Το τέλος του φθηνού χρήματος ανατρέπει τα δεδομένα στην ελληνική οικονομία. Ο υψηλός πληθωρισμός υπονομεύει την ανάπτυξη, αλλά «μειώνει» το χρέος

Η εκτόξευση του πληθωρισμού και η «αναγκαστική» ταχεία ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας θέτουν σημαντικές προκλήσεις για την ελληνική οικονομία, με τον στασιμοπληθωρισμό, δηλαδή συνδυασμό υψηλού πληθωρισμού με χαμηλή ανάπτυξη, να θεωρείται πλέον ένα πιθανό σενάριο.

Οι ανησυχίες για τις επιπτώσεις στο κόστος χρήματος για το Δημόσιο και τις επιχειρήσεις αλλά και για τις μακροοικονομικές εξελίξεις έχουν ενισχυθεί, με την απόδοση του 10ετούς ομολόγου να κινείται στο 3,4% και το spread στις 245 μονάδες βάσης, περίπου δύο μήνες πριν από την πρώτη αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ η οποία πλέον θεωρείται βέβαιη, όπως βέβαιο θεωρείται και το τέλος των αρνητικών επιτοκίων πολύ πριν από το τέλος του 2022 – κάτι που θα ενισχύσει τις πιέσεις στα κόστη δανεισμού.

Οπως εξηγούν οικονομολόγοι στην «Καθημερινή της Κυριακής», αν και ο υψηλός πληθωρισμός έχει και οφέλη για την οικονομία, καθώς ενισχύει τα δημόσια οικονομικά αυξάνοντας τα έσοδα και έτσι μειώνει τον δείκτη χρέους, αυτά τα οφέλη είναι ωστόσο προσωρινά.

Το κόστος δανεισμού

Οπως προειδοποίησε η Τράπεζα της Ελλάδος στην Εκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, σταδιακά αντιστρέφονται οι ευνοϊκές συνθήκες χαμηλού κόστους χρηματοδότησης.

«Οπως καθίσταται σαφές, εάν τα υψηλά επίπεδα αποδόσεων διατηρηθούν κατά τη διάρκεια του 2022, αυτό θα επιδράσει αρνητικά στο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της Ελληνικής Δημοκρατίας», σημείωσε χαρακτηριστικά.

Η αύξηση του κόστους χρήματος επαναπροσδιορίζει τα επενδυτικά σχέδια επιχειρήσεων και κρατών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, όπως επισημαίνει ο Λουκάς Παπαϊωάννου, οικονομολόγος της Fast Finance.

Η άντληση κεφαλαίων θα γίνει δυσκολότερη και οι επενδυτές έχουν γίνει ήδη επιφυλακτικοί, ζητώντας υψηλότερες αποδόσεις. Το 10ετές γερμανικό ομόλογο που τον Μάρτιο του 2020 διαπραγματευόταν με αρνητική απόδοση -0,90%, σήμερα πλέον κινείται πέριξ του 1%.

«Διάσπαση του 1,20% θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου και στην ευρωπαϊκή οικονομία», όπως επισημαίνει. Στην περιφέρεια η εικόνα είναι πιο δύσκολη, αφού οι αποδόσεις έχουν προσεγγίσει τα υψηλά του Νοεμβρίου 2019 και διάσπαση των επιπέδων αυτών θα δυσκολέψει περαιτέρω την άσκηση ισορροπίας της ΕΚΤ.

Δίκοπο μαχαίρι για την Ελλάδα ο πληθωρισμός 

Ειδικά για την Ελλάδα, η διάσπαση του επιπέδου 3,20% διατηρεί σε ισχύ τον επόμενο στόχο του 4%, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ανταγωνιστικότητα και την επιβίωση των ελληνικών επιχειρήσεων, τονίζει ο κ. Παπαϊωάννου.

Κατά τον Ντένις Σεν, διευθυντή της Scope Ratings, ο πληθωρισμός ο οποίος τον Απρίλιο άγγιξε το 10,2% και τα υψηλότερα επίπεδα από το 1995 αντιπροσωπεύει ένα δίκοπο μαχαίρι για την ελληνική οικονομία, η οποία είναι αντιμέτωπη πλέον με τον κίνδυνο στασιμοπληθωρισμού.

