Οι τέσσερις στόχοι των τραπεζών για το 2022. Το πλεονέκτημα της αυξημένης ρευστότητας, το στοίχημα της αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και οι αβεβαιότητες της νέας χρονιάς

JP Morgan και Citi δίνουν νέες τιμές στόχους για τις Ελληνικές τράπεζες

Με εντατικό ρυθμό ολοκληρώνουν τις πρωτοβουλίες για την εξυγίανση των ισολογισμών τους οι τράπεζες λίγο πριν από το κλείσιμο της χρονιάς, παίρνοντας παράλληλα θέση μάχης ενόψει των νέων προκλήσεων που δημιουργούν
η ψηφιακή εποχή και η προσαρμογή της οικονομίας στην κλιματική αλλαγή.

Στην εκπνοή του χρόνου, η μία μετά την άλλη οι τέσσερις συστημικές τράπεζες κλείνουν τις προγραμματισμένες τιτλοποιήσεις και τις πωλήσεις δανείων που τις απαλλάσσουν από τα κόκκινα δάνεια του παρελθόντος, και όλα τα στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι βρίσκονται σε ανάσα αναπνοής από τον βασικό στόχο που είναι η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPEs) σε μονοψήφιο ποσοστό. Αφήνοντας πίσω τα βάρη της προηγούμενης δεκαετίας, το τραπεζικό σύστημα γυρίζει σελίδα, θέτοντας ως βασικούς στόχους:

Οι τέσσερις βασικοί στόχοι 

• Την επιστροφή στην κερδοφορία και τη διανομή μερίσματος.
• Την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.
• Την προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων που θα ενισχύσουν την κεφαλαιακή βάση τους, επιτυγχάνοντας παράλληλα και την πλήρη απεμπλοκή τους από το κράτος.
• Τη δημιουργία συνθηκών για τη μεγέθυνση της οικονομίας μέσα από την αύξηση των χρηματοδοτήσεων.

Οι τράπεζες μπαίνουν στη νέα χρονιά με όπλο την αυξημένη ρευστότητα, που έχει εξασφαλίσει το άνοιγμα της κάνουλας από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς, και την ενισχυμένη στήριξη για φθηνό κόστος χρήματος, αλλά το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων δημιουργεί και αβεβαιότητες καθώς υπονομεύει μακροπρόθεσμα τον στόχο της κερδοφορίας.

Το μεγάλο στοίχημα 

Το μεγάλο στοίχημα παραμένει η αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα αναπτυξιακά εργαλεία που τίθενται στη διάθεση των επιχειρήσεων, όπως το ΕΣΠΑ και οι άλλοι χρηματοδοτικοί πόροι που συνολικά αθροίζουν 72 δισ. ευρώ για την προσεχή πενταετία και η απορρόφησή τους θα αποτελέσει το διακύβευμα για τον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας.

Ο ρόλος του τραπεζικού συστήματος στην πορεία μετασχηματισμού της οικονομίας είναι καθοριστικός, καθώς εν μέσω της κρίσης που προκαλεί η πανδημία καλείται να διακρίνει τους κινδύνους αλλά και τις ευκαιρίες που θα δημιουργηθούν, χρηματοδοτώντας όχι μόνο εκείνες τις επιχειρήσεις που θα επιβιώσουν την επόμενη μέρα, αλλά και αυτές που θα πρωτοστατήσουν στην απαιτούμενη αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, που επιφέρουν η ψηφιακή οικονομία και η κλιματική προσαρμογή.

Οι προκλήσεις

Στο μέτωπο των προκλήσεων, αυτές δεν εξαντλούνται στο μακροοικονομικό περιβάλλον.

Οι κανονιστικές απαιτήσεις που υποχρεώνονται να τηρούν οι τράπεζες, όπως η πλήρης προσαρμογή στο IFRS 9, η ικανοποίηση των στόχων για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (Minimum Requirements for Own Funds and Eligible Liabilities – MREL) που επιβάλλει ο SRB, τα επερχόμενα κλιματικά stress tests που θα πραγματοποιήσει η ΕΚΤ, αλλά και η υποστήριξη των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης προϋποθέτουν σωστή εκτίμηση του πιστωτικού ρίσκου και επαναπροσδιορισμό της πιστοδοτικής πολιτικής με έμφαση στη συμβουλευτική τραπεζική, που αποτελεί το συγκριτικό πλεονέκτημα του τραπεζικού συστήματος έναντι της fintech βιομηχανίας.

Η εξίσωση αυτή θα πρέπει να λυθεί παράλληλα με την άσκηση για την πλήρη εξυγίανση των ισολογισμών τους από τα κόκκινα δάνεια του παρελθόντος αλλά και όσα θα δημιουργηθούν από την παρούσα κρίση.

Τα μέτρα δημιουργίας εσωτερικού κεφαλαίου και ενίσχυσης της κερδοφορίας 

Παρά το γεγονός ότι ο συνολικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών υπερκαλύπτει τις απαιτήσεις που έχουν θέσει οι εποπτικές αρχές, οι κεφαλαιακές απώλειες που ξεπέρασαν τα 11 δισ. ευρώ για την κάλυψη των ζημιών από τις διαδοχικές τιτλοποιήσεις και πωλήσεις δανείων, που υλοποίησαν οι τράπεζες, δημιούργησαν την ανάγκη ενίσχυσης των κεφαλαίων τους με απευθείας αυξήσεις αλλά και μέτρα δημιουργίας εσωτερικού κεφαλαίου, περιορισμού του κόστους και ενίσχυσης της κερδοφορίας.

Ηδη, σύμφωνα με το ρεπορτάζ της Καθημερινής της Κυριακής,  η Τράπεζα Πειραιώς και η Alpha Bank άνοιξαν τον δρόμο των αυξήσεων κεφαλαίων με την προσέλκυση εντός της χρονιάς 1,4 δισ. και 800 εκατ. ευρώ αντίστοιχα (Eurobank και Εθνική Τράπεζα κάλυψαν τις ανάγκες τους με τη δημιουργία εσωτερικού κεφαλαίου), ενώ σε ό,τι αφορά τις ομολογιακές εκδόσεις οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν αντλήσει από το 2019 μέχρι σήμερα κεφάλαια 5,4 δισ. ευρώ.

Οι συνολικές ανάγκες, ωστόσο, είναι πολλαπλάσιες και υπολογίζονται σε 4 δισ. ευρώ κάθε χρόνο έως και το 2024, δηλαδή πάνω από περίπου 1 δισ. ευρώ τον χρόνο για κάθε τράπεζα.

Η σταθερή πηγή προβληματισμού 

Σταθερή πηγή προβληματισμού αποτελεί το ύψος της αναβαλλόμενης φορολογίας, που σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ ανέρχεται στα 14,4 δισ. ευρώ και αντιπροσωπεύει το 62% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων, στοιχείο που χρήζει προσοχής καθώς αλλοιώνει την ποιότητα των κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών.

Η απομόχλευση, άλλωστε, του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών, δηλαδή η πώληση κόκκινων δανείων, επηρεάζει τα έσοδα από τόκους, καθώς στερεί από τις τράπεζες ένα σημαντικό τμήμα των λογιστικοποιημένων έστω εσόδων που εγγράφουν στους ισολογισμούς τους, με συνέπεια η επάνοδος στην κερδοφορία να απαιτεί υψηλούς ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης της τάξης του 4%-5% τα προσεχή χρόνια.

Εντούτοις, η απομόχλευση θέτει τις βάσεις για υγιή μεγέθυνση του δανειακού χαρτοφυλακίου τους.

Καμία δημοσίευση για προβολή