Κώστας Μποτόπουλος

Τα θεσμικά της οικονομίας: Οι συνέπειες της πετρελαϊκής κρίσης – H οικονομική και η γεωπολιτική διάσταση

Πού πάει το πετρέλαιο: είδαμε την περασμένη εβδομάδα πώς –σε συσχετισμό με την πανδημία αλλά και με ποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά- δημιουργήθηκε το νέο τοπίο. Ολοκληρώνουμε σήμερα με τις συνέπειες της πετρελαϊκής κρίσης.

Οι οικονομικές παράμετροι

Στις 20 Απριλίου, το αμερικανικό αργό πετρέλαιο, αφού ενδοσυνεδριακά πήγε ακόμα πιο κάτω, έκλεισε στην τιμή-ρεκόρ των -37,63 δολαρίων ανά βαρέλι. Το πετρέλαιο Brent, το διεθνές μέτρο σύγκρισης (benchmark), που καλύπτει όλες τις υπόλοιπες αγορές της υφηλίου, δεν έπεσε κάτω από το μηδέν αλλά δέχθηκε και αυτό μεγάλη πίεση, ευρισκόμενο, τις μέρες εκείνες, σε τιμές κάτω των 20 δολαρίων ανά βαρέλι.

Οι λόγοι ήταν ο διεθνής πανικός λόγω της συμφωνημένης πρωτοφανούς μείωσης της παραγωγής, τα προβλήματα αποθήκευσης του αμερικανικού πετρελαίου, αλλά και ο εν γένει μηχανισμός διαμόρφωσης της τιμής του πετρελαίου: τα «μελλοντικά συμβόλαια» (futures) «κλείνουν» στις 20 κάθε μηνός κι έτσι στις 20 του πιο δύσκολου, λόγω πανδημίας και ψυχολογίας, μήνα, του φετινού Απριλίου, οι συναλλασσόμενοι «σόρταραν» για να μην μείνουν με πετρέλαιο στα χέρια, καθώς οι αποθηκευτικές δυνατότητες του αμερικανικού πετρελαίου είναι περιορισμένες. Και οι ίδιοι οι παραγωγοί προτίμησαν να «πουλήσουν αρνητικά», δηλαδή να πληρώσουν για να τους πάρουν το πετρέλαιο από τα χέρια, ή μάλλον από τα ξέχειλα βαρέλια, ώστε, τουλάχιστον, να μην αναγκαστούν να μειώσουν κι άλλο την, ήδη εξαιρετικά μειωμένη, παραγωγή τους.

Μια βδομάδα αργότερα, το αμερικανικό πετρέλαιο ανέβηκε στην –πολύ κάτω των περιθωρίων κέρδους- τιμή των 18 δολαρίων το βαρέλι, ενώ σήμερα βρίσκεται κοντά στα 25 δολάρια –και το Brent γύρω στα 32. Για να υπάρχει ένα μέτρο σύγκρισης, αυτές οι τιμές είναι κατά 60% χαμηλότερες από τον μέσο όρο του τελευταίου χρόνου, ενώ παράλληλα μαίνεται ένας μικρός –και κρυφός- «πόλεμος» γύρω από τα πετρελαιοφόρα που αποθηκεύουν, μεταφέρουν και προσπαθούν να πουλήσουν, συχνά εν πλω, τις μεγάλες αδιάθετες ποσότητες: τα ναύλα εκτινάχθηκαν, τα στενά (ιδίως Σιγκαπούρη, Μαλαισία) φράκαραν, οι πλοιοκτήτες ξερογλείφονται αλλά και διαγκωνίζονται.

