ΕΕ και ΝΑΤΟ “αγαπούν” την Ουκρανία αλλά δεν την “παντρεύονται”… Γιατί δεν περπατάει η διεύρυνση των Ατλαντικών θεσμών

Πιέσεις στον Ερντογάν από τους ηγέτες της ΕΕ στην Πράγα

 

Καθώς το ΝΑΤΟ ετοιμάζεται για τη σύνοδο κορυφής στο Βίλνιους τον Ιούλιο, με το Κίεβο να πιέζει να ενταχθεί στη Συμμαχία, η Ευρωπαϊκή Ένωση, από την πλαυρά της, προετοιμάζεται για ενταξιακές συνομιλίες με την Ουκρανία και τη Μολδαβία.

Ήδη από τη δεκαετία του 2010, η διεύρυνση των ευρω-ατλαντικών θεσμών έχει σχεδόν σταματήσει, καθώς στην Ευρώπη επικρατεί μία κόπωση και μια μορφή προβληματισμού, αφού αντιμετωπίζει αρκετές εσωτερικές συνταγματικές, οικονομικές και πολιτικές κρίσεις. Αν και η πολιτική ένταξης νέων μελών συνεχίζεται επίσημα, στην ουσία είναι πρακτικά στο απόλυτο τέλμα.

Ωστόσο, οι  γεωγραφικές εντάξεις στο ΝΑΤΟ δεν έχουν παγώσει. Νέα μέλη  εισήλθαν από τα Βαλκάνια, αν και πολλοί στη Συμμαχία είναι επιφυλακτικοί στο να προκαλέσουν κι άλλο με τις κινήσεις τους  τη ρωσική αρκούδα, την ώρα που ο Ρώσος Πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν γίνεται  ολοένα και πιο συγκρουσιακός με τη Δύση.

Η όλη ιστορία διεύρυνσης του ΝΑΤΟ φτάνει πίσω στο Βουκουρέστι το 2008, όταν οι αρχηγοί των κρατών μελών δήλωσαν ότι η Ουκρανία και η Γεωργία «θα γίνουν» μέλη, χωρίς να παρέχουν σαφή οδικό χάρτη για το πώς θα επιτευχθεί αυτό. Ήταν ένας ανησυχητικός  συμβιβασμός: Μόνο λίγα χρόνια μετά την καταστροφική εισβολή στο Ιράκ, με τις διατλαντικές σχέσεις ακόμα τεταμένες, οι Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν να πιέζουν για την ένταξη του Κιέβου και της Τιφλίδας, έχοντας την υποστήριξη κάποιων νέων μελών από την Ανατολική Ευρώπη και οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες έδειξαν να υποχωρούν.

Η εισβολή στην Ουκρανία δίνει νέα πνοή στη διεύρυνση ΕΕ-ΝΑΤΟ

Ξαφνικά, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έδωσε μια νέα πνοή τόσο στη διεύρυνση της ΕΕ όσο και στο ΝΑΤΟ. Και παρόλο που είναι ακόμη νωρίς, η πολιτική δυναμική της Ευρώπης αλλάζει. Μόνο τον τελευταίο χρόνο, η Ουκρανία, η Μολδαβία και η Βοσνία-Ερζεγοβίνη έγιναν υποψήφιες στην ΕΕ, η Γεωργία έγινε πιθανή υποψήφια, ενώ η Αλβανία και η Βόρεια Μακεδονία άρχισαν επιτέλους τις διαπραγματεύσεις. Παράλληλα, η Φινλανδία μπήκε στο ΝΑΤΟ και η Σουηδία αναμένεται να ακολουθήσει.

Μόνο ο Πούτιν θα μπορούσε να έχει πετύχει ένα τόσο εκπληκτικό κατόρθωμα. Ωστόσο, η πολιτική αναζωπύρωση της διεύρυνσης, ακόμα και στις πιο σκεπτικιστικές πρωτεύουσες της Δυτικής Ευρώπης, δεν εξελίχθηκε από ένα ξεκάθαρο στρατηγικό σχεδιασμό,όσο από ένα αίσθημα αλληλεγγύης – και ίσως μια δόση ενοχής για λάθη του παρελθόντος.

