«Πονοκέφαλος» στη Γερμανία: Η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου δημιουργεί «τρύπα» στα δημοσιονομικά

Η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας (ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ) δημιουργεί μία μεγάλη «τρύπα» στα δημοσιονομικά του κυβερνητικού συνασπισμού από τη στιγμή που με την απόφασή του έκρινε αντισυνταγματική τη μεταφορά 60 δισ. ευρώ μη χρησιμοποιημένου χρέους στο Ταμείο για το Κλίμα με απώτερο στόχο τη στήριξη της πράσινης μετάβασης και της βιομηχανίας.

Η απόφαση αυτή να αφαιρεθούν 60 δισ. ευρώ από τον προϋπολογισμό αναγκάζει τώρα την κυβέρνηση να αναβάλει την επίσημη ψήφιση του προϋπολογισμού έως την επόμενη εβδομάδα μετά την έκτακτη συνεδρίαση που θα γίνει την Τρίτη.

Η απόφαση αυτή συνιστά πλήγμα για την κυβέρνηση συνασπισμού του Όλαφ Σολτς, του οποίου ήδη η δημοτικότητα έχει υποχωρήσει με την οικονομία να βρίσκεται στο χείλος της ύφεσης.

Ο Σολτς είπε σήμερα ότι ο ομοσπονδιακός προϋπολογισμός του 2024 θα περιλαμβάνει επενδύσεις ρεκόρ παρά την απόφαση του δικαστηρίου.

«Το γεγονός ότι έχουμε επιτύχει ποσοστό ρεκόρ επενδύσεων θα αποδώσει σε οποιαδήποτε περίπτωση», είπε ο Σολτς, σε σημερινές του δηλώσεις. Σύμφωνα με το τελευταίο προσχέδιο του προϋπολογισμού, προβλέπονται επενδύσεις ρεκόρ ύψους 54 δισ.ευρώ το επόμενο έτος.

«Χρειαζόμαστε μελλοντικές επενδύσεις στη Γερμανία, ειδικά όταν πρόκειται για υποδομές», τόνισε ο Σολτς. Ο υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ χαρακτήρισε την απόφαση σημαντικό πλήγμα για τη βιομηχανική πολιτική. Ο ίδιος συνέκρινε το Ταμείο για το Κλίμα και με τη Νομοθετική Πράξη για τη Μείωση του Πληθωρισμού στις ΗΠΑ, που παρέχει δισεκατομμύρια δολάρια σε φοροαπαλλαγές για την πράσινη τεχνολογία.

Ο Χάμπεκ προειδοποίησε ότι η απόφαση του δικαστηρίου θέτει σε κίνδυνο τη στήριξη του κλάδου χάλυβα, που βασίζεται τα μέγιστα σε επιδοτήσεις για την απανθρακοποίηση αλλά και για να μείνει ανταγωνιστικός.

Ο υπουργός Οικονομίας πάντως, Κρίστιαν Λίντνερ, είπε ότι είναι υπερβολικά νωρίς για να συζητηθεί η απόφαση του δικαστηρίου. Ωστόσο, τόνισε ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να παραμείνει σταθερή στις βασικές πολιτικές της, όπως να επαναφέρει το φρένο χρέους και να αποφύγει φορολογικές αυξήσεις.

«Η απόφαση του δικαστηρίου δημιουργεί δημοσιονομικό δίλημμα, πιέζει την κυβέρνηση να επιλέξει ανάμεσα σε μείωση των δαπανών για το κλίμα και στην εύρεση νέων πηγών χρηματοδότησης», αναφέρει ο Yesenn El-Radhi, αντιπρόεδρος του οίκου DBRS Morningstar. Και όλα αυτά την ώρα που ο Λίντνερ βρίσκεται στο επίκεντρο των διαπραγματεύσεων για τη μεταρρύθμιση των δημοσιονομικών κανόνων της Ε.Ε. έως τα τέλη του έτους. Αύριο θα συναντηθεί με τον Γάλλο ομόλογό του Μπρινό Λεμέρ για να συζητήσει για τη δημοσιονομική πειθαρχία, σύμφωνα με πηγές του Reuters.

