Στην υγεία δαπανούν το 7,5% του εισοδήματος τους οι Έλληνες, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ

Παραμένει η πρωτιά της χώρας μας στις ιδιωτικές δαπάνες υγείας, σε ολόκληρη την Ευρώπη, που φτάνει το 7,5% του εισοδήματός μας, ενώ ακολουθούν οι Ιταλοί με 6,1%.

Στη χώρα μας, στη 10ετία 2008-2018, τα νοικοκυριά μείωσαν τις ιδιωτικές δαπάνες τους για υγεία κατά 24,1% σε τρέχουσες τιμές και κατά 30% σε σταθερές τιμές

Την πρωτιά στις δαπάνες των ελληνικών νοικοκυριών με ποσοστό περίπου 20% κατέχει η δαπάνη για είδη διατροφής. Αντίστοιχα πρώτες είναι οι δαπάνες διατροφής και στα νοικοκυριά της Ιταλίας και Σερβίας.

Πρωτιά στην Ευρώπη όμως φαίνεται πως αποκτούμε και στις δαπάνες για εκπαίδευση με ποσοστό 3,2% όταν στη Φινλανδία τα νοικοκυριά χρειάζεται να δαπανήσουν μόλις το 0,2% του προϋπολογισμού τους.

Πέρυσι, οι Έλληνες, αποφασίσαμε να προσέξουμε λίγο περισσότερο τον εαυτό μας, με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι δαπάνες των νοικοκυριών για ξενοδοχεία και εστιατόρια, για υγεία, αλλά και για αναψυχή και πολιτισμό.

Επίσης μειώσαμε την κατανάλωση σε τσιγάρα και ποτά, αλλά και για επικοινωνίες.

Στα ευρήματα αυτά καταλήγει η ΕΛΣΤΑΤ σύμφωνα με τα αποτελέσματα της Έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών (ΕΟΠ) για το 2018, που διενεργήθηκε σε δείγμα 6.502 ιδιωτικών νοικοκυριών στο σύνολο της χώρας.

Σύμφωνα με την έρευνα, η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές, κατά το 2018, ανήλθε στα 1.441,03 ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 1,9% σε σχέση με το 2017.

Το 50% των νοικοκυριών δαπανούν περισσότερα από 1.158 ευρώ το μήνα.

Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιασμένη κατοικία δαπανούν το 17,8% του προϋπολογισμού τους κατά μέσο όρο για ενοίκιο.

Το μερίδιο της μέσης δαπάνης για είδη διατροφής και στέγαση των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 55,4% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 24,9%.

Μεταβολή της μέσης δαπάνης των νοικοκυριών

Η συνολική μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών (αγορές), για το 2018, ανήλθε στα 5.834.368.771 ευρώ παρουσιάζοντας αύξηση 1,1%, δηλαδή 65.520.740 ευρώ, σε σύγκριση με το 2017.

Η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές, κατά το 2018, ανήλθε στα 1.441,03 ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 1,9% (26,94 ευρώ) σε σχέση με το 2017.

Η μέση συνολική δαπάνη για κάθε άτομο, το 2018, ανήλθε στα 557,86 ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 1,9% (10,35 ευρώ), σε σύγκριση με το 2017.

Σε πραγματικούς όρους, η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών αυξήθηκε σε ποσοστό 1,3% ή 18,47 ευρώ, λόγω της επίδρασης του πληθωρισμού, σύμφωνα με τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του έτους 2018 (0,6%).

Βασικές διαπιστώσεις

[more]

Όπως προκύπτει από την ποσοστιαία κατανομή της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών, στις δώδεκα βασικές κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών για τα έτη 2018 και 2017, το μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά στα είδη διατροφής (20,2%) και ακολουθούν η στέγαση (14,1%) και οι μεταφορές (13,0%), ενώ στις υπηρεσίες εκπαίδευσης αντιστοιχεί το μικρότερο μερίδιο των δαπανών (3,2%).

Το καταναλωτικό πρότυπο, σε ποσοστά επί του μέσου όρου μηνιαίων δαπανών των νοικοκυριών της χώρας, σύμφωνα με τις δώδεκα κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών ατομικής κατανάλωσης, έχει ως εξής:

Μεταξύ του 2017 και του 2018 το καταναλωτικό πρότυπο δεν παρουσίασε σημαντικές μεταβολές.

Σε τρέχουσες τιμές η ποσοστιαία κατανομή των δώδεκα κατηγοριών έχει ως εξής: είδη διατροφής 20,2%, στέγαση 14,1%, μεταφορές 13,0%, ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια 10,8%, διάφορα αγαθά και υπηρεσίες 8,5%, υγεία 7,5%, είδη ένδυσης και υπόδησης 5,8%, αναψυχή και πολιτισμός 4,7%, διαρκή αγαθά 4,4%, επικοινωνίες 4,1%, οινοπνευματώδη ποτά και καπνός 3,7% και εκπαίδευση 3,2%. Κατά το 2018 δεν καταγράφηκε καμία μεταβολή στη σειρά κατανομής των εν λόγω κατηγοριών σε σχέση με το 2017.