Ε, και; θα μπορούσε ίσως να ρωτήσει, ημι-αφελώς, κάποιος. Και τι πειράζει που το πετρέλαιο είναι φτηνό, άρα η τιμή της βενζίνης χαμηλή, οι καταναλωτές κερδισμένοι (το βλέπουμε ήδη στην τσέπη μας), οι ούτως ή άλλως πάμπλουτοι πετρελαιάδες ριγμένοι και μερικές δικτατορίες στα τάρταρα;

Δυστυχώς τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι, ή τουλάχιστον δεν είναι μόνο έτσι. Γιατί πέρα από τους προφανείς, ευρύτερους και κρίσιμους γεωπολιτικούς κινδύνους, για τους οποίους θα γίνει λόγος αμέσως πιο κάτω, η τιμή του πετρελαίου συνδέεται αφενός με την παγκόσμια οικονομική σταθερότητα και αφετέρου επηρεάζει το μεγάλο –το μέγιστο, κατά τη γνώμη μου-  ζήτημα της μετάβασης –αδύνατης σε συνθήκες παγκόσμιας σύρραξης- σε ένα νέο ενεργειακό μίγμα, με περισσότερες ανανεώσιμες πηγές και στηριγμένης σε νέο παραγωγικό πρότυπο. Το πού θα σταθεροποιηθεί η τιμή του πετρελαίου, μόλις τελειώσουν τα πιο περιοριστικά για την οικονομία μέτρα, έχει τεράστια σχέση με τους όρους υπό τους θα γίνει, και αν θα γίνει, μια τέτοια «συζήτηση».

 Η γεωπολιτική διάσταση

Ακόμα κρισιμότερες, και πιο επικίνδυνες, είναι οι πιθανές γεωπολιτικές εξελίξεις από μια διαιώνιση της αστάθειας ή μια μόνιμη κατάρρευση της τιμής, και της θέσης, του πετρελαίου. Θα χώριζα τις πηγές έντασης σε 4 κατηγορίες: πιθανότητα κατάρρευση κρατών (failed states), κλονισμός κρίσιμων για την ισορροπία «παικτών» (broken dams), συγκρούσεις με επίκεντρο τις ΗΠΑ (Trump games), ασύμμετρη αντιπαράθεση «παραδοσιακών» – «νέων» δυνάμεων και σχεδίων (new order).

Η μεγάλη, υπερβολική σε περιόδους κρίσεις, εξάρτηση εθνικών οικονομιών από το πετρέλαιο απέχει δυο δάχτυλα από το να οδηγήσει τις χώρες που έχουν αυτή την εξάρτηση σε ανυπέρβλητες δημοσιονομικές δυσκολίες, μη τήρηση διεθνών υποχρεώσεων, αδυναμία συντήρησης ενός στοιχειώδους κράτους πρόνοιας αλλά και κράτους δικαίου –γιατί η ανέχεια φέρνει εξέγερση, ακόμα και στις δικτατορίες: έτσι δημιουργούνται τα λεγόμενα failed states, δηλαδή κράτη που δεν μπορούν να φροντίσουν τον εαυτό τους αλλά και να ελεγχθούν από τη διεθνή κοινότητα.

Η παρούσα πετρελαϊκή κρίση έχει ήδη φέρει δυο κράτη, και μάλιστα διόλου ασήμαντα και από οικονομική και από γεωπολιτική άποψη, στα πρόθυρα μιας τέτοιας καταστροφής: Ιράν και Βενεζουέλα. Το γεγονός ότι θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και τα δύο ως «αυταρχικά» καθεστώτα και πάντως «εχθροί της Δύσης» δεν σημαίνει ότι μια άναρχη κατάρρευσή τους δεν θα δημιουργούσε εξαιρετικά δυσεπίλυτες περιφερειακές και παγκόσμιες αναφλέξεις. Όταν, όπως συμβαίνει με τα δύο συγκεκριμένα κράτη, δεν υπάρχει μια υπερεθνική οργάνωση που να μπορεί να τα «σώσει» (όπως έσωσε την Ελλάδα η Ευρωπαϊκή Ένωση) και επιπλέον η «Δύση», και ειδικά η ΗΠΑ, είναι πιθανόν να δουν την πτώση τους ως μια «ευκαιρία», ο κίνδυνος για την παγκόσμια τάξη, και για την παγκόσμια ειρήνη, είναι αυξημένος. Λιγότερο κρίσιμες για την παγκόσμια ισορροπία αλλά στο όριο, ίσως και πέρα από το όριο, της κατάρρευσης είναι και χώρες όπως το Ιράκ, το Ομάν, το Εκουαδόρ, η Αγκόλα.

