Τα έσοδα από τους φόρους, θα αυξάνονται κατά 5 δις κάθε χρόνο έως το 2022! Παγωμένες οι δημόσιες επενδύσεις

Δύσκολα χρόνια μπροστά μας βλέπουν οι αναλυτές, εξετάζοντας τα πρόσφατα δημοσιονομικά αποτελέσματα σε συνδυασμό με τους στόχους στους οποίους έχει δεσμεύσει η κυβέρνηση το κοινωνικό σύνολο και την οικονομία.

Έτσι, μετά τα πρώτα “πανηγύρια” για το υπερπλεόνασμα που έφτασε το 2018 σε ιστορικά υψηλό επίπεδο  (4,3% του ΑΕΠ, από 4,1% το 2017), ακολουθούν τώρα οι πιο ώριμες σκέψεις, κυρίως γιατί το πλεόνασμα αυτό επετεύχθη με συρίκωση των αναπτυξιακών κραρτικών χρηματοδοτήσεων και της φορομπηχτικής πολιτικής.

Με την Ευρώπη να μην αφήνει περιθώρια για μείωση των στόχων μέχρι το 2022, Μαξίμου και οικονομικό επιτελείο προσπαθούν να παρουσιάσουν ως επίτευγμα, το (υπό διαμόρφωση) πρόγραμμα ελαφρύνσεων,  ενώ όλα δείχνουν ότι η φορο-αφαίμαξη και η αποστράγγιση της ρευστότητας από την αγορά θα συνεχιστεί.

Σύμφωνα με τους αναλυτές της Εθνικής Τράπεζας, κατά την περίοδο 2019-2022, εκτιμάται ότι τα έσοδα του κράτους από τους φόρους, θα αυξάνονται κατά 5 δις κάθε χρόνο!Και αυτό θα συμβεί, “μέσω αύξησης της δραστηριότητας και κατ’ επέκταση της φορολογικής βάσης”.

Μεγάλο ενδιαφέρον έχουν τα βασικά στοιχεία της μελέτης που ανακοίνωσε η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας. Ανάμεσα σε άλλα, τονίζεται ότι το 2018, υπήρξε για 3ο συνεχές έτος συρρίκνωση των πρωτογενών δαπανών, στο χαμηλότερο ποσοστό ως προς το ΑΕΠ από το 2003 κάτι που αντανακλά, ως επί το πλείστον, τη διαρκή μείωση της δημόσιας κατανάλωσης και τη συνεχιζόμενη συρρίκνωση των μεταβιβάσεων προς την κοινωνική ασφάλιση – κυρίως των περικοπών των συντάξεων.

Ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου σε επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης συρρικνώθηκε – κατά 0,4% του ΑΕΠ ή κατά 13,6% ετησίως για 2ο συνεχές έτος – συντείνοντας στην αδυναμία των συνολικών επενδύσεων στην οικονομία.

Δεδομένου ότι το κράτος δεν μπορεί να αυξήσει τα έσοδά του, καθώς νέους φόρους δεν μπορεί να βάλει, ο μόνος τρόπος να δημιουργήσουν υπερπλεόνασμα, είναι από την μείωση των δαπανών, που περιλαμβάνει και τη μείωση των Δημόσιων Επενδύσεων.

Ουσιαστικά, καθώς τα περιθώρια αύξησης των εσόδων ως ποσοστό του ΑΕΠ (με άλλες μεθόδους πλην της μείωσης της φοροδιαφυγής) είναι πεπερασμένα, η αποτελεσματική συγκράτηση των δαπανών είναι κρίσιμη για τη δημιουργία «δημοσιονομικού χώρου».

Είναι αναμενόμενο, και σύμφωνο με τη διεθνή εμπειρία, τα φορολογικά έσοδα να σημειώσουν ήπια συρρίκνωση όσο η οικονομική ανάκαμψη συνεχίζεται, υποθέτοντας σταθερό επίπεδο φορολογικής συμμόρφωσης και απουσία μεταβολών στο φορολογικό σύστημα.

Η τάση αυτή οφείλεται, μεταξύ άλλων:

1) στην ανελαστικότητα επιμέρους κατηγοριών εσόδων ως προς την οικονομική δραστηριότητα, τουλάχιστον σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα (λ.χ. ΕΝΦΙΑ) και

2) στη φυσιολογική ροπή ανάκαμψης του ποσοστού αποταμίευσης των νοικοκυριών, από το εξαιρετικά χαμηλό τρέχον επίπεδο.

Αποτέλεσμα, η τελική δαπάνη και τα φορολογικά έσοδα να αυξάνουν με ηπιότερο ρυθμό από το διαθέσιμο εισόδημα. Ως εκ τούτου, κατά την περίοδο 2019-2022, εκτιμάται ότι τα φορολογικά έσοδα θα μειωθούν ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά περίπου 2%, παρότι σε ονομαστικούς όρους θα ενισχυθούν κατά 5 δις ετησίως κατά μέσο όρο (μέσω αύξησης της δραστηριότητας και κατ’ επέκταση της φορολογικής βάσης), με συνέπεια ο αξιόπιστος έλεγχος των δαπανών να παραμένει ο καταλύτης για τη διατήρηση των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων τα επόμενα χρόνια.

Η Δ/νση Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ εκτιμά ότι εάν η μέση ετήσια αύξηση των πρωτογενών δαπανών στο σύνολο της Γενικής Κυβέρνησης συγκρατηθεί την περίοδο 2019-2022 στο 1,2% ετησίως (έναντι περίπου 0,6% το 2018) – που αντιστοιχεί στο ένα τρίτο, περίπου, του εκτιμώμενου ετήσιου ρυθμού αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ την ίδια περίοδο – θα οδηγήσει σε μείωση τους, ως ποσοστό του ΑΕΠ, κατά περίπου 3 ποσοστιαίες μονάδες, υπερ-αντισταθμίζοντας την προσδοκώμενη κάμψη των φορολογικών εσόδων ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Ως εκ τούτου, υπό αυτό το σενάριο δημιουργείται ασφαλές περιθώριο για δημοσιονομική επέκταση της τάξης τουλάχιστον 0,5% του ετήσιου ΑΕΠ, μέσω μόνιμων μέτρων, χωρίς να απειλείται η επίτευξη του στόχου για πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ την ίδια περίοδο.

Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι το συνολικό ελληνικό δημόσιο χρέος αυξήθηκε σε 181,1% του ΑΕΠ στο τέλος του 2018 από 176,2% το 2017. Εντούτοις, εξαιρώντας το δανεισμό ύψους 14,4 δις ευρώ κατά το 2018 για τη χρηματοδότηση τμήματος του αποθεματικού ρευστότητας, το χρέος συρρικνώθηκε, σε σχέση με το 2017, κατά περίπου 3%.

Διαβάστε ολόκληρη την οικονομικη ανάλυση της ΕΤΕ:  Εθνική Τράπεζα Δημοσιονομικά Στοιχεία Μάιος 2019

[/more]

Από το newsroom του economico.gr

Περισσότερα νέα, ρεπορτάζ και αναλύσεις:ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ

Καμία δημοσίευση για προβολή