Στη “μέγγενη” των αυξήσεων επιτοκίων οι δανειολήπτες. Τρεις παγίδες στην αλλαγή από κυμαινόμενο σε σταθερό

μετατροπή επιτοκίου

Αναστάτωση στους δανειολήπτες προκαλεί η αύξηση των επιτοκίων, ενώ από τους προβληματισμούς δεν εξαιρούνται ούτε αυτοί που είχαν σταθερά επιτόκια στα στεγαστικά τους δάνεια.

Αντιμέτωποι με “εκπλήξεις”

Μάλιστα, ακόμη και αυτοί που επιλέγουν να μετατρέψουν τα επιτόκια από κυμαινόμενο σε σταθερό έρχονται αντιμέτωποι με «εκπλήξεις»: αυξημένες προμήθειες για τη μετατροπή, που φτάνουν ακόμη και στα 250-300 ευρώ, αλλά και αλλαγή των όρων τοκισμού του δανείου μετά την εκπνοή της σταθερής περιόδου.

Στο τραπέζι και επιβολή χρεώσεων τύπου penalty για όσους θελήσουν να κάνουν πρόωρη αποπληρωμή –κατά κύριο λόγο μερική– ώστε να «συγκρατήσουν» το επίπεδο της μηνιαίας δόσης.

Οι τρεις αυξήσεις επιτοκίων στις οποίες έχει προχωρήσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχουν ήδη επιβαρύνει τα νοικοκυριά που αποπληρώνουν στεγαστικό δάνειο, ενώ τα δύσκολα είναι μπροστά.

Επίκεινται μία ή και δύο ακόμα αυξήσεις από την ΕΚΤ

Επίκεινται τουλάχιστον μία ή και δύο ακόμη αυξήσεις από την ΕΚΤ μέχρι το τέλος του πρώτου τριμήνου του νέου έτους. Και επειδή οι αυξήσεις λειτουργούν σωρευτικά, ο κύριος όγκος της επιβάρυνσης θα φανεί μέσα στο 2023.

Στο δάνειο των 100.000 ευρώ για την αποπληρωμή του οποίου υπολείπονται 15 χρόνια, η αύξηση του επιτοκίου κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες (για παράδειγμα από το 1,5% που ήταν τον Ιούνιο του 2022 στο 4,5% στις αρχές του 2023) θα ανεβάσει τις δόσεις από τα 626 ευρώ σήμερα, στα 772 ευρώ.

Πρόκειται για μηνιαία επιβάρυνση 145 ευρώ και ετήσια ζημία στον οικογενειακό προϋπολογισμό της τάξεως των 1.740 ευρώ. Οταν ο μέσος μισθός στην Ελλάδα εκτιμάται περίπου στα 1.100 ευρώ, ουσιαστικά γίνεται λόγος για απώλεια άνω του 1,5 μισθού.

Τα προβλήματα με τα οποία έρχονται αντιμέτωποι οι δανειολήπτες 

Πολλοί δανειολήπτες έσπευσαν, και εξακολουθούν να σπεύδουν, στις τράπεζες προκειμένου να αναζητήσουν την ασφάλεια του σταθερού επιτοκίου. Ωστόσο κατά τη διαδικασία μετατροπής του επιτοκίου έρχονται αντιμέτωποι με τα ακόλουθα θέματα:

1.Την άμεση «προσαρμογή» των σταθερών επιτοκίων στα νέα δεδομένα που διαμορφώνονται μετά την απόφαση της ΕΚΤ. To καλοκαίρι, σταθερό επιτόκιο 5ετίας διετίθετο χαμηλότερα από το 3% και πλέον τα σταθερά 5ετίας έχουν ξεπεράσει το 3,5%-3,6%. Αντίστοιχα, το σταθερό 10ετίας κινείται πλέον πάνω από το 4% και είναι κατά περίπου 1 μονάδα ακριβότερο συγκριτικά με ό,τι ίσχυε πριν από μερικούς μήνες.

2. Εκτός από την αύξηση του σταθερού επιτοκίου, ο δανειολήπτης έχει να σταθμίσει και τις υψηλές προμήθειες μετατροπής. Τα 300 ευρώ για μια σύμβαση μπορεί να καθιστούν ασύμφορη τη μετατροπή σε ένα δάνειο που είναι κοντά στη λήξη του.

Για παράδειγμα, μια οφειλή 10.000 ευρώ που θα εξοφληθεί σε τρία χρόνια, θα προκαλέσει αύξηση 13 ευρώ τον μήνα λόγω της ανόδου του κυμαινόμενου επιτοκίου κατά τρεις μονάδες. Πρακτικά λοιπόν, το όφελος από τη μετατροπή του επιτοκίου σε σταθερό δεν θα καλύπτει καν τις προμήθειες.

Τί θα γίνει μετά τη λήξη του σταθερού επιτοκίου

3. Το σημαντικότερο ερώτημα στο οποίο πρέπει να απαντήσει ο δανειολήπτης είναι τι θα γίνει μετά τη λήξη του σταθερού επιτοκίου. Δανειολήπτης έχει ένα δάνειο το οποίο τοκίζεται σήμερα με το επιτόκιο της ΕΚΤ προσαυξημένο κατά 1 ποσοστιαία μονάδα (σ.σ. τέτοια δάνεια δόθηκαν κυρίως την περίοδο 2005-2007).

Ο δανειολήπτης μετατρέπει το επιτόκιο σε σταθερό τριετίας. Μόλις περάσουν τα τρία χρόνια, ο δανειολήπτης δεν θα επιστρέψει στο ΕΚΤ+1%. Μπορεί να του ζητηθεί το κυμαινόμενο να συνδεθεί με το Euribor τριμήνου και να προσαυξηθεί ακόμη και με τρεις ποσοστιαίες μονάδες. Ετσι, ο δανειολήπτης αναλαμβάνει ένα μεγάλο ρίσκο που έχει να κάνει με την αύξηση του spread για μακρά χρονική περίοδο.

Με πληροφορίες από την Καθημερινή της Κυριακής

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο

Καμία δημοσίευση για προβολή