Ο σινοαμερικανικός ανταγωνισμός σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο. Τι δείχνει ο Δείκτης Γεωπολιτικού Κινδύνου του ΔΝΤ

Αλληλοκατηγορούνται ΗΠΑ-Κίνα

Όλο και πιο τεταμένες καθίστανται οι σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας τη στιγμή που ο υπόλοιπος κόσμος παρακολουθεί τις εξελίξεις με ανησυχία. Και αυτό γιατί, οι γεωπολιτικές εξελίξεις και οι διπλωματικές εντάσεις δημιουργούν δευτερογενείς επιπτώσεις στις διεθνείς χρηματαγορές, το επιχειρηματικό περιβάλλον, τις επενδύσεις αλλά και το διεθνές εμπόριο.

Η αβεβαιότητα σχετικά με αυτό το θέμα αντανακλάται, ως έναν βαθμό, στον Δείκτη Γεωπολιτικού Κινδύνου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (Geopolitical Risk Index, IMF, Caldara and Iacoviello 2022). Ο συγκεκριμένος δείκτης δείχνει να αποκλιμακώνεται, μετά την ραγδαία άνοδό του κατά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, αλλά διατηρείται σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα, άνω του διαχρονικού μέσου όρου (100,7), από το 1985 έως σήμερα.

Στη μελέτη τους, οι συγγραφείς έχουν κατασκευάσει τον συγκεκριμένο Δείκτη, μέσω της μεθοδολογίας ανάλυσης κειμένου (text- analysis), δηλαδή καταγράφουν πόσες φορές χρησιμοποιούνται όροι που σχετίζονται με τις γεωπολιτικές εντάσεις στον έντυπο τύπο. Οι υψηλότερες τιμές προμηνύουν χαμηλότερο επίπεδο επενδύσεων, τιμών μετοχών και απασχόλησης, ενώ συνδέονται άμεσα με τη μεγαλύτερη πιθανότητα οικονομικών διαταραχών και με μεγαλύτερους, καθοδικούς κινδύνους για την παγκόσμια οικονομία.

Αλληλοκατηγορούνται ΗΠΑ-Κίνα

Οι δύο υπερδυνάμεις κατηγορούν επανειλημμένα η μία την άλλη. Από τη μία πλευρά, οι ΗΠΑ το Πεκίνο για κατασκοπεία με το τελευταίο να ισχυρίζεται ότι η Ουάσιγκτον προσπαθεί να το αποκόψει από τις διεθνείς αγορές. Οι δύο πλευρές εμπλέκονται σε έναν συνεχιζόμενο, εμπορικό πόλεμο, αυξάνοντας παράλληλα τις στρατιωτικές τους δαπάνες, ενώ το σενάριο μιας αναμέτρησης για την Ταϊβάν φαίνεται όλο και πιο πιθανό.

Όμως η σινοαμερικανική κόντρα δεν μένει μόνο σε αυτά, αλλά διεξάγεται σε ένα ευρύ φάσμα πεδίων: οικονομικό, γεωπολιτικό και τεχνολογικό. Για παράδειγμα, οι δύο χώρες επιδίδονται σε έναν οξύ ανταγωνισμό για την κατασκευή ημιαγωγών, που είναι απαραίτητοι για τη λειτουργία των smartphones, την αυτοκινητοβιομηχανία αλλά και τους στρατιωτικoύς εξοπλισμούς. Σημειώνεται ότι η Ταϊβάν είναι ο μεγαλύτερος κατασκευαστής ημιαγωγών και ειδικά προηγμένων ημιαγωγών στον κόσμο (άνω του 60% της παγκόσμιας παραγωγής).

Αυτό που επιδείνωσε την κατάσταση ήταν η ανακοινωθείσα απαγόρευση εξαγωγών προηγμένων ημιαγωγών προς την Κίνα τον Οκτώβριο του 2022 από το Υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ.

Την κίνηση αυτή, το Πεκίνο εξέλαβε ως στρατηγική των ΗΠΑ να εμποδίσει την περαιτέρω οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη της Κίνας για χάρη της εθνικής ασφάλειας. Ως απάντηση στις αμερικανικές κυρώσεις, η Κίνα προτίθεται να ενισχύσει οικονομικά την εγχώρια βιομηχανία ημιαγωγών, ώστε να αποκτήσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αυτάρκεια.
Την ίδια στιγμή, η υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Τζάνετ Γέλεν υποστήριξε ότι οι ΗΠΑ επιδιώκουν μια εποικοδομητική και δίκαιη εμπορική σχέση με την Κίνα, χωρίς όμως να συμβιβάζεται σε ζητήματα εθνικής ασφάλειας.

Οι σχέσεις των δύο υπερδυνάμεων (Κίνα και ΗΠΑ) είναι τεταμένες τα τελευταία έτη, ενώ οι περισσότερες χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ευρώπη, ελπίζουν ότι μπορούν να συνεχίσουν να ισορροπούν μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων, αποσπώντας πλεονεκτήματα και από τις δύο, ενώ δεν δεσμεύονται σε καμία από τις δύο. Όμως, οι περιστάσεις θα μπορούσαν να τους αναγκάσουν να κάνουν μια επιλογή. Η όξυνση των εντάσεων ενδέχεται να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην παγκόσμια οικονομία, ενώ ο χρηματοοικονομικός κατακερματισμός (financial fragmentation) που παρατηρείται θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Σύμφωνα με άλλη μελέτη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (IMF, Geopolitics and Fragmentation Emerge as Serious Financial Stability Threats, Απρίλιος 2023), η αποσύνδεση των οικονομιών που επέρχεται από τους εκατέρωθεν περιορισμούς δύναται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομία, οδηγώντας σε εκροές κεφαλαίων αλλά και σε κλυδωνισμό το χρηματοπιστωτικό σύστημα, αυξάνοντας το κόστος χρηματοδότησης αρχικά των τραπεζών και εν συνεχεία των ιδιωτών και των επιχειρήσεων.

Τι θα φέρει το 2023

Η αποτυχία του Πεκίνου και της Ουάσιγκτον να διαχειριστούν τις σχέσεις τους μέσα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο έχει επιπτώσεις όχι μόνο για τις οικονομίες αλλά και για τις εταιρείες, τις κοινότητες, τα πανεπιστήμια και άλλους θεσμούς και οργανισμούς (π.χ. Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Παγκόσμια Τράπεζα) που έχουν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην αλληλεπίδραση της Κίνας και των ΗΠΑ τα τελευταία 40 χρόνια.

Το 2023, τα γεγονότα είναι πιθανό να αναγκάσουν και τις δύο χώρες να αναγνωρίσουν τη θεμελιωδώς ανταγωνιστική σχέση τους και να τη διαχειριστούν διαφορετικά. Η κάθε πλευρά επιδιώκει να νομιμοποιήσει και να θέσει σε εφαρμογή πεποιθήσεις, κανόνες και παγκόσμια συστήματα που ευνοούν την προώθηση των δικών τους στόχων με απώτερο σκοπό να καταστήσουν πιο δύσκολο στον αντίπαλό τους να προωθήσει την ατζέντα του.

Καμία δημοσίευση για προβολή