«Αν και ο υψηλός πληθωρισμός υποστηρίζει τις αξιολογήσεις σε σημαντικό βαθμό συμβάλλοντας σε χαμηλότερους δείκτες χρέους, θα μπορούσε επίσης να αποτελέσει σημαντικό εμπόδιο στην πορεία της Ελλάδας προς την επενδυτική βαθμίδα μακροπρόθεσμα, εάν υπονομεύσει περαιτέρω την ικανότητα της ΕΚΤ να διατηρήσει τη σταθερότητα της αγοράς», σημειώνει.

Σύμφωνα με τον ίδιον, ο αυξημένος πληθωρισμός ωθεί τα επιτόκια υψηλότερα, και μαζί με αυτά το κόστος δανεισμού της ελληνικής κυβέρνησης, το οποίο οδηγεί σε ευρύτερα δημοσιονομικά ελλείμματα. «Αναμένουμε έλλειμμα 5,2% του ΑΕΠ φέτος και 3,4% το 2023», προσθέτει.

Τα υψηλότερα επιτόκια υπονομεύουν την πτωτική πορεία του χρέους

Παράλληλα, τα υψηλότερα επιτόκια χρηματοδότησης υπονομεύουν την πτωτική πορεία του χρέους της Ελλάδας. «Η χώρα δανείζεται σε διάστημα 10 ετών με περίπου 3,5% επιτόκιο, υπερδιπλάσιο από το μέσο σταθμικό κόστος του χρέους 1,6% που εκτιμάται για το 2022.

Το σταθμικό μέσο κόστος του ανεξόφλητου χρέους της Ελλάδας αυξάνεται, αντί να μειώνεται, για πρώτη φορά εδώ και χρόνια – αποδυναμώνοντας την υποκείμενη δυναμική του χρέους», σημειώνει ο Σεν.

Οπως υπολογίζει, ένα υψηλότερο μέσο επιτόκιο δανεισμού κατά 100 μονάδες βάσης θα αύξανε τον δείκτη χρέους της Ελλάδας κατά σχεδόν 2% συνολικά έως το 2026.

Επιπλέον, ο υψηλός πληθωρισμός υπονομεύει την οικονομική ανάπτυξη, σύμφωνα με τον αναλυτή. Η Scope μείωσε την πρόβλεψή της για την ανάπτυξη της Ελλάδας φέτος στο 3,4% από 4,3% πριν και για το 2023 κατά 0,2% σε 2,3% λόγω του πολέμου Ρωσίας – Ουκρανίας και των σχετικών επιπτώσεων στον πληθωρισμό και την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.

Ο στασιμοπληθωρισμός αποτελεί πραγματικό κίνδυνο

«Ο στασιμοπληθωρισμός αποτελεί πραγματικό κίνδυνο για την ελληνική οικονομία», προειδοποιεί ο Σεν.

Ωστόσο, την ίδια στιγμή ο υψηλός πληθωρισμός υποστηρίζει επίσης τη δυναμική μείωσης του χρέους μιας χώρας, περισσότερο από το να αντισταθμίζει τον αντίκτυπο από την αύξηση των επιτοκίων, με τη συνολική δυναμική να αντιπροσωπεύει επί του παρόντος καθαρή μείωση του δείκτη του χρέους. Η Scope εκτιμά ότι ο δείκτης χρέους θα μειωθεί κάτω από 180% έως το 2026, από 193% το 2021.

Κρίσιμη η χρονική διάρκεια

Πάντως παραμένει ο κίνδυνος ο πολύ υψηλός πληθωρισμός να διαρκέσει για πολύ περισσότερο, γεγονός που θα μπορούσε να περιορίσει την παρέμβαση της ΕΚΤ στις αγορές για να στηρίξει χώρες όπως η Ελλάδα.

«Μακροπρόθεσμα μπορεί να απαιτηθεί ένα θετικό πραγματικό επιτόκιο για να περιοριστεί ένα τέτοιο επίπεδο πληθωρισμού.

Η εμφάνιση σημαντικών περιορισμών για νομισματικούς ελιγμούς της ΕΚΤ –ιδιαίτερα εάν ένας παρατεταμένος πόλεμος στην Ουκρανία επιδεινώσει περαιτέρω τον πληθωρισμό– θα μπορούσε να αποδειχθεί πιστωτικά αρνητική για τις περιφερειακές αγορές της Ευρωζώνης», καταλήγει ο Σεν.

Καμία δημοσίευση για προβολή