Επιτέλους! Η ελληνική οικονομία σε επενδυτική βαθμίδα – Η Scope Ratings αναβάθμισε την Ελλάδα σε BBB-

Σε συνθήκες επενδυτικής βαθμίδας  η Ελλάδα μετά την αναβάθμιση από τον οίκο Scope Ratings. Ο οίκος αξιολόγησης αναβάθμισε την Ελληηνική οικονομία σε BBB- διατηρώντας σταθερές τις προοπτικές της (outlook).

Σημειώνεται πως η Scope Ratings είναι ο πρώτος αναγνωρισμένος οίκος αξιολόγησης που δίνει στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα μετά από δέκα χρόνια. Παρότι οι αξιολογήσεις της δεν λαμβάνονται ακόμα υπόψη από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, εντούτοις η εταιρεία έχει δικαιωθεί στις έως τώρα εκτιμήσεις της για την Ελλάδα, με τους μεγάλους οίκους αξιολόγησης συνήθως να ακολουθούν. Βέβαια, είναι πιθανό η Scope να συμπεριληφθεί μέχρι το τέλος του έτους στο ευρωσύστημα

Οι επόμενες ημερομηνίες ημερομηνίες “σταθμοί”

Τη σκυτάλη των αξιολογήσεων παίρνουν από Σεπτέμβριο οι τέσσερις μεγάλοι οίκοι, οι οποίοι επηρεάζουν άμεσα το ευρωσύστημα και τους οποίους λαμβάνει υπ’ όψιν η ΕΚΤ. Και το πιο σημαντικό είναι ότι αυτή τη στιγμή, οι τρεις εξ αυτών έχουν την Ελλάδα ένα σκαλί κάτω από την επενδυτική βαθμίδα.

  • Πρώτη αξιολόγηση είναι από την DBRS στις 8 Σεπτεμβρίου, με τον οίκο να δίνει μόλις χθες σήμα ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας. Ανέφερε συγκεκριμένα ότι θα συνεχίσει να αξιολογεί την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, τις βελτιώσεις στις οικονομικές προοπτικές, τη δέσμευση για δημοσιονομική εξυγίανση που διατηρεί τον δείκτη δημόσιου χρέους σε πτωτική τροχιά και τη συνολική σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα.
  • Μία εβδομάδα μετά, στις 15 Σεπτεμβρίου, ακολουθεί ο οίκος Moody’s, ο οποίος αναμένεται να αναβαθμίσει το ελληνικό αξιόχρεο χωρίς όμως να δώσει την επενδυτική βαθμίδα, αφού πρόκειται για τη μοναδική αξιολόγηση που απέχει τρεις βαθμίδες. Στις 20 Οκτωβρίου είναι η σειρά του S&P. Τέλος, την πρώτη Δεκεμβρίου, ο κύκλος κλείνει με τη Fitch.

Αξίζει πάντως να σημειωθεί πως η Ελλάδα είχε πάρει ήδη από την αρχή της εβδομάδας το πράσινο φως από τον ιαπωνικό οίκο Rating and Investment Information (R&I), ο οποίος αναβάθμισε το αξιόχρεο του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική βαθμίδα, BBB- με σταθερές προοπτικές (από ΒΒ+ με σταθερή προοπτική προηγουμένως).

Τι αναφέρει η Scope

Όπως αναφέρει η Scope, η αναβάθμιση της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα οφείλεται στους εξής παράγοντες: 

1. Διατήρηση της ευρωπαϊκής θεσμικής υποστήριξης για την Ελλάδα, αντανακλώντας τις αλλαγές μετά την κρίση του Covid-19 για τη στήριξη των ευάλωτων κρατών-μελών της Ευρωζώνης μέσω παρεμβάσεων νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Αυτό αποτυπώνεται, από το 2020, σε καινοτομίες στα προγράμματα αγοράς περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ και χαλάρωση των απαιτήσεων για τις εξασφαλίσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων. Τα μέτρα της ΕΚΤ, σε συνδυασμό με την έγκριση του σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ύψους 30,5 δισ. ευρώ (13,7% του μέσου ΑΕΠ 2021-2026) για την Ελλάδα, μαζί με τη δυνατότητα περαιτέρω μακροπρόθεσμης αντιμετώπισης του χρέους από τους Ευρωπαίους εταίρους, υποστηρίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους και δημιουργούν δημοσιονομικό χώρο ώστε να αυξήσει η ελληνική κυβέρνηση τις δημόσιες επενδύσεις.

2. Σταθερή πτωτική τροχιά για το δημόσιο χρέος, εν μέσω υψηλού πληθωρισμού, ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης, χαμηλών επιτοκίων στα ομόλογα και επίτευξης πρωτογενών πλεονασμάτων. Το ελληνικό χρέος αναμένεται να υποχωρήσει, ως λόγος του ΑΕΠ, στο 160,7% έως το 2023, μια πτώση 46 ποσοστιαίων μονάδων από το υψηλό του 2020, και στο 141,6% έως το 2028. Αυτό το βασικό σενάριο προϋποθέτει ανάπτυξη 2,4% για το 2023, 1,6% το 2024 και 1,3% κατά την περίοδο 2025-2028 (δεν προβλέπεται ύφεση). Επιπλέον, το σενάριο προϋποθέτει διατήρηση πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος από το 2023-2028 –με τα ονομαστικά δημοσιονομικά ελλείμματα να παραμένουν κάτω από τα όρια του 3% του ΑΕΠ μεταξύ του 2022 και του 2028. Σε ένα τέτοιο σενάριο, το χρέος προς το ΑΕΠ επιστρέφει στα χαμηλότερα επίπεδά του από το 2012.

3. Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που περιόρισαν σημαντικά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs) και ενίσχυσαν τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος παράλληλα με τις πολιτικές που συνδέονται με τη χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης, οι οποίες κινητοποιούν τις επενδύσεις ενισχύοντας την ανάκαμψη. Το πρόγραμμα “Ηρακλής” διευκόλυνε τη μείωση NPLs ύψους 55 δισ. ευρώ. Αυτό το καθεστώς οδήγησε σε σημαντική μείωση των NPLs στο 8,2% των συνολικών δανείων σε ενοποιημένη βάση έως τον Μάρτιο του 2023, από 49,2% στα επίπεδα Ιουνίου 2017 (και 40% στο τέλος του 2019). Και οι τέσσερις συστημικές ελληνικές τράπεζες πέτυχαν τους στόχους μονοψήφιου δείκτη NPLs μέχρι το τέλος του 2022.

Το τραπεζικό σύστημα

Παρά τη μείωση των NPLs, το τραπεζικό σύστημα παραμένει επιβαρυμένο από τον υψηλότερο δείκτη NPLs στη ζώνη του ευρώ. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια επιβαρύνουν την κερδοφορία των τραπεζών και τις ικανότητες να συνυπογράφουν επενδύσεις και να υποστηρίζουν την ανάκαμψη. Αν και οι τράπεζες έχουν λάβει μέτρα ενίσχυσης κεφαλαίων, οι δείκτες CET1 σε όλο το σύστημα ανήλθαν στο 14,5% το 1ο τρίμηνο του 2023, χαμηλότερα από τα προ πανδημίας επίπεδα του 16,4% (4ο τρίμηνο 2019).

Οι χρηματοδοτήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης

Παράλληλα με τη χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης, το Εθνικό Σχέδιο “Ελλάδα 2.0” επιδιώκει την κινητοποίηση επιπλέον 26 δισ. ευρώ σε επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα φέρνοντας μεταρρυθμίσεις σε: i)  πράσινη μετάβαση ii) ψηφιακή μετάβαση iii) απασχόληση, δεξιότητες και κοινωνική συνοχή και iv) ιδιωτικές επενδύσεις και οικονομικό μετασχηματισμό.

Οι αρχές αναμένουν ότι το πρόγραμμα “Ελλάδα 2.0” θα αυξήσει την παραγωγή κατά 4,3% έως το 2026, ενώ, σε συνδυασμό με τις προγραμματισμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, η παραγωγή θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 6,9% έως το 2026. Αυτό υποβοηθείται από τις ισχυρές επιδόσεις της Ελλάδας στην απορρόφηση κονδυλίων από την ΕΕ, αφού η χώρα κατέλαβε τη δεύτερη θέση μεταξύ των “27” της Ευρώπης κατά τη φάση του προϋπολογισμού 2014-2020. Η Κομισιόν εκτιμά ότι ο αντίκτυπος του Ταμείου Ανάκαμψης για την ελληνική ανάπτυξη (χωρίς τον αντίκτυπο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην ανάπτυξη) θα μπορούσε, βραχυπρόθεσμα έως μεσοπρόθεσμα, να αυξήσει τη βασική ετήσια ανάπτυξη 0,3-0,5 π.μ. κατά την περίοδο 2021-2026.

Πως εξηγείται το σταθερό outlook

Ωστόσο, ο οίκος επισημαίνει ότι οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας παραμένουν υπό αμφισβήτηση:

Πρώτον, το υψηλό δημόσιο χρέος, το οποίο αντιπροσωπεύει μια μακροπρόθεσμη ευπάθεια σε επανεκτιμήσεις του κρατικού κινδύνου στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Και προσθέτει:

Το πεδίο εφαρμογής θα θεωρούσε περαιτέρω ουσιαστικές μειώσεις του λόγου του χρέους –σύμφωνα με τις βασικές προσδοκίες– ως κρίσιμες για τη μελλοντική πορεία αξιολόγησης της Ελλάδας. Επιπλέον, η σταδιακή αποδυνάμωση της ισχυρής διάρθρωσης του χρέους, με υψηλότερο κόστος αναχρηματοδότησης, παράλληλα με τη σταδιακή μετάβαση από τη δημόσια στην ιδιωτική ιδιοκτησία του χρέους, και τη συντομότερη μέση διάρκεια του νέου χρέους, αντικατοπτρίζει μια πρόκληση.

Δεύτερον, υπάρχουν κίνδυνοι πολιτικής καθώς η Ελλάδα μεταβαίνει από την εξάρτηση από την υπό όρους πίστωση του επίσημου τομέα προς τη χρηματοδότηση με βάση την αγορά λιγότερο υπό όρους. Τρίτον, οι αδυναμίες του τραπεζικού τομέα παραμένουν. Τέλος, οι διαρθρωτικές οικονομικές αδυναμίες όπως το μέτριο μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό, η υψηλή ανεργία, ο αδύναμος εξωτερικός τομέας και οι μακροπρόθεσμες περιβαλλοντικές προκλήσεις αποτελούν περιορισμούς.

Το σταθερό Outlook αντιπροσωπεύει τη γνώμη της Scope ότι οι κίνδυνοι για τις αξιολογήσεις των κρατών εξισορροπούνται τους επόμενους 12-18 μήνες.

Καμία δημοσίευση για προβολή