Η μεγαλύτερη μεταβολή δαπανών των νοικοκυριών, σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα (2017), παρατηρείται σε ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια (αύξηση 5,1%), ενώ ακολουθούν οι δαπάνες για υγεία (αύξηση 4,5%) και για αναψυχή και πολιτισμό (αύξηση 2,9%). Δέκα από τις δώδεκα κατηγορίες δαπανών παρουσιάζουν αύξηση, με τη μικρότερη να είναι της τάξεως του 0,8% στα είδη διατροφής και την εκπαίδευση. Οι κατηγορίες για τις οποίες παρατηρείται μείωση της μέσης μηνιαίας δαπάνης είναι τα οινοπνευματώδη ποτά και ο καπνός (1,6%) και τα διάφορα αγαθά και υπηρεσίες (1,2%).

Η μεγαλύτερη μεταβολή στην ποσοστιαία συμμετοχή των κατηγοριών, σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα (2017), (αύξηση 0,3 ποσοστιαίες μονάδες) παρατηρείται στα ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια. Τέσσερις από τις δώδεκα κατηγορίες παρουσιάζουν ποσοστιαία αύξηση συμμετοχής που κυμαίνεται από 0,1 ποσοστιαίες μονάδες (αναψυχή-πολιτισμός) έως 0,3 ποσοστιαίες μονάδες (ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια), έξι κατηγορίες παρουσιάζουν ποσοστιαία μείωση συμμετοχής που φτάνει έως τις 0,2 ποσοστιαίες μονάδες (είδη διατροφής), ενώ δύο κατηγορίες παραμένουν αμετάβλητες (ένδυση και υπόδηση, στέγαση).

Η μεγαλύτερη μεταβολή δαπανών σε σταθερές τιμές 2018, σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα του 2017, παρατηρείται στις επικοινωνίες (μείωση 4,8%) και ακολούθως στα οινοπνευματώδη ποτά και καπνό (μείωση 3,4%) και στα διάφορα αγαθά και υπηρεσίες (μείωση 0,5%). Αύξηση σε σταθερές τιμές 2018 παρουσιάζουν εννέα κατηγορίες δαπανών (είδη διατροφής, ένδυση και υπόδηση, στέγαση, διαρκή αγαθά, υγεία, μεταφορές, αναψυχή και πολιτισμός, εκπαίδευση και ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια). Η αύξηση αυτή κυμαίνεται από 0,4% στα είδη διατροφής έως 4,0% στα ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια.

Η μεγαλύτερη μεταβολή στην ποσοστιαία συμμετοχή των διάφορων δαπανών σε σταθερές τιμές 2018, παρατηρείται στα ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια (0,3 ποσοστιαίες μονάδες) σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα του 2017. Έξι από τις δώδεκα κατηγορίες παρουσιάζουν ποσοστιαία αύξηση συμμετοχής που κυμαίνεται από 0,1 ποσοστιαίες μονάδες (είδη υπόδησης και ένδυσης, διαρκή αγαθά, μεταφορές, αναψυχή και πολιτισμός) έως 0,3 ποσοστιαίες μονάδες (ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια), πέντε κατηγορίες παρουσιάζουν ποσοστιαία μείωση συμμετοχής που κυμαίνεται από 0,1 ποσοστιαίες μονάδες (στέγαση, διάφορα αγαθά και υπηρεσίες) έως 0,3 ποσοστιαίες μονάδες (επικοινωνίες), ενώ η Εκπαίδευση παραμένει αμετάβλητη.

Μεγαλύτερη αύξηση στη μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών (τρέχουσες τιμές) στις υποκατηγορίες δαπανών, σε σχέση με το προηγούμενο έτος (2017), καταγράφεται στις οικονομικές υπηρεσίες-συνδρομές σε πιστωτικές κάρτες, αμοιβές λογιστών κ.λπ. (79,8%) και στον τηλεφωνικό εξοπλισμό (28,8%), ενώ μεγαλύτερη μείωση καταγράφεται στα προσωπικά είδη κοσμήματα, ωρολόγια χειρός, γυαλιά ηλίου κ.λπ. (16,4%).