Στην πραγματικότητα, πολλοί Ευρωπαίοι αξιωματούχοι αμφισβήτησαν ιδιωτικά εάν η ετοιμοθάνατη διαδικασία διεύρυνσης θα μπορούσε να αναζοωγονηθεί πραγματικά πέρα ​​από το να αποτελέσει μια συμβολική πράξη συμπαράστασης. Και παρόλο που δεν παρουσιάστηκε ποτέ ως άμεση εναλλακτική λύση στη διεύρυνση, η Ευρωπαϊκή Πολιτική Κοινότητα —το πνευματικό τέκνο του άλλοτε σκεπτικιστή της διεύρυνσης, Εμμανουέλ Μακρόν— επιχειρεί  ένα φόρουμ αμοιβαιότητας, που θα μπορούσε να δημιουργήσει κλίμα ευρύτερης συνεργασίας μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, συμπεριλαμβανομένων τόσο εκείνων που περιμένουν στην ουρά για τη διεύρυνση όσο και εκείνων που δεν φιλοδοξούν να εισέλθουν στην ΕΕ ή/και στο ΝΑΤΟ.

Οι ένθερμοι υποστηρικτές της διεύρυνσης

Φυσικά, οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης παραμένουν ένθερμοι υποστηρικτές της διεύρυνσης ΝΑΤΟ και ΕΕ. Για χώρες που βρίσκονται γεωγραφικά πιο κοντά στην αυτοκρατορική Ρωσία, το επιχείρημα ασφαλείας προκειμένου να επιτευκτεί η διεύρυνση είναι πραγματικά αυτονόητο. Άλλωστε, αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο αυτές οι χώρες εντάχθηκαν αρχικά στους ευρωατλαντικούς θεσμούς και σήμερα υποστηρίζουν την ένταξη χωρών πιο μακρινών από τα σύνορα με τη Ρωσία  καθώς και των Δυτικών Βαλκανίων.

Αλλά, πολύ πιο ενδιαφέρουσα είναι η σταδιακή αλλαγή των χωρών της Δυτικής Ευρώπης. Με την αρχιτεκτονική της ασφαλείας της Ένωσης σε άθλια κατάσταση, ορισμένοι έχουν κατανοήσει ότι ένα νέο περιβάλλον στην πολιτική, την οικονομία και την ασφαλεία στην Ευρώπη μπορεί να οικοδομηθεί μόνο στη διεύρυνση. Κι όπως το έθεσε τόσο εύγλωττα ο Μακρόν, αναφερόμενος στην προφητική προειδοποίηση του Μίλαν Κούντερα σχετικά με τη Ρωσία, «δεν θα επιτρέψουμε την απαγωγή της Ευρώπης για δεύτερη φορά».

Η διεύρυνση δεν είναι μια τελειωμένη υπόθεση

Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι η διεύρυνση είναι μια τελειωμένη υπόθεση. Η διεύρυνση της ΕΕ δεν απαιτεί «απλώς» θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις στις υποψήφιες χώρες και τη σταθερή πολιτική βούληση για την επιδίωξή τους, αλλά απαιτεί το ίσως ακόμη πιο επίπονο έργο της μεταρρύθμισης των θεσμών της ΕΕ — όπως τα ζητήματα που αφορούν την εκπροσώπηση και τη λήψη αποφάσεων.

Για να αναφέρουμε ένα προφανές παράδειγμα, ένα μπλοκ 35 ή περισσότερων μελών-χωρών δεν μπορεί να λειτουργήσει απλά με ομοφωνία στη λήψη αποφάσεων. Και κάποιοι λένε ότι, δεδομένου ότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί, δεν μπορεί να προχωρήσει ούτε η διεύρυνση.

Σκεπτικισμός στο ΝΑΤΟ

Εν τω μεταξύ, στο μέτωπο του ΝΑΤΟ, αφθονεί επίσης ο σκεπτικισμός, αλλά και μια αξιοσημείωτη ανατροπή: Τώρα οι προβληματισμοί είναι πιό έντονοι και ισχυροί στην Ουάσιγκτον παρά στο Παρίσι, το Βερολίνο, τη Μαδρίτη ή τη Χάγη. Ο γρίφος είναι πραγματικός: η Ουκρανία βρίσκεται σε πόλεμο —ένας πόλεμος χωρίς τέλος — και η άμεση εμπλοκή της Συμμαχίας σε αυτόν τον πόλεμο, μέσω του άρθρου 5, σημαίνει πόλεμο του ΝΑΤΟ εναντίον της Ρωσίας. Κανένας σύμμαχος του ΝΑΤΟ, ακόμα και οι πιό σημαντικοί υποστηριχτές του Κιέβου, ακόμα και η Ουάσιγκτον.

