Financial Times: Τι γίνεται με την Ουκρανία; Οι ανεκπλήρωτοι στόχοι του Πούτιν και ο φόβος της επιστροφής του Τραμπ

Ντόναλντ Τραμπ και Βλαντιμίρ Πούτιν ανταλλάσουν χειραψία λίγο μετά το τέλος της μεταξύ τους συνάντησης.

Εάν η υποστήριξη των ΗΠΑ και της Ευρώπης για την Ουκρανία εξέλιπε κατά τους επόμενους 12 μήνες, ο Βλαντιμίρ Πούτιν πιθανώς θα ήταν ο νικητής, παρατηρεί ανάλυση των Financial Times. «Σημαίνει αυτό ότι η ρωσική εξωτερική πολιτική αποδίδει καρπούς;», διερωτάται η εφημερίδα επιχειρώντας μια αποτίμηση της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής μετά την εισβολή στην Ουκρανία. Ο αρθρογράφος Tony Barber σημειώνει μεταξύ άλλων:

Όσον αφορά τον πόλεμο στην Ουκρανία, εξηγεί η εφημερίδα, θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι ο Πούτιν έχει περισσότερους από έναν στόχους.

Στο πρόσφατα μεταφρασμένο βιβλίο του Ukraine: The Forging of a Nation, ο ιστορικός Yaroslav Hrytsak γράφει ότι, μετά την εισβολή της Ρωσίας και τον μερικό διαμελισμό της Γεωργίας το 2008, ο Πούτιν υιοθέτησε την ακόλουθη στρατηγική έναντι της Ουκρανίας:

  • «Η ρωσόφωνη ανατολή, μαζί με την Κριμαία και ολόκληρη την ακτή της Μαύρης Θάλασσας, επρόκειτο να προσαρτηθεί στη Ρωσία. Η Δυτική Ουκρανία, ως έδαφος με έντονα αντιρωσικά αισθήματα, μπορούσε να πάει όπου ήθελε, ‘στο διάολο’. Η υπόλοιπη Ουκρανία θα περιοριζόταν σε ένα μικρό υποτελές αγροτικό κράτος με μια κυβέρνηση- μαριονέτα στο Κίεβο».

Αλλά ο Πούτιν έχει την ευρύτερη φιλοδοξία να αναδιατάξει τη διεθνή τάξη, προκαλώντας σοβαρά, ακόμη και θανατηφόρα, πλήγματα στην ηγεσία των ΗΠΑ και σπέρνοντας διχόνοια στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ.

Οι ανεκπλήρωτοι στόχοι του Πούτιν

Προς το παρόν, οι στόχοι του Ρώσου ηγέτη παραμένουν ανεκπλήρωτοι. Αν και η Ρωσία κατέχει περίπου το 17,5% του εδάφους της Ουκρανίας, δεν έχει καταφέρει να εκμηδενίσει την ανεξαρτησία, την ταυτότητα και την επιθυμία του ουκρανικού έθνους να ενσωματωθεί στη Δύση. Εν τω μεταξύ, το ΝΑΤΟ έχει επεκταθεί από την πλήρη εισβολή της Ρωσίας τον Φεβρουάριο του 2022 στην Ουκρανία, με τη Φινλανδία να προσχωρεί στη συμμαχία και τη Σουηδία στα πρόθυρα να ακολουθήσει.

Επιπλέον, η Ευρώπη μείωσε δραματικά την εξάρτησή της από τη ρωσική ενέργεια. Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν και αμφιταλαντευόμενοι στο στρατόπεδο της ΕΕ που διακατέχονται από αμφιθυμία και είναι σε θέση να προκαλέσουν προβλήματα ‘σπάζοντας ‘την ενότητα των 27. Οι ρωσόφιλες συμπάθειες του Ούγγρου πρωθυπουργού Viktor Orbán και η εχθρότητα προς την Ουκρανία σήμαιναν ότι, στη σύνοδο κορυφής της ΕΕ αυτήν την εβδομάδα στις Βρυξέλλες, «ο Πούτιν [καθόταν] επίσης στο τραπέζι της συνόδου κορυφής» — όπως το έθεσε ο Jens Geier, Γερμανός σοσιαλδημοκράτης.