Τι τρώμε

Όσον αφορά στις δαπάνες στα είδη διατροφής, σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα (2017), παρατηρείται μείωση της μηνιαίας δαπάνης (τρέχουσες τιμές), για γαλακτοκομικά προϊόντα και αυγά (1,7%) και έλαια και λίπη (0,9%), ενώ παρατηρείται αύξηση της μηνιαίας δαπάνης για φρούτα (5,0%), καφέ, τσάι και κακάο (3,1%), μεταλλικά νερά, αναψυκτικά, χυμοί φρούτων και λαχανικών (1,8%), ζάχαρη, μαρμελάδες, μέλι κ.λπ. (1,7%), λαχανικά (1,6%), αλεύρι, ψωμί και δημητριακά (1,4%), ψάρια (0,6%), λοιπά είδη διατροφής (0,3%) και κρέας (0,3%). Η ποσοστιαία συμμετοχή των υποκατηγοριών δαπανών των ειδών διατροφής δεν παρουσίασε μεταβολή μεταξύ των ετών 2017 και 2018 στις πέντε από τις ένδεκα υποκατηγορίες.

Μεγαλύτερη αύξηση παρατηρείται στα φρούτα (0,3 ποσοστιαίες μονάδες), σε ζάχαρη, μαρμελάδες, μέλι κ.λπ. και στα λαχανικά (0,1 ποσοστιαίες μονάδες), ενώ η μεγαλύτερη μείωση παρατηρείται στα γαλακτοκομικά προϊόντα και στα αυγά (0,4 ποσοστιαίες μονάδες).

Στη 10ετία

Σε ότι αφορά τη 10ετία 2008- 2018 σε τρέχουσες τιμές του έτους 2018, παρατηρείται μείωση της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών κατά 26,3% σε σχέση με το 2010, ενώ η αντίστοιχη μείωση σε σχέση με το έτος 2008 είναι της τάξεως του 32%. Η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών, σε σταθερές τιμές 2018, μειώθηκε κατά 30% σε σχέση με το 2010 και 38,1% σε σχέση με το 2008.

Η μεγαλύτερη μείωση, τόσο σε τρέχουσες όσο και σε σταθερές τιμές 2018, παρατηρείται στη δαπάνη για διαρκή αγαθά (58,0% και 61,3%, αντίστοιχα). Η μικρότερη μείωση (16,2%) παρατηρείται στα είδη διατροφής σε τρέχουσες τιμές και 22,7% σε σταθερές τιμές. Δεν παρατηρούνται σημαντικές μεταβολές στη σειρά κατάταξης των κατηγοριών μεταξύ σταθερών και τρεχουσών τιμών.

Την περίοδο 2014 έως 2018, το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών επί του συνολικού οικογενειακού προϋπολογισμού αφορά σε είδη διατροφής και κυμαίνεται στο 20,2% το 2018 και έναντι 20,6% το 2014.

Διαφορετικά πρότυπα κατανάλωσης

Η μεγαλύτερη δαπάνη που καταγράφεται σε όλους τους τύπους νοικοκυριών αφορά σε είδη διατροφής.

Τα νοικοκυριά με ένα άτομο μόνο, ηλικίας 65 ετών και άνω, δαπανούν, κατά μέσο όρο, το 44,2% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της χώρας.

Νοικοκυριά που αποτελούνται από ένα ζευγάρι με δυο παιδιά έως και 16 ετών δαπανούν, κατά μέσο όρο, το 150,5% της μέσης μηνιαίας δαπάνης.

Τα νοικοκυριά με υπεύθυνο οικονομικά μη ενεργό ή άνεργο δαπανούν, κατά μέσο όρο, το 74,6% της μέσης μηνιαίας δαπάνης, ενώ αυτά με υπεύθυνο αυτοαπασχολούμενο με μισθωτούς το 215,4% αυτής.

Μείωση σε σύγκριση με το 2017, καταγράφεται στις δαπάνες νοικοκυριών με υπεύθυνο οικονομικά μη ενεργό ή άνεργο κατά 0,6%, ενώ αύξηση καταγράφεται με υπεύθυνο μισθωτό κατά 3,2%, με υπεύθυνο αυτοαπασχολούμενο με μισθωτούς κατά 2,8% και με υπεύθυνο αυτοαπασχολούμενο χωρίς μισθωτούς κατά 1,2%.

Η μέση μηνιαία δαπάνη διαφέρει ανάλογα με την ηλικία του υπευθύνου του νοικοκυριού. Όπως και στην έρευνα έτους 2017, τα νοικοκυριά με υπεύθυνο ηλικίας 45-54 ετών δαπανούν, κατά μέσο όρο, περισσότερο.

Πιο συγκεκριμένα, τα νοικοκυριά αυτά δαπανούν, κατά μέσο όρο, το 131,6% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της χώρας.

Τα νοικοκυριά με τη μικρότερη ποσοστιαία συμμετοχή (59,6%) για το 2018 ήταν αυτά με υπεύθυνο ηλικίας 75 ετών και άνω. Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν κατά μέσο όρο 1.190,91 ευρώ μηνιαίως, ενώ αυτά που διαμένουν σε αστικές περιοχές 1.504,77 ευρώ.
Επομένως, τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν, κατά μέσο όρο, 20,9% λιγότερο από τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αστικές περιοχές.

