Βέτο από Ουγγαρία και Πολωνία στο Ταμείο Ανάκαμης – Εμπλοκή και καθυστέρηση στις εκταμιεύσεις – Ποιες είναι οι συνέπειες για την Ελλάδα

Ταμείο Ανάκαμψης

Μπλόκο στο Ταμείο Ανάκαμψης και την άμεση ενεργοποίηση του «μπαζούκα» των 750 δις ευρώ από την Ε.Ε. βάζουν η Ουγγαρία και η Πολωνία. Οι δύο χώρες, όπως ήδη είχε προδιαγραφεί, μπλόκαραν με βέτο την έγκριση του νέου μακροπρόθεσμου προϋπολογισμού της Ε.Ε. (του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου) και του Ταμείου Ανάκαμψης, στην σημερινή συνεδρίαση του συμβουλίου των Μονίμων Αντιπροσώπων της Ενωσης.

Η Ουγγαρία και η Πολωνία δεν έδωσαν τη συγκατάθεσή τους σε δύο θέματα όπου απαιτείται ομοφωνία: στον τελικό συμβιβασμό για το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο και στην τροποποιημένη Απόφαση περί Ιδίων Πόρων, που είναι αναγκαία για να δανειστεί η Επιτροπή τα 750 δισ. του Ταμείου Ανάκαμψης.

Βέτο για την σύνδεση των πόρων με το κράτος Δικαίου

Και οι δύο χώρες είχαν προαναγγείλει αυτή την στάση του και το βέτο που έθεσαν επικυρώνει την διαφωνία τους για τον μηχανισμό διασύνδεσης των κοινοτικών πόρων με το κράτος Δικαίου. Ο μηχανισμός ήταν το αποτέλεσμα του συμβιβασμού μεταξύ της γερμανικής προεδρίας της Ε.Ε και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Με ανάρτησή του στο Twitter , ο ούγγρος κυβερνητικός εκπρόσωπος Ζόλταν Κόβατς επιβεβαίωσε το βέτο, διαμηνύοντας ότι «δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε στην παρούσα μορφή του» τον μηχανισμό, καθώς αντιτίθεται στη συμφωνία της Συνόδου Κορυφής του Ιουλίου.

Νωρίτερα, ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης της Πολωνίας Μιχάλ Βόιτσικ, είχε μιλήσει για «κρίσιμη στιγμή» στην ιστορία της χώρας του, τονίζοντας: «Πόσο αξίζει η εθνική κυριαρχία; Ένα δισεκατομμύριο, μερικές δεκάδες δισεκατομμύρια, μερικές εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ;

Για εμάς είναι ανεκτίμητη». Εναντίον της Ουγγαρίας και της Πολωνίας έχουν ξεκινήσει διαδικασίες βάσει του άρθρου 7 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, για παραβίαση των «θεμελιωδών αξιών» της Ε.Ε.

Καθυστέρηση στις εκταμιεύσεις

Τι σημαίνει το σημερινό βέτο και η εμπλοκή στην λειτουργία του Ταμείου;

Όπως δήλωσε στο Reuters υψηλόβαθμος ευρωπαίος διπλωμάτης δήλωσε ότι «βρισκόμαστε ξανά σε κρίση» και θα πρέπει να εμπλακούν εκ νέου στη διαπραγμάτευση η καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ και η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.

«Είναι σίγουρο ότι θα υπάρξουν καθυστερήσεις» στην εκταμίευση των πόρων εξαιτίας της νέας εμπλοκής, προειδοποίησε η ίδια πηγή.

Η καθυστέρηση αυτή για να υπάρξει νέα πολιτική διαπραγμάτευση οδηγεί εκ των πραγμάτων και σε καθυστέρηση την έναρξη των εκταμιεύσεων. Το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο για τις χώρες που έχουν λαμβάνειν τα μεγαλύτερα ποσά από το Ταμείο διότι υπέστησαν και τα μεγαλύτερα πλήγματα από την πανδημία – ανάμεσά τους η Ελλάδα, η Ιταλία, και η Ισπανία.

Το Ταμείο μπορεί να αυξήσει το ελληνικό ΑΕΠ κατά 22,5%

Με βάση τις έως τώρα εκτιμήσεις, τα πρώτα ποσά από το Ταμείο Ανάκαμψης θα μπορούσαν να έρθουν στην Αθήνα μετά το καλοκαίρι του 2021, πλέον όμως όλα τα χρονοδιαγράμματα εξαρτώνται από την διάρκεια των νέων διαπραγματεύσεων μεταξύ Βερολίνου, Βρυξελλών και Ουγγαρία και Πολωνίας.

Η ελληνική οικονομία μπορεί να πάρει ιστορική ώθηση από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης καθώς δικαιούται να εισπράξει περίπου 32 δισεκατομμύρια ευρώ, εκ των οποίων τα 19,5 δισεκατομμύρια αφορούν επιδοτήσεις και τα 12,5 δισεκατομμύρια χαμηλότοκα δάνεια.

Σύμφωνα με μελέτη την οποία επικαλείται η Alpha Bank, μόνον από την αξιοποίηση των άμεσων επιχορηγήσεων, το ΑΕΠ της Ελλάδας μπορεί να αυξηθεί κατά 22,5% στην περίοδο 2021-2027.

Η Alpha Bank επικαλείται έρευνα του Leibniz Information Centre for Economics, η οποία δείχνει ότι η άνοδος του ΑΕΠ στις οικονομικά ασθενέστερες χώρες, οι οποίοι αναμένεται να λάβουν και τις υψηλότερες επιχορηγήσεις θα είναι συγκριτικά εντονότερη και θα προέλθει κυρίως από τις αναπτυξιακές δράσεις

Με αυτό το δεδομένο η Ελλάδα μπορεί να πετύχει την υψηλότερη επίδραση ανάμεσα στις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Μάλιστα, το εντυπωσιακό 22,5% κατανέμεται σε μέση ετήσια αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ κατά 3,2%, ποσοστό σημαντικά υψηλότερο σε σχέση με τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών κρατών (2%).

Καμία δημοσίευση για προβολή