Η χώρα επιστρέφει στα πρωτογενή πλεονάσματα. Κυβέρνηση: “Προσήλωση στον στόχο της δημοσιονομικής σύνεσης”

 Για το 2024 θα προβλέπεται πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 2% του ΑΕΠ και για τα δύο επόμενα έτη λίγο υψηλότερο – 2,2%-2,3% του ΑΕΠ.

Το –μικρό έστω– πρωτογενές πλεόνασμα της προηγούμενης χρονιάς, 0,1% του ΑΕΠ, έναντι του προβλεπόμενου πριν από λίγους μήνες πρωτογενούς ελλείμματος 1,6% του ΑΕΠ, δίνει ώθηση για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων φέτος και τα επόμενα χρόνια, που θα γίνονται όλο και δυσκολότεροι.  Για το 2024 θα προβλέπεται πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 2% του ΑΕΠ και για τα δύο επόμενα έτη λίγο υψηλότερο – 2,2%-2,3% του ΑΕΠ.

Η επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα έναν χρόνο νωρίτερα είναι μια πιστοποίηση της προσήλωσης της κυβέρνησης στον στόχο της δημοσιονομικής σύνεσης και αυτό είναι κάτι που δεν σκοπεύει να σπαταλήσει το κυβερνών κόμμα ενόψει εκλογών. Αντίθετα, θα επιδιώξει να το αξιοποιήσει. Οπως διαμηνύουν στελέχη του, το οικονομικό πρόγραμμα της Ν.Δ. που θα ανακοινωθεί την ερχόμενη εβδομάδα θα είναι πολύ συγκρατημένο από πλευράς δαπανών, δίνοντας έμφαση στην αξιοπιστία.

Σύμφωνα με τα δημοσιονομικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η Ελλάδα σημείωσε το 2022 τη μεγαλύτερη μείωση χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ, κατά 23,3 ποσοστιαίες μονάδες, στο 171,3% του ΑΕΠ, παραμένοντας, βεβαίως, το υψηλότερο στην Ε.Ε.

Το Πρόγραμμα Σταθερότητας 2023-2026

Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, στο υπουργείο Οικονομικών διαμορφώνουν αυτές τις ημέρες τα τελικά μεγέθη που θα περιέχει το Πρόγραμμα Σταθερότητας 2023-2026, το οποίο θα καταθέσει η κυβέρνηση στις 30 Απριλίου στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αν και το πρόγραμμα δεν θα περιλαμβάνει ρητή αναφορά σε πρωτογενή αποτελέσματα, από τις λοιπές προβλέψεις του θα προκύπτει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα φέτος θα κινηθεί στο επίπεδο που έχει προβλεφθεί στον προϋπολογισμό, 0,7% του ΑΕΠ, ή και λίγο υψηλότερα. Έτσι, για το 2024 θα προβλέπεται πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 2% του ΑΕΠ και για τα δύο επόμενα έτη λίγο υψηλότερο – 2,2%-2,3% του ΑΕΠ.

Η βιωσιμότητα του χρέους

Οι επιδόσεις αυτές είναι απαραίτητες προκειμένου να διασφαλίζεται η βιωσιμότητα του χρέους, η οποία θα είναι το βασικό κριτήριο της Κομισιόν στις μεσοπρόθεσμες συμφωνίες που θα συνάπτει με τα κράτη-μέλη, στο πλαίσιο του αναθεωρημένου Συμφώνου Σταθερότητας. Αν μάλιστα η πρότασή της δεν περάσει, αν υπερισχύσουν οι γερμανικές θέσεις ή δεν υπάρξει καμιά συμφωνία και επιστρέψουμε στο παλιό Σύμφωνο Σταθερότητας (κάτι μάλλον απίθανο), τότε τα πράγματα θα είναι πιθανότατα χειρότερα για την Ελλάδα. Για το 2024, εξάλλου, χρονιά κατά την οποία δεν θα έχει προλάβει να τεθεί σε εφαρμογή το νέο Σύμφωνο, η Κομισιόν θα εκδώσει συστάσεις τον ερχόμενο μήνα που θα κινούνται, χωρίς αμφιβολία, στην κατεύθυνση της δημοσιονομικής σύσφιγξης.

Οι καλές δημοσιονομικές επιδόσεις του 2022, επομένως, τις οποίες γνωστοποίησαν η ΕΛΣΤΑΤ και η Eurostat την περασμένη Παρασκευή, στο πλαίσιο της λεγόμενης διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος, αποτελούν ένα ευπρόσδεκτο δώρο για την επόμενη κυβέρνηση. Η απόσταση που θα κληθεί να διανύσει για την προσαρμογή από το πλεόνασμα 0,1% του ΑΕΠ το 2022 στο 0,7%-0,9% φέτος και στο 2% το 2024 είναι σαφώς μικρότερη σε σύγκριση με την απόσταση που θα χρειαζόταν να καλύψει αν το 2022 είχε κλείσει με πρωτογενές έλλειμμα 1,6% του ΑΕΠ, όπως είχε προβλεφθεί στον προϋπολογισμό του 2023 πριν από λίγους μήνες.

Ποιος έκανε το δώρο αυτό στην κυβέρνηση;

Κατά τις εκτιμήσεις των οικονομικών αναλυτών, αλλά και του ΔΝΤ, η ανάπτυξη αλλά και ο πληθωρισμός συνεισέφεραν σχεδόν εξίσου στην αύξηση των ονομαστικών φορολογικών εσόδων και του ονομαστικού ΑΕΠ και συνεπώς στη μείωση του ελλείμματος και του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ. Επίσης, θετικά για το 2022 ήταν και τα αποτελέσματα των προσαρμογών που έκανε την τελευταία στιγμή η Eurostat.

Οι υπολογισμοί του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους λένε τα εξής: η βελτίωση από το έλλειμμα 1,6% του ΑΕΠ που είχε προβλεφθεί στο πλεόνασμα 0,1% του ΑΕΠ που προέκυψε, είναι 1,7% του ΑΕΠ. Δηλαδή, περίπου 3,5 δισ. ευρώ. Από το ποσό αυτό, τα 770 εκατ. ευρώ είναι η τελευταία δόση των ANFAs και SMPs, που εκταμιεύθηκαν το 2023, αλλά τελικά αποφασίστηκε από τη Eurostat να εγγραφούν στο 2022. Αλλα 380 εκατ. ευρώ είναι η δαπάνη που είχε υπολογιστεί για τη συμμετοχή του Δημοσίου στην αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Αττικής και είχε εγγραφεί στο 2022, αλλά η Eurostat τη μετέφερε στο 2023. Συνεπώς 1,250 δισ. είναι οι προσαρμογές λόγω Eurostat.

Aπό κει και πέρα, περίπου άλλα 600 εκατ. ευρώ υπολογίζουν στο υπουργείο Οικονομικών ότι είναι η υπεραπόδοση φορολογικών εσόδων των πρώτων δύο μηνών φέτος, που αντιστοιχούν στο 2022, λόγω της υψηλότερης ανάπτυξης (5,9% αντί πρόβλεψης για 5,6%) και του πληθωρισμού. Κυρίως, όπως επισημαίνουν, πρόκειται για φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων. Αλλα τόσα περίπου αφορούν υποεκτέλεση δαπανών κάποιων υπουργείων, αναφέρουν οι πηγές.

 

 

Καμία δημοσίευση για προβολή