Οι εισφορές το “κλειδί” για πραγματική αύξηση του κατώτατου μισθού. “Τροχοπέδη” το υψηλό μη μισθοδοτικό κόστος στη χώρα μας

Μια μικρή αύξηση στον κατώτατο μισθό, της τάξης του 2% σε συνδυασμό με τη μείωση των εισφορών εργαζομένου κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες, θα έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των καθαρών απολαβών του εργαζομένου κατά 5%.

Το ίδιο αποτέλεσμα θα έχουμε και αν ο κατώτατος αυξηθεί κατά 4% και μειωθούν οι εισφορές εργαζομένου κατά 0,5 π.μ. Αντίστοιχα, αν ο κατώτατος μισθός αυξηθεί κατά 6% και υπάρξει μείωση των εισφορών κατά 2,5 π.μ., η αύξηση στις καθαρές απολαβές θα είναι της τάξης του 9%.

“Τροχοπέδη” το υψηλό μη μισθολογικό κόστος 

Σύμφωνα με ρεπορτάζ της Καθημερινής της Κυριακής, το  υψηλό μη μισθολογικό κόστος στη χώρα μας λειτουργεί ως «τροχοπέδη» στην όποια πρόθεση για σημαντική αύξηση των μισθών και δη του κατώτατου, που όπως παραδέχονται στο σύνολό τους οι κοινωνικοί εταίροι και φορείς που συμμετέχουν στη διαδικασία διαβούλευσης για τη διαμόρφωση του νέου κατώτατου μισθού, από 1η Μαΐου 2022 και μετά (την τελική απόφαση θα τη λάβει το υπουργείο Εργασίας), παραμένει ιδιαίτερα χαμηλός.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η Ελλάδα να βρίσκεται σημαντικά κάτω από τον μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε., στις τελευταίες θέσεις της κατάταξης, και μόνο χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης που ενσωματώθηκαν στην Ε.Ε. μετά τις τελευταίες διευρύνσεις έχουν χαμηλότερους κατώτατους πραγματικούς μισθούς.

Ο κρίσιμος συνδυασμός 

Ετσι, για παράδειγμα, το Ιδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) στην έκθεσή του επισημαίνει ότι το άθροισμα εισφορών εργαζομένου και εργοδότη είναι το πέμπτο υψηλότερο στις χώρες της Ε.Ε. και κατά 14,2 π.μ. υψηλότερο από τον μέσο όρο των ανεπτυγμένων οικονομιών του ΟΟΣΑ και συνεπώς είναι αναγκαίο να υπάρξει ένας συνδυασμός αυξήσεων στους μισθούς με μείωση της φορολόγησης της εργασίας.

Στην τελική του πρόταση το ΙΟΒΕ, με στόχο την ταχύτερη και διατηρήσιμη οικονομική ανάπτυξη, κρίνει σκόπιμο να δοθεί προτεραιότητα αξιοποίησης ενδεχόμενου δημοσιονομικού χώρου στη μείωση του μη μισθολογικού κόστους, ειδικά σε σχέση με τη φορολογία της εργασίας και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, με μέτρα μόνιμης διάρκειας.

Αυτό, εκτιμά, θα έχει άμεσα θετικές συνέπειες στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, βελτιώνοντας τη σχετική αγοραστική δύναμη των χαμηλόμισθων εισοδηματικών κλιμακίων, καθώς και τα κίνητρα των ατόμων για επίσημη απασχόληση, με ευεργετικές επιδράσεις για την πραγματική οικονομία και τη δημοσιονομική κατάσταση μεσο-μακροχρόνια.

Η παράμετρος της κρατικής επιδότησης 

Προσοχή όμως. Το Ιδρυμα ξεκαθαρίζει πως δεδομένης της πίεσης για τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, οποιαδήποτε μείωση των εισφορών (εργαζομένου ή/και εργοδότη) θα χρειαστεί να συνδυαστεί με επιδότηση από το κράτος μέσα από προτεραιοποίηση της συγκεκριμένης δαπάνης σε περίπτωση εύρεσης δημοσιονομικού χώρου.

Παραθέτει δε και διάφορα σενάρια πολιτικής, που συνδυάζουν τον καθορισμό του κατώτατου μισθού με δημοσιονομικές παρεμβάσεις στην πλευρά των εισφορών.

Σύμφωνα με αυτά, ένας λελογισμένος συνδυασμός με μικρή αύξηση του κατώτατου αλλά και μείωση των εισφορών μπορεί να αποδώσει αύξηση έως και 7% στις καθαρές αποδοχές των χαμηλόμισθων.

Παραδείγματα 

Για παράδειγμα, θα μπορούσε ο κατώτατος μισθός να αυξηθεί μόλις κατά 2% από 663 σε 676,3 ευρώ και να μειωθούν οι εισφορές εργαζομένων κατά 1,5 π.μ. ώστε οι καθαρές απολαβές του εργαζομένου να διαμορφωθούν στα 575 ευρώ (αύξηση 3%).

Εάν η μείωση αυτή συνδυαστεί με αντίστοιχη αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 4%, ήτοι στα 689,5 ευρώ μεικτά, τότε ο εργαζόμενος θα λάβει καθαρά 593 ευρώ, ήτοι αύξηση 6%.

Στην περίπτωση αύξησης του κατώτατου κατά 2% και μείωσης των εισφορών κατά 2,5 π.μ., στην τσέπη του εργαζομένου θα έμπαιναν 588 ευρώ (αύξηση 5%).

Αντίστοιχα, συνδυασμός αύξησης 6% (702,8 ευρώ) και μείωσης εισφορών κατά 1,5 π.μ., οδηγεί σε καθαρό πληρωτέο ποσό της τάξης των 604 ευρώ, ήτοι αύξηση 8%.

Οι επισημάνσεις της ΕΣΕΕ

Το υψηλό μη μισθολογικό κόστος επισημαίνει και η ΕΣΕΕ, τονίζοντας ότι η επιβάρυνση μιας επιχείρησης, και δη μικρομεσαίας, είναι κατά πολύ υψηλότερη από την ονομαστική αύξηση που λαμβάνει ως τελικό πληρωτέο ποσό ο εργαζόμενος, αφού ο εργοδότης θα πρέπει να καταβάλλει υψηλές ασφαλιστικές εισφορές (εργοδότη αλλά και εργαζομένου).

Στην πρότασή της μάλιστα η Συνομοσπονδία των Εμπόρων ξεκαθαρίζει ότι μια ενδεχόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού θα πρέπει να συνδεθεί με επιδότηση των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών, καθώς μπορεί ο εργαζόμενος να λαμβάνει, για παράδειγμα, σήμερα μεικτό κατώτατο μισθό 773,5 ευρώ (σε 12μηνη βάση), που αντιστοιχεί σε καθαρές αποδοχές ύψους 664,3 ευρώ, όμως ο εργοδότης επιβαρύνεται συνολικά με 947,8 ευρώ ανά μήνα.

Καμία δημοσίευση για προβολή