Θοδωρής Καλούδης

Οι παρακολουθήσεις, η “ζημιά” της κυβέρνησης, η “θυματοποίηση” του Ανδρουλάκη και η επιθετική υποκρισία του Αλέξη Τσίπρα

 

Του Θοδωρή Καλούδη

Ας μιλήσουμε για τις “επισυνδέσεις”, τώρα που ξεκαθαρίζει η πολιτική εικόνα, και ας δούμε πως αντέδρασαν κυβέρνηση και κόμματα. Επιτρέψτε μου όμως πρώτα τρεις εισαγωγικές παρατηρήσεις:

  1. Οι Εθνικές Υπηρεσίες Πληροφοριών είναι απαραίτητες για ένα κράτος και αποκτούν ιδιαίτερη σημασία στις μέρες μας.
  2. Ωστόσο η λειτουργία τους οφείλει να ακολουθεί αυστηρούς κανόνες κοινοβουλευτικού ελέγχου.
  3. Αυτό δεν σημαίνει πως η απαραίτητη γνώση στο αντικείμενο, στις διαδικασίες και τη μεθοδολογία των Μυστικών Υπηρεσιών, κατά τον κοινοβουλευτικό έλεγχο, θα αποτελεί προϊόν επικίνδυνων διαρροών, διαστρεβλώσεων, σκανδαλολογίας και λαϊκισμού.

***

Τώρα, ορισμένα συμπεράσματα από όσα μάθαμε, μετά την «επισύνδεση» του τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη.