Η Ουκρανία αντέχει

  • Ωστόσο, σε μια συνολική αποτίμηση, η Ουκρανία αντέχει. Η δυτική υποστήριξη προς το Κίεβο, αν και πολιτικά αμφιλεγόμενη και ισχνή από υλική άποψη, δεν έχει καταρρεύσει. Θα διαρκέσει όμως αυτό;

«Ο Πούτιν πιστεύει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτυγχάνουν να προσφέρουν για την Ουκρανία», δήλωσε Μπάιντεν την Τρίτη, «και πρέπει να του αποδείξουμε ότι κάνει λάθος». Τους τελευταίους μήνες, έχει διαδοθεί η άποψη μεταξύ Αμερικανών και Ευρωπαίων αναλυτών πολέμου ότι ο Πούτιν κερδίζει το πάνω χέρι στην Ουκρανία. Η αντεπίθεση του Κιέβου έχει σταματήσει. Η βοήθεια των ΗΠΑ για την Ουκρανία έχει εμπλακεί με την εσωτερική πολιτική, ενώ και οι Ευρωπαίοι μάχονται για να διατηρήσουν ένα ενιαίο μέτωπο.

“Η Ουκρανία δεν θεωρείται πλέον θέμα εθνικής ασφάλειας”

Σε συνέντευξη Τύπου και τηλεφωνική επικοινωνία αυτή την εβδομάδα, ο Πούτιν είπε: «Η Ουκρανία δεν παράγει σχεδόν τίποτα σήμερα, τα πάντα έρχονται από τη δύση, αλλά τα δωρεάν πράγματα θα εξαντληθούν κάποια μέρα και φαίνεται ότι η στιγμή αυτή έχει φτάσει». Όπως υπογραμμίζει από την πλευρά του ο Jacob Kirkegaard, ανώτερος συνεργάτης στο German Marshall Fund στις Βρυξέλλες:

«Η Ουκρανία δεν θεωρείται πλέον θέμα εθνικής ασφάλειας, υψίστης σημασίας για την ΕΕ, το ΝΑΤΟ ή τις Ηνωμένες Πολιτείες. Γιατί αν ήταν έτσι, οι άνθρωποι δεν θα έπαιζαν πολιτικά παιχνίδια με αυτό». «Αν είστε ο Vladimir Putin», παρατηρεί η εφημερίδα, «λέτε, καλά, η στρατηγική μου απόφαση να προσπαθήσω να αντέξω περισσότερο από τη Δύση, αποδίδει καρπούς».

  • Σύμφωνα με δημοσκόπηση των FT-Michigan Ross, το 48% των Αμερικανών ψηφοφόρων – και το 65% των Ρεπουμπλικανών – πιστεύουν ότι οι ΗΠΑ ξοδεύουν πάρα πολλά για στρατιωτική και οικονομική βοήθεια προς την Ουκρανία.

Το μέλλον της Ουκρανίας με τον Ντόναλντ Τραμπ

Κατόπιν τούτου, είναι πολύ εύκολο να φανταστεί κανείς ότι, εάν ο Ντόναλντ Τραμπ κέρδιζε την προεδρική αναμέτρηση των ΗΠΑ τον επόμενο Νοέμβριο και οι Ρεπουμπλικάνοι σημείωναν κέρδη στο Κογκρέσο, αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση της αμερικανικής υποστήριξης προς την Ουκρανία.

Μια τέτοια προοπτική βασίζεται σε εκτιμήσεις όπως αυτές από τη συντακτική επιτροπή του Κέντρου Ανάλυσης Ευρωπαϊκής Πολιτικής (CEPA) που εδρεύει στην Ουάσιγκτον, η οποία υποστηρίζει ότι σε μια τέτοια περίπτωση η ανεξάρτητη Ουκρανία θα αποτελέσει βορά της Ρωσίας και ο Πούτιν θα απολάμβανε παγκόσμιο κύρος. Η Ευρώπη θα διχαζόταν, με ορισμένες χώρες να αναζητούν συμφωνίες με τη Μόσχα, ενώ «οι ΗΠΑ [θα μεταβούν] από την ηγεσία ενός παγκόσμιου ιστού συμμαχιών, με κυρίαρχη θέση σε διεθνείς οργανισμούς που βασίζονται σε κανόνες, σε μια θέση να είναι ευάλωτες ακόμη και στη δική τους ήπειρο».

