“Θετικά αμετάβλητη” η αξιολόγηση από τον DBRS – Ποιές οι αιτίες αναβάθμισης ή υποβάθμισης

    DBRS Morningstar: Σε τροχιά ανάπτυξης η Ελληνική οικονομία. Επιβεβαιώνεται η επενδυτική βαθμίδα

    Ο καναδικός οίκος αξιολόγησης DBRS διατήρησε θετικές τις προοπτικές (trend) για τους επόμενους 12-18 μηνες, αλλά άφησε αμετάβλητη την αξιολόγηση της χώρας, στο «B (high)».

    Το θετικό trend παραμένει αμετάβλητο, αντικατοπτρίζοντας έτσι την εκτίμηση του οίκου ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, ενώ αναμένει ότι θα υπάρξει σταδιακή αλλά όχι ταχεία επιστροφή στη χρηματοδότηση από τις αγορές.

    Ωστόσο σημειώνει ότι η Ελλάδα, προκειμένου να κατορθώσει να επιστρέψει στις αγορές, θα πρέπει να επιτύχει μεγαλύτερη πρόοδο σε αρκετούς τομείς.

    Όπως αναφέρεται στην έκθεση του οίκου αξιολόγησης το ελληνικό ΑΕΠ θα ενισχυθεί 2,1% για το 2018 από το 1,5% που ήταν το 2017, ενώ εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 2,5% το 2019.

    Τονίζεται ακόμη ότι η εκτέλεση του προϋπολογισμού εξακολουθεί να είναι θετική και εκτιμάται ότι ο στόχος που έχει τεθεί για το πρωτογενές πλεόνασμα θα ξεπεραστεί.

    Ο οίκος αναφέρεται στο προσχέδιο προϋπολογισμού του 2019 και στα δύο σενάρια που υπάρχουν σε αυτό, καθώς βάσει του ενός το πρωτογενές πλεόνασμα θα αγγίξει το 4,2% και βάσει του εναλλακτικού (σ.σ.: αυτό στο οποίο δεν περιλαμβάνεται η μείωση συντάξεων) στο 3,6%.

    Ακόμη, ο οίκος τοποθετέι τον κίνδυνο εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη στο MEDIUM (μέτριο ρίσκο).

    Ποιές είναι οι αιτίες αναβάθμισης ή υποβάθμισης

    Τονίζεται ακόμη ότι μπορεί να υπάρξει αναβάθμιση της χώρας εάν:

    -συνεχιστεί η εφαρμογή δημοσιονομικών και δομικών μεταρρυθμίσεων, που θα αποτελέσουν παράγοντα στήριξης της οικονομίας,

    -υπάρξει πλήρης εφαρμογή των κανόνων για τη μετά μνημονιακή εποπτεία και

    -«ανοίξουν» οι αγορές ομολόγων για την Ελλάδα.

    Στον αντίποδα μπορεί να υπάρξει υποβάθμιση του trend εάν:

    -υπάρξει άρση ή διακοπή εφαρμογής των δομικών μεταρρυθμίσεων,

    -καταγραφεί υποχώρηση στα δημοσιονομικά μεγέθη και

    -καταγραφεί νέα αστάθεια στον χρηματοπιστωτικό τομέα.

    Μη βιώσιμο σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα το χρέος

    [more]

    Όπως ισχύει και με τους άλλους οίκους αξιολόγησης αλλά και τους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς ομίλους, το μεγαλύτερο πρόβλημα για την Ελλάδα δεν είναι άλλο από το υψηλό χρέος της χώρας, η μακροχρόνια βιωσιμότητα του οποίου δεν μπορεί να θεωρηθεί βέβαιη.

    Το σχέδιο προϋπολογισμού περιλαμβάνει πρόβλεψη μείωσης κατά 12,8 ποσοστιαίες μονάδες του δείκτη δημόσιου χρέους το 2019 – από ένα εκτιμώμενο επίπεδο 183% φέτος σε 170,2% το επόμενο έτος, αν και εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλό.

    Η βελτίωση αφορά την παραγωγή πρωτογενούς πλεονάσματος και την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ.

    Οι περιορισμοί στο υψηλό χρέος περιλαμβάνουν το γεγονός ότι τα θεσμικά όργανα της ΕΕ κατέχουν πάνω από το 70% του δημόσιου χρέους που συμβάλλει στην πολύ μακρά σταθμισμένη μέση διάρκεια και στο μεγαλύτερο μέρος του χρέους που χρηματοδοτείται με χαμηλά σταθερά επιτόκια.

    Σύμφωνα με το Γραφείο Διαχείρισης του Ελληνικού Χρέους, στο τέλος Αυγούστου, η Ελλάδα κατείχε ποσό 24,1 δισ. ευρώ σε μετρητά ισοδύναμο με δύο χρόνια ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών.

    Αυτό προσφέρει χρόνο για την αποκατάσταση της πλήρους εμπιστοσύνης της αγοράς, ενώ η Ελλάδα εφαρμόζει πολιτικές στήριξης της ανάπτυξης και δημοσιονομική εξυγίανση.

    Επιπλέον, μερικά από τα μετρητά θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν την αποπληρωμή ακριβότερων χρεών.

    Μακροπρόθεσμα, η πρόκληση της διατήρησης του πρωτογενούς πλεονάσματος για πολλά χρόνια για την κάλυψη των πληρωμών για την εξυπηρέτηση του χρέους εγείρει ερωτήματα.

    Αναμένεται μία έκθεση του Eurogroup για τη δυναμική του χρέους στο τέλος της περιόδου χάριτος του EFSF το 2032 για να διαπιστωθεί εάν είναι αναγκαία η περαιτέρω αναδιάρθρωση του χρέους, κάτι που παρέχει κάποια άνεση.

    [/more]

    Καμία δημοσίευση για προβολή