Μέση μηνιαία κατανάλωση

Μεταξύ των ετών 2017 και 2018, μείωση παρουσιάζει η μέση μηνιαία κατανάλωση στα είδη διατροφής και οινοπνευματώδη ποτά και καπνό, στο γάλα (3,3%), στο ελαιόλαδο (2,6%), στα τσιγάρα (2,6%), στα οινοπνευματώδη ποτά (2,5%) και στο ψωμί και τα είδη αρτοποιίας (1,3%). Αύξηση παρατηρείται στο τυρί (3,7%), στο κρέας (2,6%), στο γιαούρτι (1,6%), στα φρούτα νωπά, συντηρημένα και στους ξηρούς καρπούς (1,3%), στα ψάρια (0,9%), στα ζυμαρικά (0,8%), στο ρύζι (0,7%) και στα λαχανικά νωπά, συντηρημένα και όσπρια (0,1%). Αμετάβλητη παρέμεινε η μέση μηνιαία κατανάλωση αυγών.

Συνθήκες διαβίωσης

Από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει ότι τα νοικοκυριά διαθέτουν:

  • Τηλεόραση έγχρωμη (100%)
  • Κινητό τηλέφωνο (92,8%)
  • Σταθερό τηλέφωνο (84,3%)
  • Προσωπικό ηλεκτρονικό υπολογιστή (69,7%)
  • Επιβατηγό αυτοκίνητο ΙΧ, τουλάχιστον ένα (66,0%)
  • Πλυντήριο πιάτων (36,7%)
  • Καταψύκτη (31,1%)
  • Δεύτερη κατοικία (14,9%)
  • Κλειστό χώρο στάθμευσης (12,9%) και
  • Κεντρική θέρμανση ως κύρια πηγή θέρμανσης σε ποσοστό 40,1%.

Ανισότητες

Το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης (αγορές, τρέχουσες τιμές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,1 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού (5,3 για το 2017). Ο δείκτης μειώνεται στο 4,1, όταν συμπεριληφθούν στην καταναλωτική δαπάνη και οι τεκμαρτές δαπάνες (τελική καταναλωτική δαπάνη).

Το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης για είδη διατροφής των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 33,9% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 13,4%.

O κίνδυνος φτώχειας απειλεί το 17,4% του πληθυσμού της χώρας, όταν στον υπολογισμό του δείκτη λαμβάνεται υπόψη μόνο η ισοδύναμη δαπάνη με τρόπο κτήσεως την αγορά (18,1% το 2017), ενώ ο δείκτης μειώνεται στο 12,4% του πληθυσμού (12,2% το 2017), όταν λαμβάνονται υπόψη όλες οι καταναλωτικές δαπάνες, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσεως (τεκμαρτό ενοίκιο από ιδιοκατοίκηση, ιδιοπαραγόμενα αγαθά, αγαθά και υπηρεσίες παρεχόμενες δωρεάν από τον εργοδότη, άλλα νοικοκυριά, μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, κράτος κ.λπ.).

Η μέση μηνιαία ισοδύναμη δαπάνη των φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται στο 33,8% των δαπανών των μη φτωχών νοικοκυριών. Τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν το 34,6% του μέσου προϋπολογισμού τους σε είδη διατροφής ενώ τα μη φτωχά το 19,2%. Λόγω της σύνθεσης των φτωχών νοικοκυριών (ηλικιωμένοι, ανασφάλιστοι, κ.λπ.), η δαπάνη τους για την υγεία ανέρχεται στο 9,2% του μέσου προϋπολογισμού τους, ενώ η αντίστοιχη δαπάνη των μη φτωχών ανέρχεται στο 7,7%.

Καταναλωτικά πρότυπα στην Ευρώπη

Σε Ελλάδα, Ιταλία και Σερβία το σχετικά μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών (τρέχουσες τιμές) του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά στα είδη διατροφής.
Τα καταναλωτικά πρότυπα διαφέρουν για τη Γερμανία, Φινλανδία και την Ισπανία, όπου καταγράφονται ως υψηλότερες οι δαπάνες που αφορούν στη στέγαση, ενώ για το Ηνωμένο Βασίλειο οι δαπάνες στα διάφορα αγαθά και στις μεταφορές.
Οι δαπάνες για εκπαίδευση κυμαίνονται από 0,2% του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών στη Φινλανδία έως 3,2% στην Ελλάδα.
H Ελλάδα και η Ιταλία καταγράφουν τη μεγαλύτερη ιδιωτική δαπάνη για την υγεία, 7,5% και 6,1% του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών, αντίστοιχα.

Πηγή: Healthmag.gr

[/more]

Περισσότερα νέα, ρεπορτάζ και αναλύσεις:ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ

Καμία δημοσίευση για προβολή