Τα θεσμικά της οικονομίας: Η υποκρισία της Αμερικανικής κοινωνίας, η αφελής τεχνολογία, η κλιματική αλλαγή και τα γεωπολιτικά

    υποκρισία της Αμερικανικής κοινωνίας

     

    Του Κώστα Μποτόπουλου

    Λέγαμε από την αρχή της χρονιάς ότι το 2020 άλλαξε τη σχέση πολιτικής και οικονομίας και σύντομα θα αρχίζαμε να βλέπουμε, και να νιώθουμε, τις συνέπειες. Ε, αρχίσαμε.

    Συγκυρία -με ελαφρά υποκρισία

    Στους δύο κύριους κάβους που -υποτίθεται ότι- αφήσαμε πίσω τη φοβερή χρονιά που έφυγε, ο κόσμος -θα ήθελε να- πιστεύει ότι γύρισε οριστικά η σελίδα.

    Υπάρχει, όμως, κάτι το σχεδόν προκλητικά υποκριτικό στη στάση της πλειοψηφίας του αμερικανικού λαού απέναντι στον οριστικά ηττημένο πλέον Πρόεδρο, αρκετών βουλευτών του Ρεπουμπλικανικού κόμματος που ως χτες του επέτρεπαν τα πάντα, μεγάλων εταιριών που αποσύρουν τις χορηγίες τους ή δεν θέλουν πια να κάνουν μπίζνες μαζί του (Coca Cola, Marriott, AT&T, Walmart, General Motors, ακόμα και η πανταχού παρούσα Deutsche Bank), του Twitter που του μπλοκάρει το λογαριασμό μέσω του οποίου επί τέσσερα χρόνια έσπερνε το μίσος, όσων προώθησαν με τέτοια ορμή τη δεύτερη παραπομπή του για καθαίρεση που θα ολοκληρωθεί όταν δεν θα μπορεί πλέον να καθαιρεθεί.

    Κρύβει μια μεγάλη συλλογική αποτυχία η ανακάλυψη, από όλους αυτούς, στο παρά ένα της θητείας του, ότι ο Τραμπ ήταν αυτό που δεν έκρυψε ποτέ: ένας αυταρχικός λαϊκιστής που εξελέγη για να χρησιμοποιήσει το αξίωμα του για προώθηση της εγωμανίας του και των προσωπικών του συμφερόντων και που στη διαδρομή, συμπληρωματικά αλλά αναπόφευκτα, διέλυσε τις βάσεις της παγκόσμιας δημοκρατίας, οικονομίας και διεθνούς συνεργασίας.

    Φεύγει, αυτό έχει σημασία, και όλες αυτές οι βάσεις χρειάζονται αναμόρφωση και όχι αναπαλαίωση. Παρόμοια αν και λιγότερο έντονη αίσθηση αφήνει και η όλη συζήτηση γύρω από την πανδημία, που ξαφνικά μεταστράφηκε στα πιστοποιητικά εμβολισμού, εθνικά και διεθνή, και στο ποιες δραστηριότητες θα ανοίξουν πρώτες και ποιες δεύτερες, λες και με το υγειονομικό ζήτημα καθάρισε η ανθρωπότητα, λες και το χτύπημα στην πραγματική οικονομία είναι ανατάξιμο με απλές διαρρυθμίσεις, λες και η επίδραση στις δομές της οικονομίας, αλλά και της κοινωνικής ζωής, είναι τέτοια που δεν χρειάζονται, κι αυτές, βαθιά ανάταξη.

    Τεχνολογία -με αρκετή αφέλεια.

    Η αίσθηση μετάβασης έφερε στο προσκήνιο και δυο σοβαρότατα ζητήματα εκδημοκρατισμού της οικονομίας, που ο κόσμος θα τα βρίσκει πλέον διαρκώς μπροστά του. Το πρώτο έχει να κάνει με τη λειτουργία των γιγάντων της τεχνολογίας. Η επίδρασή τους στη δημόσια ζωή τα τελευταία χρόνια και, ιδίως, η εμπειρία Τραμπ, που έκλεισε με την εισβολή στο Καπιτώλιο αλλά και το κατόπιν εορτής κλείσιμο των λογαριασμών του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έχει μεταστρέψει τη συζήτηση από το αν χρειάζεται κάποιος έλεγχος στο τι είδους έλεγχος θα είναι αυτός.

    Το θεμελιώδες πρόβλημα δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, η ελευθερία του λόγου, αλλά η σχέση ιδιωτικής δραστηριοποίησης και δημόσιας παρέμβασης σε ένα χώρο που, εξ ορισμού, αποκρούει τέτοιου είδους παρέμβαση, αφού ακριβώς η λειτουργία του διαδικτύου είναι να μετατρέπει το ιδιωτικό σε οιονεί δημόσιο.