Με τη σειρά της η Anne Applebaum, γράφοντας στο The Atlantic, προειδοποιεί ότι μια δεύτερη θητεία Tραμπ στον Λευκό Οίκο θα αναγκάσει τις ΗΠΑ να εγκαταλείψουν το ΝΑΤΟ. Ωστόσο, από συνταγματική άποψη, δεν είναι σαφές εάν ένας πρόεδρος έχει την εξουσία να αποσύρει τις ΗΠΑ από μια διεθνή συνθήκη, όπως αυτή που δημιούργησε το ΝΑΤΟ, χωρίς τη συγκατάθεση της Γερουσίας.

  • Είναι σημαντικό ότι όταν οι γερουσιαστές ψήφισαν την Τετάρτη για την έγκριση του ετήσιου προϋπολογισμού για την εθνική άμυνα, συμπεριέλαβαν μια διάταξη σύμφωνα με την οποία ένας πρόεδρος δεν μπορεί να αποσύρει τις ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ χωρίς την έγκριση του Κογκρέσου. Ίσως, λοιπόν, ακόμη και μια δεύτερη θητεία του Trump να μην προωθήσει τον στόχο της Ρωσίας να καταστρέψει το ΝΑΤΟ.

Τα δυνατά και αδύνατα σημεία της ρωσικής οικονομίας

Στη συνέχεια η εφημερίδα αναλύει τα δυνατά και αδύνατα σημεία της ρωσικής οικονομίας, καθώς , όπως σημειώνει, μια επιτυχημένη ρωσική εξωτερική πολιτική απαιτεί μια ανθεκτική ρωσική οικονομία. «Λυγίζει η οικονομία κάτω από την πολεμική προσπάθεια;», διερωτάται η εφημερίδα. Σύμφωνα με ανάλυση του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ, η ρωσική οικονομία είναι 5% μικρότερη τώρα από ό,τι θα ήταν αν ο Putin δεν είχε εξαπολύσει την εισβολή του 2022.

Επιπλέον, ορισμένες ρωσικές εταιρείες αισθάνονται την πίεση, όπως περιγράφεται στο The Bell, μια απαραίτητη διαδικτυακή πηγή για τη μελέτη των οικονομικών συνθηκών στη Ρωσία: «Στην ανασκόπηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας του Νοεμβρίου, η κεντρική τράπεζα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι περισσότερες ρωσικές εταιρείες με εξαγωγικό προσανατολισμό αντιμετώπισαν μείωση της κερδοφορίας και επιδείνωση του χρέους.«Οι κύριοι λόγοι είναι η μείωση των εσόδων από τις εξαγωγές και η ελλιπής αντικατάσταση των προμηθειών από την Ευρώπη με παραδόσεις στην Ασία», ανέφερε η έκθεση.

Ωστόσο, σημειώνεται ότι δεν υπάρχει η εντύπωση ότι η ρωσική οικονομία βρίσκεται κοντά στο οριακό σημείο. Ειδικότερα, όσον αφορά τις κυρώσεις της Δύσης στη ρωσική ενέργεια, ο Πούτιν έχει κάποιους λόγους να είναι ικανοποιημένος. Όπως εξηγεί αυτή η έκθεση των FT, οι ροές ρωσικού πετρελαίου στην Ευρώπη έχουν επιβραδυνθεί σταδιακά, αλλά εκατομμύρια βαρέλια αποστέλλονται καθημερινά σε αγοραστές στην Ινδία, την Κίνα και την Τουρκία.

Εξάλλου, παρατηρεί η εφημερίδα, οποιαδήποτε συζήτηση για την οικονομία και την εξωτερική πολιτική της Ρωσίας πρέπει να λαμβάνει υπόψη την Κίνα. Τα δύο κράτη είναι στενά ευθυγραμμισμένα στην αντίθεσή τους στη διεθνή τάξη πραγμάτων υπό την ηγεσία των ΗΠΑ και έχουν εντείνει τη στρατιωτική συνεργασία, συμπεριλαμβανομένων κοινών ναυτικών ασκήσεων.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι σχέσεις Ρωσίας – Κίνας

Σε άρθρο του για το Asia Society Policy Institute, ο Philipp Ivanov γράφει: «Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει επιταχύνει και έχει διαταράξει ταυτόχρονα τη σχέση Κίνας-Ρωσίας. Έχει βαθύνει την οικονομική εξάρτηση της Ρωσίας από την Κίνα [και] έχει αυξήσει την ασυμμετρία ισχύος μεταξύ των δύο χωρών».«Η Κίνα και η Ρωσία μπορεί να έχουν φτάσει στο αποκορύφωμα της συνεργασίας τους. Αλλά αυτή τη στιγμή, τα οφέλη της σχέσης και για τους δύο υπερτερούν κατά πολύ των κινδύνων», προσθέτει.

