Σχεδόν 500 δισ. από το Ταμείο της Covid παραμένουν αδιάθετα και κινδυνεύουν να χαθούν

Περίπου 500 δισεκατομμύρια παραμένουν αδιάθετα στο ευρωπαϊκό ταμείο (Recovery and Resilience Facility – RRF) για την ενίσχυση της ανάκαμψης μετά την κρίση που προκάλεσε η πανδημία του κορονοϊού. Συνολικά στο ταμείο της Κομισιόν είχαν συγκεντρωθεί τουλάχιστον 723 δισεκατομμύρια, ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος εξ αυτών δεν έχει εκταμιευτεί μέχρι σήμερα.

Πολλά κράτη μέλη καλούν την Κομισιόν να επιταχύνει τις διαδικασίες πληρωμών εκφράζοντας φόβους πως τα κεφάλαια θα μπορούσαν να χαθούν καθώς η πρωτοβουλία επίσημα ολοκληρώνεται το 2026. Όπως υπογραμμίζουν, τα χρήματα έχουν εγκλωβιστεί εξαιτίας της γραφειοκρατίας που έχει επιβληθεί από την Κομισιόν.

Σύμφωνα με το Politico, η Κομισιόν διερευνά τρόπους για να επιταχύνει τη διανομή των κεφαλαίων (ένα μίγμα 338 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και 385 δισ. ευρώ σε δάνεια). Ωστόσο οι τελευταίες αποκαλύψεις στην Ιταλία με την απάτη άνω των 600 εκατομμυρίων που απομυζούσαν εταιρείες φαντάσματα από τα κεφάλαια του Ταμείου, καταδεικνύουν το διάτρητο του συστήματος και δεν ευνοούν τη χαλάρωση των ελέγχων.

Ήδη το συνολικό διαθέσιμο ποσό από 723 δισεκατομμύρια ευρώ περιορίστηκε σε 648 δισεκατομμύρια ευρώ, αφού οι κυβερνήσεις απέτυχαν να υποβάλουν αίτηση για δάνεια σχεδόν 100 δισεκατομμυρίων ευρώ πριν από την ενδιάμεση προθεσμία στο τέλος του 2023.

Υπενθυμίζεται πως η ίδρυση του RRF, το 2021, έσπασε ένα από τα μεγαλύτερα ταμπού στο ευρωπαϊκό μπλοκ, την ανάληψη κοινού χρέους από τα κράτη μέλη. Ωστόσο για να πειστούν οι αποκαλούμενοι «φειδωλοί» της ΕΕ (Γερμανία, Ολλανδία κ.α.) αποφασίστηκε αυτό να είναι εφάπαξ και με χρονικό όριο έως το 2026.

Για να εκταμιευτούν χρήματα, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να υποβάλουν ένα «σχέδιο ανάκαμψης» που να καθορίζει το πώς θα χρησιμοποιηθούν τα μετρητά και το ποιες μεταρρυθμίσεις θα προωθηθούν ως αντάλλαγμα. Πρόκειται για μεταρρυθμίσεις που παραδοσιακά προκαλούν αντιδράσεις στις κοινωνίες και τέθηκαν τεχνηέντως ως κριτήριο εξασφάλισης από τους υποστηρικτές της λιτότητας στο ευρωπαϊκό μπλοκ για να συναινέσουν στη δημιουργία του Ταμείου.

Με δεδομένο τα προβλήματα και τους ενδοιασμούς των κρατών μελών να καταθέσουν προγράμματα βάσει των προαπαιτούμενων που έχουν οριστεί, ελλοχεύει ο κίνδυνος το Ταμείο να τερματιστεί χωρίς να έχει προσφέρει επί της ουσίας κάτι. Μέχρι στιγμής έχουν ξεπλοκαριστεί μόλις 225 δισεκατομμύρια ευρώ. Είναι ενδεικτικό πως η Ισπανία, η οποία υποτίθεται πως θα ήταν ο δεύτερος μεγαλύτερος αποδέκτης των κεφαλαίων μετά την Ιταλία, έχει λάβει μόλις 340 εκατομμύρια ευρώ σε δάνεια, ενώ το πρόγραμμα προέβλεπε 83 δισεκατομμύρια ευρώ.

Σύμφωνα με το Politico, ένας κύριος λόγος για το «μπλοκάρισμα» των κεφαλαίων είναι πως η Κομισιόν αντιλαμβάνεται το Ταμείο ως μοχλό πίεσης προς τις κυβερνήσεις για να πραγματοποιήσουν μεταρρυθμίσεις σε μια σειρά από κρίσιμα ζητήματα, όπως για παράδειγμα τα ασφαλιστικά συστήματα, τα οποία βρίσκονται στο επίκεντρο εδώ και χρόνια. Αξιωματούχοι εθνικών κυβερνήσεων υπογραμμίζουν πως η Κομισιόν θα πρέπει να έχει «μεγαλύτερη ευελιξία στη διαδικασία αξιολόγησης των ορόσημων (σ.σ. η υιοθέτηση αντιδημοφιλών μέτρων κατά τη φρασεολογία των Βρυξελλών) και των στόχων».

Από την πλευρά της η Κομισιόν ρίχνει την ευθύνη στις κυβερνήσεις. «Η ταχύτητα εξαρτάται επίσης σε μεγάλο βαθμό από το πότε τα κράτη μέλη επιτυγχάνουν τα ορόσημα και τους στόχους που περιλαμβάνονται στα σχέδιά τους και θα υποβάλλουν τα σχετικά αιτήματα πληρωμής», δήλωσε η εκπρόσωπος της Κομισιόν Λέα Ζούμπερ. «Οι εκταμιεύσεις προς τα κράτη μέλη αυξάνονται» αφού πέρασαν χρόνια διαπραγματεύοντας και αναθεωρώντας τα σχέδιά τους, καθυστερώντας τη διαδικασία. Σύμφωνα με την επιτροπή αναμένεται να διατεθεί το 54% των επιχορηγήσεων μέχρι το τέλος του 2024.

Ένα ακόμη κρίσιμο ζήτημα, όπως κατέδειξε και η υπόθεση απάτης στην Ιταλία, είναι πού πάνε τα λεφτά μετά την έγκριση των κυβερνητικών σχεδίων από την Κομισιόν. Οι ηγεσίες κυρίως της βόρειας Ευρώπης, που παραδοσιακά ανήκουν στο στρατόπεδο των φειδωλών, είχαν εκφράσει εξ αρχής σοβαρές επιφυλάξεις για το Ταμείο, εκφράζοντας φόβους πως τα χρήματα απλώς θα σπαταληθούν χωρίς να επιτευχθεί κάποια πραγματική ανάκαμψη.

Οι οικονομολόγοι Τίτο Μποέρι και Ρομπέρτο ​​Περότι μιλώντας στο Politico υπογράμμισαν ότι η κατάχρηση κεφαλαίων από το Ταμείο απλώς θα επιβεβαίωνε τις ανησυχίες των χωρών με το μικρότερο χρέος, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, ότι ο κοινός δανεισμός είναι γεμάτος με υπερβολικό κίνδυνο. «Πολλά θα εξαρτηθούν από την αντίληψη των φειδωλών χωρών για το εάν τα χρήματα δαπανήθηκαν σωστά από χώρες που έλαβαν τη μεγαλύτερη χρηματοδότηση», είπε ο Περότι, προσθέτοντας: «Τα επόμενα τρία χρόνια είναι κρίσιμα».

Καμία δημοσίευση για προβολή