    Ο κύκλος μοιάζει να τετραγωνίζεται αν σκεφτούμε αφενός ότι η αυτορρύθμιση -το έχει δείξει όχι η θεωρία, αλλά η εμπειρία- σημαίνει, ή καταλήγει να σημαίνει, μη ρύθμιση, και αφετέρου ότι «δημόσια» παρέμβαση δεν πρέπει επ’ ουδενί να ταυτίζεται με παρέμβαση της εξουσίας, αφού τότε θα καταλήγαμε να θέτει κανόνες ο Όρμπαν … ή, ως τις 20 Φεβρουαρίου, ο ίδιος ο Τραμπ. Κι εδώ πάντως ο σπόρος της συζήτησης έχει πέσει και αναμένονται μέτρα σε όλα τα κρίσιμα μέτωπα: κανόνες ανταγωνισμού, θέση ορίων μεταξύ ελευθερίας και ασυδοσίας, σχέση με πολιτική και εκλογική ζωή, συγκρότηση νέου είδους ρυθμιστικών φορέων.

    Κλιματική αλλαγή – με μπόλικο βολονταρισμό.

    Το δεύτερο μεγάλο ζήτημα είναι φυσικά η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, που κι αυτή δείχνει να έχει πάρει όχι μόνο ώθηση αλλά και πιο γρήγορο δρόμο λόγω και μέσα στην πανδημία. Πιο σημαντικά ακόμα κι από τα «πακέτα» και τις δεσμεύσεις σημαντικών πολιτικών παικτών, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες υπό τη νέα τους διακυβέρνηση (που έχουν μάλιστα τη δυνατότητα να ξαναθυμίσουν και στην Κίνα τη δική της δέσμευση βάσει της Συμφωνίας του Παρισιού), θεωρώ τα σήματα που δίνουν οι βασικοί διαμορφωτές των αγορών, όπως οι κεντρικές αλλά και οι ιδιωτικές τράπεζες, οι επιχειρήσεις και οι κεφαλαιαγορές.

    Η επίσημη αναγγελία της Κρστίν Λαγκάρντ, στην αρχή της φετινής χρονιάς, ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα αποκτήσει ως βασικό στόχο, δίπλα στους παραδοσιακούς και διατυπωμένους στο Καταστατικό της, την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, έχει τριπλή σημασία: σπάει το ταμπού της επί χρόνια «ενεργειακής ουδετερότητας» του οργανισμού, λειτουργεί ως παράδειγμα και για άλλες κεντρικές τράπεζες (πχ Μεγάλης Βρετανίας), δημόσιους δανειστές (πχ Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων) και επιχειρήσεις, τραπεζικές και μη, και, κυρίως, δεν είναι διόλου θεωρητική, αφού πρόκειται άμεσα να συνοδευτεί από περικοπή αγοράς ομολόγων εταιριών και χωρών με «κακό ενεργειακό αποτύπωμα» και, αντίθετα, διεύρυνση της νομισματικής διευκόλυνσης φορέων που συμμετέχουν στην «πράσινη ανάπτυξη».

    Γεωπολιτική -με προβλέψιμες εκπλήξεις.

    Η σχέση πανδημίας, πολιτικής και οικονομίας φαίνεται ίσως πιο ξεκάθαρα στις πολλές αναταράξεις και ραγδαίες ανακατατάξεις που λαμβάνουν χώρα μπροστά στα μάτια μας. Χώρες σαν τη Βραζιλία, την Τουρκία, την Αργεντινή βρίσκονται στο -οικονομικό και αύριο στο πολιτικό- κενό. Ο κατά τεράστια πλειοψηφία νέος, που θα γίνεται όλο και νεότερος, πληθυσμός της Αφρικής ξυπνά, όπως δείχνουν, πέρα από το αποτέλεσμα και την αιματοχυσία, οι εκλογές αυτών των ημερών στην Ουγκάντα, με τη μάχη αυταρχικών καθεστώτων-νέων δυνάμεων να μην τελειώνει στις κάλπες.

    Χώρες ως χτες σταθερές κατακρημνίζονται (Ιρλανδία) όταν τους «ξεφεύγει» η πανδημία, κυβερνήσεις ξεγυμνώνονται (Βρετανία), σκληραίνουν (Γερμανία και εσωτερικές εκλογές Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος), κλυδωνίζονται (Ολλανδία, Εσθονία), επιτρέπουν εσωτερική αμφισβήτηση (Ιταλία, με τον καιροσκοπισμό του Ρέντσι να σπάει, πάντως, κάθε ρεκόρ), επιβάλλουν αλλαγή πορείας (ΗΠΑ), ή, στις περιπτώσεις που η υγειονομική αντιμετώπιση ήταν σχετικά καλή, μπορούν να βρουν εφαλτήριο για τολμηρότερες κινήσεις.

    Στην τελευταία κατηγορία ανήκει η Ελλάδα και η κυβέρνησή της, που έχουν, έτσι, μια -τελευταία- ευκαιρία, σε όλη τη διάρκεια της χρονιάς που μπήκε, να αφοσιωθούν σε αναγκαίες τομές και θεμελιώσεις, κλείνοντας τα αυτιά σε εκλογικές και «επικοινωνιακές» σειρήνες ξεπερασμένες από τις ανάγκες και τις συνθήκες της εποχής.       

    • Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος, πρ. Ευρωβουλευτής και πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, Σύμβουλος Διοίκησης στην Τράπεζα της Ελλάδας και εταίρος στη δικηγορική εταιρία «Λαμπαδάριος και Συνεργάτες». Τα σχόλιά του στο economico.gr δημοσιεύονται κάθε Σάββατο

    Καμία δημοσίευση για προβολή