Ωστόσο, η δήλωση ότι η Ουκρανία θα ενταχθεί στο ΝΑΤΟ μόνο μετά το τέλος του πολέμου καταδικάζει ουσιαστικά τη χώρα σε αιώνιο πόλεμο, παραχωρώντας στη Μόσχα μόνιμο δικαίωμα βέτο στο μέλλον του Κιέβου — ακόμη και σε περίπτωση ήττας της.

Η εναλλακτική λύση είναι ακόμη πιο απίθανη

Η εναλλακτική λύση είναι ακόμη πιο απίθανη. Για την ΕΕ, η μη διεύρυνση των Ατλαντικών θεσμών σημαίνει διατήρηση αφόρητα υψηλού κόστους ασφάλειας για τις Ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και απώλειες σημαντικών οικονομικών πόρων.

Πώς μπορούν να εισρεύσουν ιδιωτικά κεφάλαια στην ανοικοδόμηση της Ουκρανίας χωρίς τις διαβεβαιώσεις ασφαλείας που πρέπει να τη συνοδεύουν; Κι αν δεν εισρεύσουν ιδιωτικά χρήματα, αυτό σημαίνει ότι εκατοντάδες δισεκατομμύρια δημοσίων πόρων -κυρίως από μεγάλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης – πρέπει να συνυπολογιστούν  μαζί με όσα έχουν ήδη δαπανηθεί για την πανδημία, την ενεργειακή κρίση και την υποστήριξη για την Ουκρανία;

Τι θα προκαλούσε αυτό στις ήδη υπερχρεωμένες ευρωπαϊκές χώρες και, κατά συνέπεια, τη βιωσιμότητα της ευρωζώνης; Και τι θα συμβεί με τις πολιτικές επιπτώσεις καθώς οι εθνικιστικές, λαϊκιστικές δυνάμεις παραμονεύουν;

Το ίδιο ισχύει και για το ΝΑΤΟ. Ορισμένοι πιστεύουν ότι η Δύση μπορεί να έχει «και την πίτα και το μαχαίρι» – ότι δηλαδή μπορεί να αποφύγει τη διεύρυνση των Ατλαντικών θεσμών και να σταθεί στο πλευρό της Ουκρανίας, οπλίζοντάς την επαρκώς για να αποκρούσει μια μόνιμη ρωσική απειλή – έχοντας  ως παράδειγμα το κράτος του Ισραήλ, το οποίο οι ΗΠΑ όπλισαν μέχρι τα δόντια, δίνοντάς του τη δυνατότητα να ζει άνετα σε μια κάποτε εχθρική Μέση Ανατολή.

Ωστόσο, ανεξάρτητα από την πραγματική επιθυμία για ένα τέτοιο αποτέλεσμα, όσον αφορά το μέλλον της Ουκρανικής δημοκρατίας, από άποψη ασφάλειας η αναλογία δεν ισχύει. Το Ισραήλ είναι ένα κράτος με αδήλωτα πυρηνικά όπλα σε μια περιοχή απαλλαγμένη από πυρηνικά, ενώ η Ουκρανία, όπως είναι γνωστό, έχει εγκαταλείψει το πυρηνικό της οπλοστάσιο, χωρίς πιθανώς να σχεδιάζει να το ξαναχτίσει.

Επιπλέον, η Ουκρανία συνορεύει με μια χώρα-κόλαση που διαθέτει πυρηνικά όπλα και που θέλει να την εξοντώσει. Δεν μπορεί – και δεν πρέπει – να γίνει το Ισραήλ της Ευρώπης.

Συνολικά, είναι απίθανο η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ να πάρει το πράσινο φως στο Βίλνιους αυτό το καλοκαίρι, κι ακόμη κι αν αρχίσουν οι ενταξιακές συνομιλίες στην ΕΕ με το Κίεβο και το Κισινάου μέχρι το τέλος του έτους. Ο δρόμος προς την ένταξη θα παραμείνει μακρύς. Ωστόσο, καθώς το αφόρητο κόστος της μη διεύρυνσης γίνεται σαφές, μια αλλαγή στη στρατηγική της Ευρώπη κρίνεται απαραίτητη. Ας ελπίσουμε ότι θα παγιωθεί και στην Ουάσιγκτον.

Καμία δημοσίευση για προβολή