  1. Η άδεια για την παρακολούθηση ενός προβεβλημένου προσώπου της δημόσιας ζωής απαιτεί διπλό και τριπλό έλεγχο, με την πλήρη γνώση και έγκριση των αρμόδιων δικαστικών αρχών και με την προϋπόθεση πάντα ότι υπάρχει σοβαρός, σοβαρότατος λόγος για να γίνει κάτι τέτοιο.
  2. Στην υπόθεση Ανδρουλάκη υπήρξαν λάθη και αστοχίες που δημιούργησαν πολιτικό γεγονός, ικανό να τρέψει την πολιτική ζωή σε μια «αναστάτωση» που, με όσα συμβαίνουν γύρω μας, δεν την είχαμε ανάγκη – κυρίως η ίδια η κυβέρνηση.
  3. Ο πρωθυπουργός, αναγνωρίζοντας προφανώς τη «ζημιά» πήρε παραιτήσεις αρμοδίων (του κ. Δημητριάδη μάλιστα του κόστισε προσωπικά) προχώρησε ταχύτατα στη δρομολόγηση θεσμικών διαδικασιών διερεύνησης του σοβαρού περιστατικού και υιοθέτησε μια σειρά από νέα κριτήρια λειτουργίας της ΕΥΠ, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο να δεχτεί και άλλες σχετικές προτάσεις από την αντιπολίτευση. Ωστόσο η όλη ιστορία έφερε την κυβέρνηση σε αμυντική θέση, ανακόπτοντας προς στιγμήν το καθολικό πλεονέκτημά της έναντι των αντιπάλων της.
  4. Ο Νίκος Ανδρουλάκης ανέδειξε το ζήτημα της παρακολούθησής του σε κεντρικό άξονα της αντιπολίτευσης του ΠΑΣΟΚ. Ήταν πράγματι μια καλή ευκαιρία για το τρίτο κόμμα «να βγει μπροστά», υπερασπιζόμενο των δημοκρατικών κεκτημένων και των δημοκρατικών θεσμών, μια και επιθυμεί διαχρονικά να ταυτίζεται με ό,τι στην πολιτική Ιστορία ονομάζουμε «Δημοκρατική Παράταξη».
  5. Ωστόσο, πήγε “A Bridge Too Far”. H υπόθεση του κ. Ανδρουλάκη, αντί να μείνει ένα ισχυρό χαρτί σε μια βεντάλια αντιπολιτευτικών επιχειρημάτων και «κυβερνητικού χαρακτήρα» προτάσεων του ΠΑΣΟΚ, αναδείχτηκε ως αυτοσκοπός και σκέπασε κάθε άλλη πολιτική αιχμή του. Η εμμονική «θυματοποίηση» του αρχηγού δεν βοήθησε παρά ελάχιστα την παράταξη – και πάντως δεν μετέβαλε  τους συσχετισμούς όχι μόνο στο πολιτικό σκηνικό αλλά ούτε καν στον χώρο της αντιπολίτευσης.
  6. Και το γεγονός αυτό είναι σημάδι ότι το ΠΑΣΟΚ θα πρέπει να αναζητήσει ένα ισχυρό πολιτικό αφήγημα που θα απαντά στα κρίσιμα εθνικά, οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα. Θα ενδιαφέρει «προσωπικά» τους πολίτες. Και κυρίως θα μας λέει που ακριβώς διαφοροποιείται (αν χρειάζεται, φυσικά) από τη «σοσιαλδημοκρατική» πολιτική της κυβέρνησης (σε ό,τι αφορά στη στήριξη της κοινωνίας), στις μεταρρυθμιστικές ανατροπές της (σε ό,τι αφορά τις σχέσεις κράτους – πολίτη) και την πατριωτική στάση της (στα εθνικά θέματα) – ζητήματα που λογικά θα πρέπει να σηματοδοτούν τον πηρύνα της πολιτικής ύπαρξής του. Και, βέβαια, όλα αυτά με μια πολιτική συμπεριφορά που θα  διαφοροποιεί το ΠΑΣΟΚ από τον πολιτικό θόρυβο και τα απατηλά συνθήματα του «σφετεριστή» της «Παράταξης» ΣΥΡΙΖΑ.
  1. Από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν περιμέναμε τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο. Το πρόβλημα με το ποπουλίστικο αυτό κόμμα είναι ότι επαναλαμβάνεται με μια μπανάλ μονοτονία. Είτε πρόκειται για κρίσιμο εθνικό ζήτημα είτε για διαχειριστικό θέμα της διοίκησης, ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει τον ίδιο «θόρυβο» ως ισοπεδωτικός κήνσορας, διανθίζοντας τις ακραίες συμπεριφορές του με ύβρεις και αθλιότητες. Και το κυριότερο: εμφανίζοντας σοβαρά συμπτώματα απώλειας μνήμης, για όσα έπραξε ή δεν μπόρεσε να πράξει ως κυβέρνηση, θεωρώντας προφανώς ότι και ο λαός πάσχει από την ίδια διαταραχή αμνησίας.
  2. Ο Αλέξης Τσίπρας, όταν η πρόζα του δεν γίνεται επικίνδυνη, συνεχίζει να μας ψυχαγωγεί. Τελευταία μάλιστα «έχει ξεφύγει» σε ρεπερτόριο. Εμφανίζεται να ζει την προπαγάνδα του και μας λέει ότι ράβει κοστούμι για το Μαξίμου. Λες και δεν βλέπει τις κυλιόμενες «απόρρητες» δημοσκοπήσεις που του δείχνουν οι συνεργάτες του, στις οποίες το κόμμα του έχει μεγαλύτερη φθορά από τη ΝΔ που κυβερνά σε συνθήκες πολλαπλών διεθνών κρίσεων – και η οποία πάντως προηγείται από 6 έως 8 μονάδες. (Ας αφήσουμε τι του λέει ο κόσμος, στις δημοσκοπήσεις,  για την καταλληλότητα του ίδιου να κυβερνά σε σχέση με τον κ. Μητσοτάκη). Αλλά πως ισχυρίζεται ότι θα κυβερνήσει, ο κ. Τσίπρας, αφού τα κουκιά δείχνουν πως για να το πετύχει θα πρέπει να συνεργαστούν μαζί του ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ και ο γνωστός Βαρουφάκης σε μια … «προοδευτική» καρικατούρα; (“Να’ χαμε να λέγαμε”, δηλαδή…).
  1. Και κάτι τελευταίο. «Ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη αλλά αγαπάει και τον νοικοκύρη» λέει ο θυμόσοφος λαός. Επιτιθέμενος ο κ. Τσίπρας, με κάθε θεμιτό ή αθέμιτο τρόπο (υβριστικά συνθήματα στο φεστιβάλ της Νεολαίας του) στον πρωθυπουργό για την υπόθεση των παρακολουθήσεων, δεν έδειξε να έχει ακούσει τίποτα για το όργιο των υποκλοπών της ΕΥΠ επί των ημερών του (όπως, μεταξύ μας, και το ΠΑΣΟΚ λησμόνησε επίσης τον αείμνηστο Τόμπρα). Αν ισχύουν όσα  καταμαρτυρούν στον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ πρώην υπουργοί, στενοί συνεργάτες του και όσα απόρρητα έγγραφα αποκάλυψαν οι εφημερίδες ΤΑ ΝΕΑ και ΤΟ ΒΗΜΑ, θα πρέπει η ΕΥΠ, επί των ημερών του κ. Τσίπρα να «άκουγε» και να «έβλεπε» τη μισή κυβέρνηση των ΣΥΡΙΑΝΕΛ ( Και ποιόν άραγε ενημέρωνε;)
  1. Ο Αλέξης Τσίπρας δεν μας μίλησε γι’ αυτό. Ούτε πρόκειται.Είτε γιατί θεωρεί ότι πάντα υπήρχαν «στραβές» με την ΕΥΠ. Είτε γιατί «δεν ήξερε». Είτε γιατί ξέρει «τα πάντα όλα», αλλά είναι απλώς… ο Αλέξης Τσίπρας. Ο πολιτικός που δημιουργεί τη δική του σχολή στην επιθετική υποκρισία.

 

 

 

Καμία δημοσίευση για προβολή