Γιατί η υποψηφιότητα Τραμπ αποτελεί γρίφο, τόσο για τους Δημοκρατικούς, όσο και για τους Ρεπουμπλικάνους

Το είπε και το έκανε: ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε -όπως είχε υποσχεθεί- ότι θα είναι ξανά υποψήφιος για την προεδρία των ΗΠΑ στις εκλογές του 2024 και, είτε αρέσει είτε όχι, έβαλε φωτιά στο πολιτικό σκηνικό της χώρας.

Τα κίνητρα του Τραμπ για την κίνηση αυτή είναι πολλά και τα περισσότερα έχουν να κάνουν με την προσωπικότητά του, αλλά και με τις έρευνες των δικαστικών αρχών σχετικά με τα πεπραγμένα του ως πρόεδρος και ως επιχειρηματίας. Ωστόσο, η απόφασή του να είναι ξανά υποψηφίος -το 2024 θα είναι 78 χρονών…- σίγουρα προκαλεί προβληματισμό και οδηγεί σε ανασχεδιασμό στρατηγικών και πολιτικών και τα δύο μεγάλα κόμματα.

Οι μπελάδες των Ρεπουμπλικάνων

Με πρώτο και… καλύτερο το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, το οποίο αν και κέρδισε -γενικώς- στις ενδιάμεσες εκλογές, παρά ταύτα δεν τα πήγε όσο καλά προέβλεπαν οι αναλυτές. Μέρος αυτής της αποτυχίας του να κυριαρχήσει στο Κογκρέσο (η Γερουσία παραμένει στα χέρια των Δημοκρατικών) αποδίδεται και στον ρόλο που έπαιξε προεκλογικά ο Τραμπ, προωθώντας υποψηφίους που θεωρούνται «δικοί» του, πιέζοντας το κόμμα και γενικώς κάνοντας ό,τι μπορούσε για να δείξει ότι είναι ακόμα ο «μεγάλος παίκτης» στο GOP.

Το πρόβλημα για τους Ρεπουμπλικάνους είναι διπλό: από τη μία αναγνωρίζουν ότι ο Τραμπ τους κάνει ζημιά στην προσπάθειά τους να προωθήσουν υποψηφίους που μοιάζουν πιο συγκροτημένοι και σοβαροί (σε σχέση με τους… «Τραμπίστας», τουλάχιστον), αλλά από την άλλη δεν μπορούν να αγνοήσουν και το μεγάλο κομμάτι των ψηφοφόρων του κόμματος που «πίνει νερό» στο όνομα του πρώην προέδρου, την «τραμπική συνιστώσα», που είχε γράψει προ μηνών και το economico.gr, η οποία μπορεί να κρίνει πολλά στις εκλογές.

Για την ώρα, το μοναδικό όνομα που «παίζει» ως αντίπαλος του Τραμπ στους Ρεπουμπλικάνους είναι αυτό του κυβερνήτη της Φλόριντα Ρον ντε Σάντις, ο οποίος «σάρωσε» στις ενδιάμεσες εκλογές και αποτελεί έναν ισχυρό παίκτη στο κόμμα, αν και ακόμα ο ίδιος δεν έχει εκδηλώσει τις προθέσεις του. Ο ντε Σάντις έχει ερείσματα στη «σκληρή» δεξιά πτέρυγα του κόμματος, και θα μπορούσε να αποτελέσει αντίπαλο δέος για τον Τραμπ, αλλά δύσκολα ξεχνιέται το 2016, όταν ο Τραμπ κουρέλιασε σχεδόν ολόκληρη τη νομενκλατούρα του κόμματος.

Τα προβλήματα των Δημοκρατικών

Όσον αφορά στους Δημοκρατικούς, η νέα υποψηφιότητα Τραμπ από τη μία τους δίνει το πλεονέκτημα της σύγκρισης της θητείας του με αυτή του Τζο Μπάιντεν, όταν οι ΗΠΑ, παρά τις μεγάλες δυσκολίες, κατάφερε να βγει σχετικά αλώβητη από την πανδημία του κοροναϊού και, ταυτόχρονα, τους επιτρέπει να υπογραμμίζουν τις συνέπειες της θητείας του Τραμπ, ιδίως σε κοινωνικό επίπεδο, όπως, π.χ. την ανατροπή της απόφασης Roe vs. Wade για τις αμβλώσεις από το σκληρά συντηρητικό Ανώτατο Δικαστήριο που «έχτισε» ο Τραμπ.

Από την άλλη, ωστόσο, αναγνωρίζουν ότι ο πρώην πρόεδρος έχει γκελ με μεγάλα συντηρητικά στρώματα των ψηφοφόρων, δεν διστάζει να επιτίθεται ακόμα και με τρόπο ad hominem στους αντιπάλους τους, αλλά και ότι στη διάρκεια της θητείας του -πλην της φάσης της πανδημίας- η οικονομία των ΗΠΑ πήγε πολύ καλά. Επίσης, αναγνωρίζουν ότι ο Τζο Μπάιντεν το 2024 θα είναι 82 ετών και ότι, αν είναι υποψήφιος, θα κληθεί να αντιμετωπίσει έναν Τραμπ αποφάσισμένο για όλα, προκειμένου να κερδίσει τις εκλογές έστω και με… μισό εκλέκτορα διαφορά.

Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Τραμπ πριν φθάσουμε στην προεκλογική περίοδο μπορεί να βρίσκεται κατηγορούμενος για διάφορες υποθέσεις -από την εισβολή στο Καπιτώλιο της 6ης Ιανουαρίου 2021 ως τα απόρρητα έγγραφα που βρέθηκαν στο σπίτι του στο Μαρ-Α-Λάγκο-, κάτι που ενδεχομένως θα προκαλέσει πλήγμα στην υποψηφιότητά του και… ανακούφιση, τόσο στους Δημοκρατικούς όσο και σε μερίδα των Ρεπουμπλικάνων. Ίδομεν…

Καμία δημοσίευση για προβολή