11η Σεπτεμβρίου, 20 χρόνια μετά: Που οδήγησε ο παγκόσμιος «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» – Από το δόγμα Μπους στο δόγμα Μπάιντεν

11η Σεπτεμβρίου: Που οδήγησε ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας»

Ηταν εννέα μέρες μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, με τις στάχτες των Δίδυμων Πύργων να καπνίζουν ακόμη, όταν σε παναμερικανική μετάδοση ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους έθεσε τον πλανήτη ενώπιον του παγκόσμιου διλήμματος:

Κάθε έθνος, κάθε περιοχή”, δήλωνε, “τώρα πρέπει να πάρει μια απόφαση. Είτε είστε μαζί μας είτε είστε με τους τρομοκράτες”.

Ο “πόλεμος κατά της τρομοκρατίας”

Ηταν η κήρυξη του μεγάλου «πολέμου κατά της τρομοκρατίας». Κι ήταν ο πόλεμος που, όπως γράφει το BBC, οδήγησε έκτοτε στην εισβολή στο Αφγανιστάν, μετά στο Ιράκ, στην άνοδο του Ισλαμικού Κράτους και τον πολλαπλασιασμό των πολιτοφυλακών που υποστηρίζονται από το Ιράν σε όλη τη Μέση Ανατολή – που οδήγησε επίσης στον θάνατο χιλιάδων στρατιωτικών και πολλών περισσότερων αμάχων.

Είκοσι χρόνια μετά, όλα αυτά δεν μπορούν παρά να συγκροτούν το ερώτημα εάν η Αμερική κήρυξε τον λάθος πόλεμο με τον λάθος τρόπο, εάν η Δύση ηττήθηκε κι εάν το τίμημα είναι δυσανάλογα βαρύ έναντι του αποτελέσματος. Η Αλ Κάιντα μπορεί να μην υπάρχει πια και ο Μπιν Λάντεν μπορεί να εκτελέστηκε από τους κομάντο του Μπαράκ Ομπάμα, όμως περισσότεροι από 800.000 άνθρωποι έπεσαν νεκροί – ανάμεσά τους πολλοί αφγανοί και ιρακινοί άμαχοι – και το οικονομικό κόστος ξεπέρασε τα 6,4 τρις δολάρια σύμφωνα με την μελέτη του Brown University.

Μια πρώτη σκωπτική απάντηση δίνουν οι Financial Times: «Βλέποντας τις ΗΠΑ να χάνουν έναν ακόμη πόλεμο, αυτή τη φορά στο Αφγανιστάν, και η κυριαρχία επιστρέφεται στους Ταλιμπάν για να δικαιολογούν τη θηριωδία τους στο όνομα του Θεού και περιπολούν στους δρόμους όπως οι Σαβοναρόλας των τελευταίων ημερών για να μυρίσουν τη βλασφημία και την κακία, ίσως επιτρέπεται μια ειρωνία απέναντι στην ιστορία» γράφουν.

“Δεν κατάφεραν να τελειώσουν τον διεθνιστικό τζιχαντισμό”

«Κατάφεραν να σκοτώσουν τον Μπιν Λάντεν, όμως αν ο στόχος ήταν να βάλουν τέλος στον διεθνιστικό τζιχαντισμό, πρόκειται για μια πλήρη αποτυχία», λέει από την πλευρά του ο Αμπντούλ Σάγεντ, πολιτειολόγος στο πανεπιστήμιο του Λουντ, στη Σουηδία.

Βεβαίως οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έγιναν ξανά στόχος μιας νέας επίθεσης της κλίμακας και της μορφής της 11ης Σεπτεμβρίου. Όμως οι στόχοι που καθορίστηκαν «ήταν ανέφικτοι», λέει ο Ασάφ Μογαντάμ, ερευνητής του Διεθνούς Ινστιτουτου για την Αντιτρομοκρατία (ICT) στο Ισραήλ. «Η τρομοκρατία δεν μπορεί να ηττηθεί. Η απειλή διαρκώς εξελίσσεται».

Το Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών (CSIS) της Ουάσινγκτον ανακοίνωσε το 2018 ότι ο αριθμός των ενεργών τρομοκρατικών οργανώσεων (67) ήταν ο υψηλότερος από το 1980. Όσο για τον αριθμό των μαχητών, κυμαινόταν τότε, σύμφωνα με τις πηγές του CSIS, ανάμεσα σε 100.000 και 230.000. Ο αριθμός αυτό δίνει αύξηση 270% σε σχέση με τις εκτιμήσεις του 2001. Κι ακόμη κι αν παραδεχτεί κανείς πως οι αριθμοί είναι συζητήσιμοι, η τάση είναι αναντίρρητη.

Με δεδομένες τις δαπάνες που έγιναν -μόνο οι Αμερικανοί ξόδεψαν αναμφίβολα πάνω από ένα τρισεκατομμύριο δολάρια στο Αφγανιστάν- ο απολογισμός είναι καταστροφικός και παραπέμπει σε πρόδηλα λάθη, σύμφωνα με τους αναλυτές.