Υπενθυμίζεται πως τα 60 δισεκατομμύρια ευρώ είχαν διατεθεί για πρωτοβουλίες όπως η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων και η επιδότηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και η παραγωγή τσιπ, καθώς και η υποστήριξη εταιρειών έντασης ενέργειας.

Οι περικοπές στον προϋπολογισμό θα έθεταν σε κίνδυνο τους φιλόδοξους στόχους της Γερμανίας ως ηγέτη της Ε.Ε. στην πράσινη μετάβαση. Η Γερμανία στοχεύει να μειώσει τις εκπομπές του θερμοκηπίου κατά 65% έως το 2030, με πιο μακροπρόθεσμο καθαρό μηδενικό στόχο έως το 2045.

O επικεφαλής της Thyssenkrupp, Bernhard Osburg, ζήτησε από την κυβέρνηση μεγαλύτερη σαφήνεια, υποστηρίζοντας ότι η οικονομική στήριξη μίας πιο πράσινης βιομηχανίας χάλυβα θα μπορούσε να βοηθήσει τη Γερμανία προς την επίτευξη των στόχων της για την κλιματική αλλαγή.

Ειδικότερα, πρέπει να γίνει περαιτέρω δουλειά για να διατηρηθούν οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος προσιτές, είπε. «Η βιομηχανία χάλυβα από μόνη της μπορεί να συμβάλει στη μείωση του ενός τρίτου των συνολικών βιομηχανικών εκπομπών – και έτσι έχει τεράστια δύναμη για να εξοικονομήσει εκατομμύρια τόνους CO2 τα επόμενα χρόνια».

Η προσοχή θα μπορούσε επίσης να στραφεί τώρα σε άλλα κεφάλαια εκτός προϋπολογισμού , 29 συνολικά αξίας 869 δισεκατομμυρίων ευρώ, τα οποία θα μπορούσαν να αμφισβητηθούν στο δικαστήριο.

Η γερμανική οικονομία ήδη δυσκολεύεται να αναπτυχθεί λόγω της αδύναμης εξωτερικής ζήτησης, του υψηλού πληθωρισμού και του υψηλού επιτοκίου που έχει ορίσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

«Για το 2024, δύσκολα θα έχει αντίκτυπο στην ανάπτυξη, αλλά για τα επόμενα χρόνια η τρύπα των 60 δισεκατομμυρίων ευρώ θα δυσκολέψει τις διαρθρωτικές αλλαγές και ως εκ τούτου θα αυξήσει την πιθανότητα μεγαλύτερης στασιμότητας», δήλωσε ο οικονομολόγος της ING Carsten Brzeski.

«Το φρένο του χρέους ήταν χρήσιμο τη δεκαετία του 2010, αλλά δεδομένης της μακράς λίστας των διαρθρωτικών προκλήσεων, το πρόβλημα της Γερμανίας δεν είναι η βιωσιμότητα του χρέους αλλά η πολύ χαμηλή ανάπτυξη και η επιδείνωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας», είπε.

Η κυβέρνηση της Γερμανίας θα μπορούσε να ακολουθήσει διάφορες επιλογές, συμπεριλαμβανομένης της αναστολής της πέδησης του χρέους ή της προσπάθειας μεταρρύθμισής της. Ή, σύμφωνα με την τράπεζα Berenberg, η κυβέρνηση μπορεί να αναζητήσει κάποιο επιπλέον περιθώριο ανατροπής μετατοπίζοντας τις δαπάνες σε συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) ή στην κρατική αναπτυξιακή τράπεζα KfW.

«Η οικονομική ουσία είναι ότι το δικαστήριο διέταξε να ξετυλιχθεί ένα πρόγραμμα λιτότητας 60 δισεκατομμυρίων ευρώ επί σειρά ετών», ανέφερε ένα σημείωμα της Eurointelligence.

«Η πολιτική ουσία είναι ότι πολλές διαφωνίες ανάμεσα στα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού θα ξανανοίξουν καθώς αρχίζουν σοβαροί δημοσιονομικοί περιορισμοί. Η αξιοπιστία του Κρίστιαν Λίντνερ πλήττεται», καταλήγει.

  • Με πληροφορίες από Reuters

Καμία δημοσίευση για προβολή