Τα λάθη, οι εμμονές και οι ολιγωρίες δεκαετιών, πίσω από τις στρεβλώσεις που οδηγούν στα ύψη το ηλεκτρικό ρεύμα. Μία από τις ακριβότερες αγορές ηλεκτρική ενέργειας η Ελλάδα

σχέδιο Κομισιόν

Αν οι λογαριασμοί ρεύματος όλων των Ευρωπαίων καταναλωτών είναι υψηλότεροι αυτόν τον χειμώνα εξαιτίας της αλματώδους αύξησης των τιμών του φυσικού αερίου και των ρύπων διοξειδίου του άνθρακα, των Ελλήνων είναι ακόμη πιο φουσκωμένοι εξαιτίας του κόστους πολιτικών επιλογών και εμμονών, που στρεβλώνουν επί δεκαετίες την αγορά ενέργειας.

Για παράδειγμα, το ρεύμα που χάνεται επειδή το δίκτυο είναι κακοσυντηρημένο ή αυτό που κλέβουν οι επιτήδειοι με παράνομες συνδέσεις, το πλήρωναν και το πληρώνουν οι υπόλοιποι καταναλωτές.

Αν την περίοδο που οι τιμές ήταν χαμηλές αυτό το κόστος περνούσε απαρατήρητο, σήμερα έχει φτάσει να είναι όσο σχεδόν και η επιδότηση που δίνει το κράτος για να στηρίξει τους καταναλωτές.

Από τις αρχές του 2000 τα εγγενή δομικά προβλήματα 

Σύμφωνα με ρεπορτάζ της Καθημερινής της Κυριακής, η  τρέχουσα ενεργειακή κρίση ανέδειξε τα εγγενή δομικά προβλήματα της εγχώριας αγοράς ηλεκτρισμού, η ρίζα των οποίων βρίσκεται στον τρόπο απελευθέρωσής της στις αρχές της δεκαετίας του 2000, μέσω ενός μοντέλου παράλληλης διατήρησης του μονοπωλιακού ρυθμιστικού πλαισίου.

Ενα μοντέλο μεγάλων αβεβαιοτήτων για παραγωγούς και καταναλωτές, πολύπλοκο και στρεβλό, με αφανή μέχρι πρότινος κόστη για τους καταναλωτές, αφού μεταφέρονταν με σειρά υπουργικών αποφάσεων και νομοθετικών ρυθμίσεων στη ΔΕΗ, η οποία στήριζε ακόμη την παραγωγή της στον φθηνό λιγνίτη που δεν είχε επιβαρύνσεις CO2.

Αν και το πλεονέκτημα του φθηνού λιγνίτη χάθηκε οριστικά από το 2013, η Ελλάδα δεν το έλαβε σοβαρά υπόψη στον σχεδιασμό της, με αποτέλεσμα το ηλεκτρικό σύστημα της χώρας να οδηγείται με καθυστέρηση και βίαια στην απόσυρσή του, χωρίς να διαθέτει τις απαραίτητες εφεδρείες από εναλλακτικά καύσιμα για την κάλυψη αιχμών σε περιόδους υψηλής ζήτησης, αφού το πλαίσιο λειτουργίας δεν δημιούργησε κίνητρα για νέες μονάδες φυσικού αερίου.

Ετσι, σε καθημερινή βάση η κάλυψη των αποκλίσεων από την ευμετάβλητη παραγωγή των ΑΠΕ καλύπτεται από περιορισμένες ευέλικτες μονάδες φυσικού αερίου, ενός ολιγοπωλίου που απαρτίζεται από τρεις ιδιωτικούς ομίλους και τη ΔΕΗ.

Η λειτουργία του target model τον Νοέμβριο του 2020

Η λειτουργία του target model τον Νοέμβριο του 2020 έβγαλε για πρώτη φορά στην επιφάνεια τα αφανή μέχρι τότε κόστη του προηγούμενου μοντέλου, κάτι που σε συνδυασμό με τη στενότητα ισχύος ευέλικτων μονάδων έφερε τετραπλασιασμό των τιμών στη χονδρεμπορική αγορά μέσα σε έναν μήνα, εξέλιξη που υποχρέωσε τη ΡΑΕ να προχωρήσει στη λήψη μέτρων για να αποτρέψει «κανόνια» στην πλευρά των προμηθευτών και υπέρογκες αυξήσεις για τους καταναλωτές.

Το κόστος ενέργειας στην αγορά εξισορρόπησης, από 2 ευρώ η μεγαβατώρα πριν από το target model έφτασε τα 5,09 ευρώ/MWh στην έναρξή του και εκτινάχθηκε στα 17,09 ευρώ μέσα στις τέσσερις πρώτες εβδομάδες λειτουργίας του, καθώς υπήρξαν μονάδες που έκαναν προσφορές στην τιμή των 2.000 και 3.000 ευρώ/MWh.

To κόστος αυτό, το οποίο φέρει τον κωδικό ΛΠ3, ακόμη και μετά τα μέτρα της ΡΑΕ παραμένει σήμερα στα επίπεδα των 5-7 ευρώ η μεγαβατώρα, όταν στις ευρωπαϊκές αγορές κυμαίνεται μεταξύ 1-2 ευρώ/MWh.

Στρεβλώσεις που έρχονται από παλιά

Στρεβλώσεις που έρχονται από παλιά, ελλιπής συντήρηση δικτύων, πολιτική και κοινωνική ανοχή απέναντι σε μπαταχτσήδες και ένα μη ολοκληρωμένο ακόμη πλαίσιο λειτουργίας της αγοράς, που δεν επιτρέπει στις εταιρείες προμήθειας να προαγοράζουν μέσω διμερών συμβολαίων την ενέργεια για τους πελάτες τους, προκαλούν αυξημένα κόστη που έρχονται να προστεθούν σε μια από τις ακριβότερες στην Ευρώπη χονδρεμπορικές τιμές ρεύματος, για να καταλήξουν στις πλάτες των καταναλωτών, οικιακών και βιομηχανικών.