Το μείζον σφάλμα του Ιράκ

Η ανατροπή του ιρακινού καθεστώτος του Σαντάμ Χουσέιν το 2003 αναφέρεται από πλευράς τακτικής ως μείζον σφάλμα. «Επέτρεψε στην Αλ-Κάιντα να αναστηθεί, κάτι που έθεσε τις βάσεις της δημιουργίας της οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος», εκτιμά ο Σεθ Τζόουνς, ειδικός για την τρομοκρατία στο CSIS.

Πέραν αυτών, οι παρατηρητές περιγράφουν μια στρατηγική που προκρίνει τη σύγκρουση, χωρίς να λαμβάνει επαρκώς υπόψη τις συνθήκες στις οποίες αναπτύσσεται ο τζιχαντισμός: τον πόλεμο, το χάος, την κακή διακυβέρνηση, τη διαφθορά.

«Συγκρούσεις, όπως αυτή της Συρίας, μπορούν να κινητοποιήσουν και να ριζοσπαστικοποιήσουν μέσα σε λίγο χρόνο χιλιάδες μαχητές», υπογραμμίζει ο Τόρε Χάμινγκ, ερευνητής στο Τμήμα Πολεμικών Σπουδών στο King’s College του Λονδίνου. «Το μείζον πρόβλημα δεν είναι στρατιωτικό», προσθέτει. «Ένας από τους πιο ισχυρούς μηχανισμούς για να προληφθεί η στρατολόγηση μαχητικών ισλαμιστών είναι να προσφερθούν στους ανθρώπους καλύτερες εναλλακτικές επιλογές. Τα όπλα δεν τις προσφέρουν».

Το βαρύ στίγμα για τις ΗΠΑ

Οσο για την εικόνα των ΗΠΑ, δείχνει βαθιά στιγματισμένη. Η προσφυγή στα βασανιστήρια, η λειτουργία της φυλακής των Γκουαντάναμο, για να στερηθούν οι κρατούμενοι την προστασία των συνταγματικών ρυθμίσεων, οι στοχευμένες επιχειρήσεις εξόντωσης με μη επανδρωμένα αεροσκάφη σε ξένο έδαφος, έφεραν συχνά τις ΗΠΑ στο περιθώριο του κράτους δικαίου.

«Ο πληθυσμός της περιοχής είναι νεανικός και δεν γνωρίζει παρά αυτήν την Αμερική», δεν έχει μνήμες από την 11η Σεπτεμβρίου 2001, διαπιστώνει η Μαρσίν Αλσχαμάρι, ειδική στην Μέση Ανατολή με έδρα την Βαγδάτη. «Η 11η Σεπτεμβρίου προκάλεσε δύο πολέμους που άλλαξαν δια παντός την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή».

Η αποδυνάμωση του Ιράκ ενίσχυσε «την περιφερειακή ισχύ του Ιράν», του μεγάλου εχθρού των ΗΠΑ, «ωθώντας την Σαουδική Αραβία να αντιδράσει στο πλαίσιο ενός ανταγωνισμού με καταστροφικά αποτελέσματα», προσθέτει.

Η Κίνα, ο νέος εχθρός…

Σήμερα, αρχίζει να διαμορφώνεται κάποια συναινετική αντίληψη: ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας έχει εκτραπεί από τον αρχικό του στόχο.

Ακόμη και ο Τζον Μπόλτον, συνοδοιπόρος των νεοσυντηρητικών, χωρίς ωστόσο να συμμερίζεται το όραμα της εξαγωγής της δημοκρατίας δια της στρατιωτικής βίας, καταγγέλλει αυτήν την πρόθεση «οικοδόμησης κρατών» με κάθε τίμημα , αντί της επιλογής απλών στόχων στο πλαίσιο της καταπολέμησης της τρομοκρατίας.

Σ’ αυτό το κάδρο, για να δικαιολογήσει την αποχώρηση από το Αφγανιστάν, παρά την τροπή που πήραν τα γεγονότα, ο Τζο Μπάιντεν επιμένει ότι η Αμερική πρέπει να φυλάξει δυνάμεις και πόρους για τον ανταγωνισμό με τους πραγματικούς στρατηγικούς ανταγωνιστές της, την Ρωσία και την Κίνα.

Αλλωστε, η κυβέρνησή του κήρυξε το Πεκίνο, και όχι την τρομοκρατία, το μεγαλύτερο γεωστρατηγικό πρόβλημα του 21ου αιώνα, σε ομοφωνία με τους αμερικανούς πολιτικούς, διπλωμάτες και διανοούμενους.

«Εκτρεπόμαστε προς έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο με τη Κίνα», λέει ο Αντριου Μπάσεβιτς, πρόεδρος του Quincy Institute for Responsible Statecraft των ΗΠΑ, που προωθεί την μετριοπάθεια και την αυτοσυγκράτηση στην εξωτερική πολιτική. «Είναι η ολίσθηση», προσθέτει, «προς ένα νέο θέατρο, στο οποίο η προσπάθεια διατήρησης ή αποκατάστασης της αμερικανικής υπεροχής ξαναρχίζει».

Καμία δημοσίευση για προβολή