Κώστας Μποτόπουλος

Τα στοιχήματα της «νέας οικονομίας»: Οι βαθιές μεταβολές που άφησε το 2022 , η ανάπτυξη και ποιοί παράγοντες την υποθηκεύουν

Κάθε εβδομάδα με τον Κώστα Μποτόπουλο

Η νέα χρονιά αρχίζει με ένα οικονομικό παράδοξο, που αποτελεί συγχρόνως πρόκληση και δίλημμα: ενώ στο μεγάλο μέτωπο του 2022, τον πληθωρισμό, τα πράγματα φαίνονται μάλλον, σε πείσμα του συνεχιζόμενου πολέμου στην Ουκρανία, να πηγαίνουν καλύτερα, το φάσμα της ύφεσης προβάλλει όλο και πιο απειλητικό. Κάτι που σημαίνει, από τη μια ότι η αδράνεια δεν αποτελεί λύση αλλά αυτοκτονία και, από την άλλη, ότι τα περιθώρια για κινήσεις είναι στενά και απαιτούν εκείνη ακριβώς την τόλμη που τής στερούν οι συνθήκες.

Το βασικό στοίχημα του 2023 είναι η ανάπτυξη, αλλά οι βάσεις της είναι σε μεγάλο βαθμό προδιαγεγραμμένες και, σε λίγο μικρότερο, υποθηκευμένες, από τις «βαριές» τάσεις που έχουν ήδη αναδειχθεί:

  • Γενικευμένη αστάθεια λόγω του πολέμου και της υπόγειας επαναχάραξης του γεωπολιτικού χάρτη
  • Άνοδο της Ινδίας, ήδη από το 2023, σε πιο πολυπληθή χώρα του πλανήτη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε επίπεδο φιλοδοξιών αλλά και αναγκών
  • Κλιμάκωση οικονομικής αντεπίθεσης της Κίνας, με σημάδι που δεν λαθεύει την ολοκλήρωση και θέση σε κυκλοφορία, ίσως και μέσα σε αυτή τη χρονιά, επίσημου ψηφιακού νομίσματος ευθέως ανταγωνιστικού του «συστήματος δολαρίου-SWIFT»
  • Ένταση αλλά και διαφοροποίηση της «κούρσας», που έχει μέσα της και στοιχεία οικονομικού πολέμου, για τις καλύτερες δυνατές θέσεις στην αφετηρία της «πράσινης οικονομίας», με μεταφορά ίσως του πεδίου αιχμής από τις «κλασικές» εναλλακτικές πηγές ενέργειας -ήλιο, αέρα- στις μέσω της τελευταίας λέξης της τεχνολογίας ταχύτατα αναπτυσσόμενες, με πρώτη το υδρογόνο
  • Συγκρότηση παγκόσμιου «ενεργειακού ζητήματος», με κρίσιμες οικονομικές, κοινωνικές (παρότι ο φετινός πήγε καλύτερα του αναμενομένου, ο επόμενος πιθανότατα να είναι δυσκολότερος) και γεωπολιτικές επιπτώσεις.

Η παγκόσμια οικονομία κουβαλάει επίσης τις βαθιές μεταβολές, σε επίπεδο «μοντέλου», που επέφερε η προηγούμενη χρονιά-καταλύτης:

  • Το τέλος του «φτηνού χρήματος», λόγω της αλλαγής πολιτικής των κεντρικών τραπεζών, για να χτυπηθεί ο πληθωρισμός
  • Την εγκατάλειψη των «πάνω από την επιφάνεια» αγορών κεφαλαίου (χρηματιστηρίων, ασφαλιστικών ταμείων, υποκείμενων σε εποπτεία επενδυτικών προϊόντων) ως «σούπερ-μάρκετ κερδοσκοπίας» και τη μετακίνηση των επενδυτών-κερδοσκόπων στις «αφανείς» και εκτός ελέγχου αγορές (με τα κρυπτονομίσματα να αποτελούν ειδική κατηγορία ρίσκου)
  • Την επανανομιμοποίηση της στήριξης μέσω κρατικού χρήματος, αλλά χωρίς τα άλλα δομικά στοιχεία της κεϋνσιανής πολιτικής, όπως η αναδιανομή, το κοινωνικό κράτος, η ενίσχυση των διεθνών οργανισμών
  • Την αποσύνδεση του κέρδους από την παραγωγικότητα και της περιουσιακής μεγέθυνσης -κρατών και νοικοκυριών- από την ανάπτυξη της οικονομίας ως «ζωντανού οργανισμού».