Άλλα κράτη μπορεί να μην είναι στο όριο της κατάρρευσης, ωστόσο ο κλονισμός τους στερεί το διεθνές σύστημα από κρίσιμα φράγματα (dams) απέναντι σε κάθε είδους πλημμύρες. Σκέφτομαι ιδίως τη Βραζιλία, τη μεγαλύτερη χώρα και οικονομία της Λατινικής Αμερικής, στην οποία η πετρελαϊκή κρίση προστίθεται στο προφανές έλλειμμα ηγεσίας και δημοκρατίας και θα μπορούσε να παρασύρει σε ένα πηγάδι δίχως έξοδο μια ολόκληρη περιοχή του πλανήτη. Το Μεξικό, έναν, ως τώρα, ημι-ξύπνιο ημι-γίγαντα, δίπλα αλλά όχι στην αγκαλιά των Ηνωμένων Πολιτειών, που έχει μεν πιο διαφοροποιημένη οικονομική βάση, αλλά όπου πετρέλαιο και πανδημία, την οποία ο Πρόεδρος Ομπραδόρ πήρε μάλλον αψήφιστα, προστίθενται στα ήδη μεγάλα προβλήματα συνοχής. Και τη Νιγηρία, τη μεγαλύτερη και πιο ευάλωτη –δημοκρατικά, οικονομικά, σε σχέση με τον «ισλαμικό κίνδυνο»- χώρα της Αφρικής, μιας ηπείρου στην οποία η επιχείρηση κινεζικής επιρροής είναι σε πλήρη ανάπτυξη και μπορεί να αλλάξει πολλές ισορροπίες.

Οι ίδιες οι ΗΠΑ, θύμα, πριν από το πετρέλαιο, του εαυτού τους και του Προέδρου τους, δεν κινδυνεύουν ούτε με οικονομική κατάρρευση ούτε με γεωπολιτική εξαφάνιση, όμως οι νέοι όροι διεθνούς ανταγωνιστούν μπορεί να τις βάλουν –στην πραγματικότητα: τις έχουν βάλει ήδη- σε πειρασμό να σκληρύνουν την «αντιπαράθεση των ελεφάντων». Τόσο έναντι της Κίνας, της μόνης χώρας που μπορεί να βγει κερδισμένη από τον καταστροφικό συνδυασμό πανδημίας-οικονομικής κρίσης, όσο και έναντι της Ρωσίας, στην οποία ο παραπάνω συνδυασμός έχει φέρει έναν ούτως ή άλλο χωρίς αναστολές ηγέτη σε θέση λύκου έτοιμου να δαγκώσει. Το γεγονός ότι οι ΗΠΑ έχουν ουσιαστικά εισέλθει σε προεκλογική περίοδο και ότι ο Τραμπ έχει την προδιάθεση –αλλά, δυστυχώς, και τη δυνατότητα- να «κάνει τον καουμπόι» προκειμένου να βελτιώσει τις πιθανότητες επανεκλογής του –και καταδίκης της ανθρωπότητας-  συνιστούν επιπλέον επιβαρυντικά στοιχεία.

Η σκλήρυνση της μάχης μεταξύ των «ελεφάντων» σίγουρα θα έχει επιπτώσεις και στα «μυρμήγκια», όχι μόνο τα μικρότερες και πιο ανίσχυρες χώρες, αλλά και τις φωνές που ζητούν άλλη ενεργειακή ισορροπία στον πλανήτη: αν τη σημερινή «μάχη» κερδίσει ο ΟΠΕΚ+, δηλαδή οι «παραδοσιακές» πετρελαϊκές δυνάμεις, τότε είναι πολύ πιθανό να υποχωρήσουν οι προσπάθειες και οι επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες για «καθαρότερη» ενέργεια.

Έτσι ενώνονται –απειλητικά- οικονομία και πολιτική, τον καιρό της πανδημίας και των πολλαπλών κρίσεων.

  • Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος, πρ. Ευρωβουλευτής και πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, Σύμβουλος Διοίκησης στην Τράπεζα της Ελλάδας και εταίρος στη δικηγορική εταιρία «Λαμπαδάριος και Συνεργάτες». Τα σχόλιά του στο economico.gr δημοσιεύονται κάθε Σάββατο

 

Καμία δημοσίευση για προβολή