Σε άρθρο του Janis Kluge για την ερευνητική μονάδα Stiftung Wissenschaft und Politik με έδρα το Βερολίνο, το οποίο αναφέρεται στις οικονομικές σχέσεις Ρωσίας-Κίνας, ο γερμανός ειδικός οδηγείται στα ακόλουθα τρία συμπεράσματα:

  1. Αν και το διμερές εμπόριο έχει εκτιναχθεί από τον Φεβρουάριο του 2022, οι κινεζικές επενδύσεις στη Ρωσία έχουν συρρικνωθεί.
  2. Οι εξαγωγές ορυκτών καυσίμων της Ρωσίας στην Κίνα αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της οικονομικής σχέσης.
  3. Η ρωσο-κινεζική συνεργασία στον τομέα της πληροφορικής έχει μειωθεί σημαντικά, επειδή οι κινεζικές εταιρείες φοβούνται ότι ενδέχεται να υποστούν δευτερεύουσες κυρώσεις από τις ΗΠΑ.

Συνολικά, η ρωσική εξωτερική πολιτική αποκομίζει κάποια οφέλη από τη στενή σχέση με την Κίνα, αλλά με κίνδυνο μακροπρόθεσμου κόστους, προσθέτει.

Οι επιπτώσεις του πολέμου Ισραήλ – Χαμάς

Επισημαίνεται ακόμη ότι πέρα από τις ΗΠΑ, την Ευρώπη και τους συμμάχους τους, οι περισσότερες χώρες αποδοκιμάζουν την εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία, όπως φαίνεται στις ψηφοφορίες της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ από τις αρχές του 2022. Ωστόσο, ο πόλεμος Ισραήλ-Χαμάς έχει θέσει προσκόμματα στην αμερικανική διπλωματία σε μεγάλο μέρος του κόσμου. Και πολλά κράτη στην Αφρική, την Ασία, τη Λατινική Αμερική και τη Μέση Ανατολή βλέπουν κάποιο πλεονέκτημα στην καλλιέργεια δεσμών με τη Μόσχα ως τρόπο μεγιστοποίησης του βάρους τους σε μια διαταραγμένη διεθνή τάξη.

Οι επισκέψεις του Πούτιν αυτόν τον μήνα στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία είναι ενδεικτικές περιπτώσεις. (Καμία από τις δύο χώρες δεν έχει επικυρώσει το καταστατικό που διέπει το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, το οποίο έχει κατηγορήσει τον Putin για φερόμενα εγκλήματα πολέμου.) Μια πιο περιορισμένη ρωσική επιτυχία ήταν η απόφαση των Brics (Βραζιλία, Κίνα, Ινδία, Ρωσία και Νότια Αφρική) τον Αύγουστο να προσκαλέσει έξι νέα μέλη να ενταχθούν στη λέσχη — Αργεντινή, Αίγυπτος, Αιθιοπία, Ιράν, Σαουδική Αραβία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.

Μια τέτοια ποικιλόμορφη ομάδα μπορεί να μοιάζει με εναλλακτική λύση στην παγκόσμια τάξη πραγμάτων υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Αλλά είναι γεμάτη εσωτερικές διαφορές και σε καμία περίπτωση δεν ευθυγραμμίζεται με τη Ρωσία σε όλους τους τομείς. Τέλος, τα επιτεύγματα της Ρωσίας στη σφυρηλάτηση στενότερων δεσμών με το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα – ιδιαίτερα πολύτιμα στην πολεμική προσπάθεια – πρέπει να αντιπαρατεθούν στις πιο τεταμένες σχέσεις της με πρώην σοβιετικές δημοκρατίες όπως η Αρμενία και οι χώρες της κεντρικής Ασίας.

Συμπερασματικά, η ρωσική εξωτερική πολιτική σημειώνει κάποιες επιτυχίες, αλλά όχι σε όλα τα πεδία. Το 2024, πολλά θα εξαρτηθούν από την προεκλογική εκστρατεία των ΗΠΑ και τον αντίκτυπό της στη στήριξη της Δύσης προς την Ουκρανία.

Καμία δημοσίευση για προβολή