Πλεονάσματα – θηλιά στην οικονομία και στα νοικοκυριά προβλέπει το Μεσοπρόθεμο

Πλεονάσματα - μαμούθ

Πλεονάσματα-μαμούθ μέχρι και 5,2% του ΑΕΠ  -που αποτελούν θηλιά  για την πραγματική οικονομία αλλά και τροχοπέδη σε ευνοϊκά μέτρα ελάφρυνσης του χρέους από τους δανειστές-  προβλέπει η κυβέρνηση στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής της περιόδου 2019-22.

Tο σχεδόν «εξωπραγματικό» αυτό πλεόνασμα είναι εξοντωτικό και με βάση τους ρυθμούς ανάπτυξης που το ίδιοΜεσοπρόθεσμο προβλέπει, στηρίζεται στη διαρκή υπερφορολόγηση νοικοκυριών και επιχειρήσεων.

Έτσι βγαίνει ο “Δημοσιονομικός χώρος”

Από εκεί προκύπτει και ο περίφημος «δημοσιονομικός χώρος» η υπεραπόδοση δηλαδή έναντι του ήδη υψηλού στόχους για πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ κάθε χρόνο μέχρι το 2022, που ανέφφεραν Τσακαλώτος – Χουλιαράκης στην κοινοβουλευτική όμάδα του ΣΥΡΙΖΑ..

Η υπεραπόδοση φτάνει έως τα 3,58 δισ. ευρώ το 2022 και σε αυτή την θεωρητική «άσκηση»  (ολικής συμπίεσης της πραγματικής οικονομίας και των εισοδημάτων) στηρίζεται το αφήγημα της κυβέρνησης για παροχές.

Πως μάθαμε τα νέα

Οι προβλέψεις του «Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής» ήρθαν στο φως από την «έκθεση αξιολόγησής» του που έκανε  το «Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο»  με έκθεσή του, την οποία ανάρτησε στην ιστοσελίδα του, υπογεγραμμένη από τον πρόεδρό του καθηγητή Παναγιώτη Κορλίρα.

Τι αναφέρει το Μεσοπρόθεμο

Όπως προκύπτει από την έκθεση αυτή:

–   Το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) 2019-2022. πρωτογενή πλεονάσματα πάνω από το 3,5% του ΑΕΠ που θα φθάνουν έως και 5,19% το 2022, καθώς και ρυθμούς ανάπτυξης 2% το 2018, 2,4% το 2019, 2,3% το 2020, 2,1% το 2021 και 1,8% το 2022, προβλέπει

–   Παράλληλα, προβλέπει σημαντική μείωση της ανεργίας από το 19,9% το 2018 στο 14,3% το 2022, καθώς και περιθώρια για στοχευμένες μειώσεις φόρων που θα ανακατανείμουν το φορολογικό βάρος.

Αναλυτικότερα η έκθεση προβλέπει:

Το πρωτογενές πλεόνασμα θα διαμορφωθεί στο 3,56% το 2018, στο 3,96% το 2019, στο 4,15% το 2020, στο 4,53% το 2021 και στο 5,19% το 2022.

Ο Δημοσιονομικός Χώρος που δημιουργείται είναι 11 εκατ ευρώ το 2018, 866 εκατ ευρώ το 2019, 1,287 δισ. ευρώ το 2020, 2,112 δισ. ευρώ το 2021 και 3,582 δισ. ευρώ το 2022.

Το ύψος των εσόδων της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να διαμορφωθεί στα 91,632 δισ. ευρώ το 2022 από 86,861 δισ. ευρώ το 2018.

Το ποσοστό ανεργίας προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 19,9% το 2018, στο 18,2% το 2019, στο 16,6% το 2020 και να περιορισθεί περαιτέρω στο 15,4% το 2021 και στο 14,3% το 2022.

Ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή, προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 0,6% το 2018, στο 1,2% το 2019, στο 1,3% το 2020, στο 1,5% το 2021 και στο 1,7% το 2022.

Η δημοσιονομική στρατηγική

Μεταξύ άλλων, το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο υιοθετεί, υπό προϋποθέσεις, τις προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Στρατηγικής:

Για τα έσοδα (δηλαδή την καταιγίδα φόρων και εισφρών) εκτιμά ότι οι καλές επιδόσεις των τελευταίων ετών θα μπορούσαν να διατηρηθούν υπό προϋποθέσεις τα επόμενα έτη.

Επισημαίνει όμως ότι «σ’ αυτό το πλαίσιο παρέχεται η δυνατότητα στις δημοσιονομικές αρχές, να προβούν μετά τη λήξη του προγράμματος χρηματοοικονομικής διευκόλυνσης, στις διορθωτικές εκείνες κινήσεις που θα μπορούσαν να ανακατανείμουν στοχευμένα το φορολογικό βάρος, με τρόπο που θα ανακουφίζει μερικώς από την φορολογική κόπωση, ενώ συνάμα θα συντηρεί το συνολικό ύψος των φορολογικών εσόδων…».

Οι ρυθμοί ανάπτυξης

Σχετικά με τους ρυθμούς ανάπτυξης, στην έκθεση τονίζεται ότι η ελληνική οικονομία μπορεί να επανέλθει σε τροχιά διατηρήσιμης μεγέθυνσης με μεσο-μακροχρόνια περίοδο, εφόσον ολοκληρωθεί το ισχύον πρόγραμμα, αποφασισθούν τα μέτρα για το χρέος και εφαρμοσθεί το αναπτυξιακό σχέδιο.

Τα αντισταθμιστικά μέτρα

Το Δημοσιονομικό Συμβούλιο τονίζει επίσης, ότι η εφαρμογή των αντισταθμιστικών μέτρων μπορεί να αμβλύνει την περιοριστική επίπτωση από τη μείωση των συντάξεων το 2019, και ιδίως του αφορολόγητου το 2020, και να συνδράμει στην τόνωση της ιδιωτικής κατανάλωσης.

Στην έκθεση αναφέρεται ότι το μείγμα πολιτικής που εφαρμόσθηκε, ακολουθήθηκε με επιτυχία ως προς την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων τα τελευταία χρόνια – αλλά με σημαντικό κόστος για την αύξηση του ΑΕΠ. Με αυτήν την έννοια, όπως τονίζεται, οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα κρίνονται καταρχήν εφικτοί.

 

Καμία δημοσίευση για προβολή