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εμφανούς γεωπολιτικής αστάθειας και υπόγειας μακροοικονομικής επανάστασης, με προσδοκία συγχρόνως για μείωση του πληθωρισμού, αντοχή των νομισμάτων και του ΑΕΠ, συνέχιση της αύξησης των επιτοκίων και βάθεμα της ύφεσης (σύμφωνα και με τις επίσημες προβλέψεις της Παγκόσμιας Τράπεζας), δεν αρκούν, αλλά και δεν αρμόζουν, τα κλασικά εργαλεία οικονομικής πολιτικής, ούτε μια «τεμπέλικη» αντίληψη του σύγχρονου καπιταλισμού ως αυτορρυθμιζόμενου συστήματος που αργά ή γρήγορα θα βρει το σημείο ισορροπίας του.

Η ανάδυση μιας «νέας οικονομίας» -του πολέμου και των διαρκών αναταράξεων, αλλά και των τεχνολογικών αλμάτων και τη αναπόφευκτης «πράσινης μετάβασης»- δεν μπορεί να αφεθεί να φέρνει όλο και μεγαλύτερες ανισότητες και όλο και μεγαλύτερη επιδείνωση του επιπέδου ζωής -και όχι μόνο για τους «εκτός συστήματος» (το παλαιό 1/3) αλλά πλέον και για τις μεσαίες και ανώτερες τάξεις (πλην του 1% των δισεκατομμυριούχων). Γιατί αν αφεθεί, το αποτέλεσμα είναι βέβαιο: ακόμα μεγαλύτερη άνοδος του λαϊκισμού και του αυταρχισμού, κοινωνική κατάπτωση έως το κοινωνικό ξέσπασμα, αποδοκιμασία όχι μόνο του «δημοκρατικού καπιταλισμού», όπως γίνεται όλο κι πιο ευρέως σήμερα, αλλά της ίδιας της δημοκρατίας, δηλαδή της ειρηνικής συμβίωσης ανθρώπων και λαών.

Η ανάπτυξη, συνεπώς -και είναι ανάγκη να αρχίσει να γίνεται πράξη μέσα στο 2023- δεν μπορεί να συνεχίσει να ισούται με εστίαση στα νούμερα και με εξυπηρέτηση μιας πολύ μικρής πλειοψηφίας του παγκόσμιου πληθυσμού. Οι πολιτικοί και οικονομικοί ηγέτες οφείλουν να βρουν τον τρόπο σταδιακής μετάβασης σε μια νέα σύλληψη και υλοποίηση της οικονομίας στα χνάρια των δυο μεγάλων σύγχρονων μορφών του «ανθρωπιστικού καπιταλισμού», του Αμάρτια Σεν και του Άνγκους Ντίτον.

Ενός καπιταλισμού, που θα συνδυάζει, όπως το θέτει ο Ντίτον (βλ. τα ΝΕΑ, 23-25 Δεκεμβρίου 2022), «την κατανόηση και εξάλειψη των παραγόντων πίσω από τη δυσφορία που συνοδεύει τη φτώχεια και τη στέρηση». Το 2023, ακριβώς επειδή θα είναι δύσκολο και πιεστικό, μπορεί να λειτουργήσει προωθητικά προς αυτή την κατεύθυνση. Αρκεί να υπάρξει πολιτική βούληση, δηλαδή συντονισμό και τόλμη -ή μάλλον, συντονισμό για τόλμη.

Κώστας Μποτόπουλος

Καμία δημοσίευση για προβολή