεντρο του πολύνεκρου σεισμού της 24ης Φεβρουαρίου 1981, μεγέθους 6,7 Ρίχτερ, στην Αθήνα.

1. Papazachos & Comninakis 1971; McKenzie 1972

2Le-Pichon & Angelier, 1979; Mercier 1981

3McKenzie, 1978 Le Pichon & Angelier, 1979 Hatzfeld et al., 1997 Μeijer & Wortel, 1997Doutsos & Kokkalas, 2001

4.. (Dewey & Sengor, 1979; Taymaz et al., 1991; Jackson 1994; Le Pichon et al., 1995; Armijo et al., 1996;)

5Reilinger et al., 1997, McClusky et al., 2000

το ΒΙΝΤΕΟ: https://www.youtube.com/watch?v=9Xs0ZSx4lWY

Καμία δημοσίευση για προβολή