“Παράγοντας κινδύνου” για την ελληνική οικονομία οι εκλογές. Το “πολιτικό ρίσκο” ίσως αναβάλει την πιστοληπτική αναβάθμιση της χώρας

“Παράγοντα κινδύνου” για την ελληνική οικονομία θεωρεί η Γερμανική οικονομική εφημερίδα Handelsblatt τις προσεχείς εκλογές, υποστηρίζοντας ότι ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει θεωρηθεί μεν “εγγυητής της υγιούς οικονομικής πολιτικής και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων”, αλλά  “υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο να χάσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία του”.

Κατά τη Handelsblatt, πιθανή συνέπεια μιας τέτοιας εξέλιξης θα ήταν “μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις συνασπισμού ή νέες εκλογές”. Αυτό κατά τους αναλυτές θα οδηγούσε σε ανατροπές και καθυστερήσεις στην αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας.

Περιμένουν τα αποτελέσματα των εκλογών οι Οίκοι Αξιολόγησης

Ήδη η “αβεβαιότητα” για “καθαρό αποτέλεσμα απόλυτης πλειοψηφίας” στις προσεχείς ρκλογές οδηγεί τη μεγάλη ελβετική τράπεζα UBS στην εκτίμηση ότι οι οίκοι αξιολόγησης θα περιμένουν μέχρι τις εκλογές για να αναβαθμίσουν τη χώρα. Η Morgan Stanley αναμένει μάλιστα ότι η Ελλάδα θα λάβει τη σφραγίδα της επενδυτικής βαθμίδας το νωρίτερο το 2024.

Επί του παρόντος, η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται μία βαθμίδα κάτω από την επενδυτική βαθμίδα κατά την S&P και τη DBRS. Με τη Fitch είναι δύο βήματα, με τη Moody’s τρία.

Μια αναβάθμιση σε επενδυτική βαθμίδα θα ήταν σημαντική, διότι θα καθιστούσε τα ελληνικά κρατικά ομόλογα, τα οποία οι διαχειριστές κεφαλαίων και οι διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων δεν επιτρέπεται να αγοράζουν λόγω του υφιατάμενου χαρακτηρισμού  “σκουπίδια”, διαπραγματεύσιμα γι’ αυτούς. Αυτό θα αύξανε τη ζήτηση για τους τίτλους, θα μείωνε τις αποδόσεις και θα μείωνε το κόστος αναχρηματοδότησης.

Κλειδί η ανθεκτικότητα της οικονομίας

Από την πλευρά του, ο Οίκος Fitch, θεωρεί ότι η ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας και η πτωτική τροχιά του χρέους είναι οι δύο βασικοί παράγοντες που θα κρίνουν την αναβάθμιση κατά κύριο λόγο: «Οι προοπτικές για την Ευρώπη έχουν επιδεινωθεί και αυτό θα επηρεάσει και την ελληνική οικονομία. Το 2023 θα είναι μια πιο δύσκολη χρονιά για τη δημοσιονομική πολιτική, δεδομένης της επιβράδυνσης της ανάπτυξης και των υψηλότερων αποδόσεων των ομολόγων», σημειώνει.
Ωστόσο, εξηγεί, παρά την επιδείνωση των προοπτικών για την Ευρωζώνη, η πρόσφατη επιβεβαίωση (από τη Fitch) των θετικών προοπτικών για την Ελλάδα, «αντανακλά την προσδοκία για μείωση του δημοσίου χρέους, στο πλαίσιο του χαμηλού ακόμη μέσου κόστους δανεισμού και ενός βαθμού αναμενόμενης ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας».

Η ύφεση δεν είναι ορατή

Μέχρι στιγμής, η κατάσταση του χρέους της χώρας ήταν το κύριο εμπόδιο για την καλύτερη αξιολόγηση. Το 2020, η Ελλάδα είχε το υψηλότερο ποσοστό χρέους από όλες τις χώρες του ευρώ, 206,3%. Όμως, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Επιτροπής της ΕΕ, το ποσοστό αυτό θα μειωθεί στο 161,9% το επόμενο έτος.

Η Ελλάδα βρίσκεται επίσης σε καλό δρόμο όσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική: το 2023, ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας θέλει να παρουσιάσει και πάλι πρωτογενές πλεόνασμα στον προϋπολογισμό. Η ύφεση δεν είναι ορατή. Μετά την ανάπτυξη κατά περίπου 6% φέτος, η κυβέρνηση στοχεύει σε αύξηση 2,1% για το 2023.

Επίσης, η χώρα δεν απειλείται από μια νέα κρίση χρέους. Το 75% του ελληνικού δημόσιου χρέους κατέχεται από δημόσιους θεσμικούς πιστωτές, όπως το Ταμείο Σταθερότητας του ευρώ (ESM). Η μέση διάρκεια είναι 19,8 έτη και το τεκμαρτό επιτόκιο είναι 1,3%. Κατά συνέπεια, οι ανάγκες αναχρηματοδότησης για τα επόμενα έτη είναι χαμηλές.

Επιπλέον, ο υπουργός Οικονομικών Σταϊκούρας διαθέτει αποθεματικά ύψους 38 δισεκατομμυρίων ευρώ. Το μαξιλάρι ρευστότητας αντιστοιχεί στο 19% του φετινού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, δηλαδή είναι αρκετό για να καλύψει την αναχρηματοδότηση για περίπου τρία χρόνια χωρίς να βγει στην αγορά.

Συνεπώς, αν “φύγει από τη μέση” ο κίνδυνος του πολιτικού ρίσκου, οι αναλυτές εκτιμούν ότι θα ανοίξει και ο δρόμος για την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας το 2023, παρά τις δυσάρεστες οικονομικές εξελίξεις στην Ευρώπη.

Καμία δημοσίευση για προβολή