Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου: Η μετανάστευση είναι η μεγαλύτερη απειλή για την ασφάλεια

Ο κόσμος το 2024 χαρακτηρίζεται από την «αύξηση των γεωπολιτικών εντάσεων και την οικονομική αβεβαιότητα». Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει ο Κρίστοφ Χόισγκεν, ο πρόεδρος της Διάσκεψης Ασφαλείας του Μονάχου (MSC), στη νέα έκθεση ασφαλείας για τη Διάσκεψη, η οποία άνοιξε τις εργασίες της την Παρασκευή στη βαυαρική πρωτεύουσα και διοργανώνεται φέτος για 60ή φορά. Ο επιθετικός πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας είχε αξιολογηθεί ως η μεγαλύτερη απειλή για την ασφάλεια στην περυσινή Έρευνα για την Παγκόσμια Ασφάλεια (Δείκτης Ασφάλειας του Μονάχου) κυρίως στις χώρες της ομάδας G7.

Η μετανάστευση

Για τη φετινή έκθεση σχετικά με την παγκόσμια κατάσταση, η MSC ρώτησε 12.000 άτομα στις χώρες της G7 καθώς και στη Βραζιλία, την Ινδία, την Κίνα, τη Νότια Αφρική και την Ουκρανία. Η απειλή που εκτιμάται ότι συνιστά σήμερα η Ρωσία εξακολουθεί να αξιολογείται υψηλότερα κι από ό,τι πριν από την εισβολή της Μόσχας πριν από δύο χρόνια. Ωστόσο, οι επιπτώσεις της μετανάστευσης λόγω του πολέμου και της κλιματικής αλλαγής θεωρούνται τώρα πλέον ακόμη πιο σημαντικές και από την επιθετική στάση της Ρωσίας. Ίσως όμως όσοι ρωτήθηκαν επ΄αυτού τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 2023 να έχουν κάπως συνηθίσει τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Στην ίδια την Ουκρανία, η MSC έθεσε το ερώτημα για το ποιες θα ήταν οι «αποδεκτές συνθήκες για μια κατάπαυση του πυρός», με το 92% να ζητά την πλήρη απόσυρση των ρωσικών στρατευμάτων από την Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένης και της Κριμαίας. Μόνο ένα 12% δήλωσε ότι θα συναινούσε εάν παρέμενε προσαρτημένη στη Ρωσία μόνο η Κριμαία. Πάνω από το 1/3 θα ήθελε η Ουκρανία να ενταχθεί γρήγορα στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Υπό τον αγγλικό τίτλο «Lose-Lose» η 10η Έκθεση Aσφάλειας της MSC περιγράφει ότι όλοι είναι χαμένοι στην τρέχουσα τεταμένη παγκόσμια κατάσταση.

Δυσαρέσκεια για την οικονομία

Σύμφωνα με την έρευνα η αντίληψη κινδύνου μιας στρατιωτικής σύγκρουσης στον Ινδο-Ειρηνικό μεταξύ Κίνας και Ταϊβάν έχει αυξηθεί απότομα. Ο φόβος για τη «μια Κίνα» με ολοένα και μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση έχει διογκωθεί iδιαίτερα στην Ιαπωνία ακολουθούμενη από την Ινδία, τις ΗΠΑ, τη Γερμανία και τη Γαλλία. Στις χώρες της ομάδας G7 (Γερμανία, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιταλία, Ιαπωνία, Καναδάς και ΗΠΑ), «μεγάλα τμήματα του πληθυσμού πιστεύουν ότι οι χώρες τους θα είναι λιγότερο ασφαλείς και ευημερούσες σε δέκα χρόνια», επισημαίνει ο Χόισγκεν.

Σε ανάλυση των αποτελεσμάτων της έρευνας αναφέρεται ότι οι άνθρωποι στις χώρες της G7 περιμένουν αύξηση της δύναμης και της επιρροής της Κίνας και των χωρών του Παγκόσμιου Νότου σε βάρος των δικών τους χωρών. Συνολικά η δυσαρέσκεια για την οικονομική κατάσταση στον κόσμο αυξάνεται. «Παρά τα τεράστια επιτεύγματα στη μεταψυχροπολεμική εποχή, οι κύριοι παίκτες της Δύσης αλλά και ισχυρές απολυταρχίες και χώρες του λεγόμενου Παγκόσμιου Νότου» είναι όλοι δυσαρεστημένοι με το «status quo και το δικό τους μερίδιο» αναφέρεται στην έκθεση. Η παγκοσμιοποίηση συνολικά έχει σημειώσει την αντίστροφη πορεία. Ο ανταγωνισμός και η αυξημένη ανάγκη για ασφάλεια κυριαρχούν στον σημερινό κόσμο.