Οι εξωγενείς παράγοντες (φυσικό αέριο και CO2) έχουν τετραπλασιάσει τη χονδρεμπορική τιμή ρεύματος το 2021 σε σχέση με το 2020, από τα 45,10 ευρώ/MWh στα 116,5 ευρώ/MWh.

To τελικό συνολικό κόστος χονδρεμπορικής αγοράς, ωστόσο, το οποίο οι προμηθευτές ρεύματος μεταφέρουν μέσω της ρήτρας αναπροσαρμογής στην κατανάλωση, έχει αυξηθεί πολύ περισσότερο και έφτασε μεσοσταθμικά το 2020 στα 155,31 ευρώ/MWh.

Για τους δύο τελευταίους μήνες του έτους, μάλιστα, οι λογαριασμοί των οποίων φτάνουν στους καταναλωτές αυτό το δίμηνο, το συνολικό κόστος βάσει του οποίου κοστολογούν οι προμηθευτές φτάνει τα 295,93 ευρώ/MWh (Νοέμβριος) και τα 316,47 ευρώ/MWh (Δεκέμβριος) έναντι χονδρεμπορικής τιμής 228,87 ευρώ/MWh και 239,32 ευρώ/MWh αντίστοιχα.

Παραμένει ανώριμη η αγορά 

Η διαφορά αυτή αντιστοιχεί στον… λογαριασμό των εμμονών και χρόνιων στρεβλώσεων, που καθιστούν ακόμη και σήμερα ανώριμη την αγορά.

Τον Δεκέμβριο οι Ελληνες καταναλωτές πλήρωσαν για υπηρεσίες εξισορρόπησης (ΛΠ3) 7,26 ευρώ/MWh και για υπηρεσίες εφεδρείας (ΛΠ2) 2,20 ευρώ/MWh.

Για απώλειες του συστήματος μεταφοράς (ΛΠ1) που υπολογίζεται ως ποσοστό επί της κατανάλωσης και το κόστος ανεβαίνει όσο αυξάνονται οι τιμές, πλήρωσαν 8,54 ευρώ/MWh.

Το αντίστοιχο κόστος για τις απώλειες του δικτύου μέσης και χαμηλής τάσης, που αντιστοιχεί κατά το μεγαλύτερο μέρος του σε ρευματοκλοπές, έφτασε το Δεκέμβριο τα 48,13 ευρώ/ΜWh!! σχεδόν ίση με την κρατική επιδότηση των 49,5 ευρώ για τον ίδιο μήνα.

Τα βάρη στους καταναλωτές

Το μεγαλύτερο πρόβλημα που ανέδειξε η κρίση είναι ότι δεν υπάρχει δυνατότητα αντιστάθμισης κινδύνου για τους προμηθευτές ρεύματος, όπως και για τη βιομηχανία, με αποτέλεσμα να μεταφέρεται πλήρως το ρίσκο της διακύμανσης των τιμών στους καταναλωτές.

Στις ώριμες ευρωπαϊκές αγορές, μόνο ένα ποσοστό 20%-25% της λιανικής τιμής είναι συνδεδεμένο με τη χονδρεμπορική αγορά, το υπόλοιπο περνάει μέσα από διμερή συμβόλαια σε προκαθορισμένες σταθερές τιμές που έχουν διασφαλίσει οι προμηθευτές μέσω των προθεσμιακών αγορών.

Το ίδιο ισχύει και για τα τιμολόγια των επιχειρήσεων. Στην Ευρώπη είναι κοινή πρακτική κάθε επιχείρηση να αντισταθμίζει σε ένα ποσοστό τον κίνδυνο από τις διακυμάνσεις των τιμών, προαγοράζοντας ενέργεια σε σταθερή τιμή ή με διμερές συμβόλαιο με φυσική παράδοση από τον παραγωγό (αφορά μεγάλες καταναλώσεις βιομηχανιών) ή μέσω χρηματιστηριακών προθεσμιακών προϊόντων μέσω προμηθευτών.

Αλλαγές στη λειτουργία της αγοράς εξισορρόπησης 

Σημαντικές αλλαγές στη λειτουργία της αγοράς εξισορρόπησης για να αντιμετωπιστούν ζητήματα που αυξάνουν το κόστος έχει ζητήσει από την Ελλάδα η Ε.Ε. προκειμένου να εγκρίνει τις προωθούμενες μεταρρυθμίσεις μέσω του Market Reform Plan.

Μεταξύ αυτών είναι η διεύρυνση των συμμετεχόντων στην αγορά με τη συμμετοχή του Demand Response (απόκριση ζήτησης), της αποθήκευσης και των ΑΠΕ, αλλά και της συμμετοχής των traders στις αγορές επόμενης ημέρας και ενδοημερήσια.

Αν και η εφαρμογή των νέων μεταρρυθμίσεων αναμενόταν στις αρχές του έτους, δεν προβλέπονται νωρίτερα από το δεύτερο τρίμηνο, αφού ακόμη δεν έχουν εγκριθεί από την Ε.Ε. Ο δρόμος για μια ώριμη ευρωπαϊκή αγορά παραμένει μακρύς και κοστοβόρος για τα νοικοκυριά, τις ελληνικές επιχειρήσεις και την οικονομία της χώρας.

Καμία δημοσίευση για προβολή