Ο ρόλος της Κίνας

Σε παγκόσμιο επίπεδο εισρέουν λιγότερα κεφάλαια ειδικότερα στην Κίνα. «Η όξυνση του γεωπολιτικού ανταγωνισμού έχει ενταφιάσει την πεποίθηση ότι η παγκοσμιοποίηση με γνώμονα την αγορά οδηγεί σε δίκαιη κατανομή των κερδών», αναφέρει η έκθεση σημειώνοντας ότι τα κράτη δίνουν προτεραιότητα στην «ανθεκτικότητα και την ασφάλεια έναντι της αποτελεσματικότητας». «Οι δραματικές πολιτικές ανακατατάξεις» στον κόσμο καταγράφονται στη «μακροοικονομική πραγματικότητα». Οι κεφαλαιακές ροές της Δύση ανακατευθύνονται από την Κίνα προς άλλους εταίρους. «Οι εμπορικές ροές παρουσιάζουν επίσης δειλά σημάδια αναδιάρθρωσης κατά μήκος των γεωπολιτικών γραμμών», αναφέρει η έκθεση του MSC, η οποία δίνει μια πολύ απαισιόδοξη εικόνα διασύνδεσης στον κόσμο.

Αλυσίδες εφοδιασμού μεταξύ της Ασίας και άλλων περιοχών του κόσμου που ήταν αλληλένδετες, αποσυνδέονται. Η Ευρώπη, ωστόσο, και κυρίως η Γερμανία, ξεχωρίζει ως εξαίρεση: «Οι γερμανικές εταιρείες συνεχίζουν να επενδύουν σε μεγάλο βαθμό στην Κίνα, αψηφώντας τις προσπάθειες του Βερολίνου να μειώσει τη συμμετοχή τους», σύμφωνα με την Έκθεση Ασφαλείας του Μονάχου 2024. «Οι γερμανικές άμεσες ξένες επενδύσεις στην Κίνα παρέμειναν σε επίπεδο ρεκόρ το πρώτο εξάμηνο του 2023». Η γερμανική κυβέρνηση ακολουθεί μια πολιτική «απομείωσης του ρίσκου» με την Κίνα, με άλλα λόγια, μείωση της οικονομικής εξάρτησης.

To Σαχέλ και η Ρωσία

Αυτό ξεκίνησε με την πανδημία, όταν οι αλυσίδες εφοδιασμού μεταξύ Γερμανίας και Κίνας κατέρρευσαν κατά τη διάρκεια του λοκντάουν. Η πολιτική αυτή έχει αποκτήσει δυναμική ως αποτέλεσμα της ρήξης με τη μακροχρόνια εξάρτηση από τις εισαγωγές ενέργειας από τη Ρωσία. Ωστόσο, αυτό δεν φαίνεται ακόμη να αντικατοπτρίζεται σε απτά στοιχεία. Η έκθεση τονίζει επίσης την αυξανόμενη στρατιωτική επιρροή της Ρωσίας στη ζώνη χωρών του Σαχέλ. Το πραξικόπημα στον Νίγηρα αναδεινύει την απώλεια επιρροής κυρίως της πρώην αποικιακής δύναμης όπως της Γαλλίας. Η Ρωσία, από την άλλη πλευρά, προσπαθεί να «αποσυνδέσει τις χώρες του Σαχέλ από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ».

Και εδώ ακριβώς οι συντάκτες της φετινής Έκθεσης Ασφαλείας του Μονάχου βλέπουν κυρίως χαμένους: «Οι άνθρωποι στην περιοχή χάνουν την ευκαιρία για ειρήνη και δημοκρατική πρόοδο καθώς κάθε πραξικόπημα από το 2020 και μετά έφερνε περισσότερη βία». Σύμφωνα με την έκθεση, η αυξημένη δυσπιστία παγκοσμίως αντανακλάται επίσης στην αντίληψη κινδύνου από τις επιθέσεις στον κυβερνοχώρο και στις αρνητικές συνέπειες της χρήσης της τεχνητής νοημοσύνης. «Η τεχνολογική πρόοδος που επί μακρόν αποτελούσε μοχλό παγκόσμιας ευημερίας, εργαλειοποιείται όλο και περισσότερο από τους αντιπάλους», αναφέρεται στην ανάλυση. Γενικά οι άνθρωποι φοβούνται τις εκστρατείες παραπληροφόρησης στον ψηφιακό κόσμο.

με πληροφορίες από την Deutsche Welle

Καμία δημοσίευση για προβολή