Έρευνα Economico: Ουραγός της Ε.Ε. η κατά κεφαλήν αγοραστική δύναμη στην Ελλάδα διαχρονικά

Στην υπό εξέταση 12ετία, οι Έλληνες κατά μέσο όρο κέρδισαν περισσότερα χρήματα το 2022 σε σύγκριση με το 2011, κατά συνέπεια περιμένουμε να εμφανίζουν διαχρονικά μεγαλύτερη ικανότητα αγοράς βασικών αγαθών και υπηρεσιών. Και όμως το συμπέρασμα αυτό είναι λάθος. Στην πραγματικότητα, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.

Καλάθι αγορών

Του Πέτρου Κρυσταλάκου–

Στο χαμηλότερο επίπεδο συγκριτικά με όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης – πλην Βουλγαρίας – παραμένει διαχρονικά στην Ελλάδα το κατά κεφαλήν ετήσιο εισόδημα σε όρους ισότιμης αγοραστικής δύναμης, ακόμα και έναντι χωρών της ευρύτερης Ευρώπης που μάλλον δεν θεωρούμε το ίδιο οικονομικά ανεπτυγμένες όσο η πατρίδα μας.

Το Economico μελέτησε και παρουσιάζει τη συγκριτική πορεία της αγοραστικής ισχύος της Ελλάδος στην 12ετία 2011-2022, για την οποία υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία τόσο από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), όσο και από την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (Eurostat).

 ΕΛΣΤΑΤ - Κατά κεφαλήν εισόδημα

Αύξηση 6,8% του Ελληνικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ στη 12ετία 2011-2022

Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το κατά κεφαλήν ετήσιο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) σε αγοραίες τιμές στην Ελλάδα αυξήθηκε μεταξύ 2011 και 2022 κατά 1.240 Ευρώ ή κατά μόλις 6,8%, για να ανέλθει σε 19.548 Ευρώ, που αποτελεί και το υψηλότερο επίπεδο 12ετίας. Στην υπό εξέταση περίοδο, το αντίστοιχο μέγεθος έλαβε τη χαμηλότερη τιμή του στο πρώτο πανδημικό έτος 2020, όταν είχε υποχωρήσει σε 15.424 Ευρώ. Επισημαίνεται, ότι την ίδια 12ετία ο πληθυσμός της χώρας μειώθηκε κατά περισσότερο από μισό εκατομμύριο (-535.182) ανθρώπους ή κατά 4,8%, δηλαδή ο διαιρέτης του ΑΕΠ για την κατά κεφαλήν απόδοσή του, παράλληλα μίκρυνε.

Για να μην υπάρχουν αμφιβολίες για τα οικονομικά μεγέθη που εξετάζονται, να υπενθυμίσουμε, ότι το ΑΕΠ αποτελεί ένα συνολικό μέτρο εθνικής παραγωγικής δραστηριότητας, που αποτιμά τη συνολική προστιθέμενη αξία σε μια οικονομία σε τιμές αγοράς. Είναι “Ακαθάριστο” επειδή από αυτό δεν έχουν αφαιρεθεί η απομείωση της αξίας – αποσβέσεις – του υφιστάμενου κεφαλαίου (π.χ. κτίρια και μηχανολογικός εξοπλισμός), είναι “Εγχώριο” επειδή περικλείει την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών μόνον στην Ελληνική επικράτεια και ως “Προϊόν” εκλαμβάνει την αποτίμηση σε τιμές αγοράς του συνόλου των υπηρεσιών και προϊόντων που παράγονται μείον την αξία των ενδιαμέσων δαπανών για την παραγωγή τους, ώστε να μην διπλομετρώνται αυτά. Κατά κεφαλήν ΑΕΠ, είναι το αποτέλεσμα της διαίρεσης του ΑΕΠ ως προς τον πληθυσμό της χώρας για κάποια συγκεκριμένη χρονιά.

Ας εξετάσουμε όμως και ορισμένα εναλλακτικά μέτρα του κατά κεφαλήν εισοδήματος, χάριν ακριβείας. Το κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εθνικό Εισόδημα (ΑΕΕ σε αγοραίες τιμές) στην Ελλάδα κατέγραψε αύξηση 8,7% ή 1.545 Ευρώ μεταξύ 2011 και 2022, για να ανέλθει σε 19.345 Ευρώ, με χαμηλότερη τιμή πάλι το 2020 (15.362 Ευρώ). ΑΕΕ = ΑΕΠ + Πρωτογενές εισόδημα μονίμων κατοίκων από την αλλοδαπή – Πρωτογενή εισοδήματα πληρωτέα στην αλλοδαπή.

Η αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος στην υπό εξέταση 12ετία είναι μεγαλύτερη στο Καθαρό Εθνικό Εισόδημα (ΚΕΕ, αγοραίες τιμές), το οποίο αυξήθηκε από το 2011 μέχρι το 2022 κατά 14,3% ή κατά 2.083 Ευρώ στα 16.669 Ευρώ, έχοντας υποχωρήσει μέχρι τα 12.891 Ευρώ το 2020. Τέλος, το Καθαρό Εθνικό Διαθέσιμο Εισόδημα (ΚΕΔΕ, αγοραίες τιμές) για το 2022 αυξήθηκε κατά 15,5% ή κατά 2.241 Ευρώ από το 2011, για να ανέλθει στα 16.700 Ευρώ (2020: 12.916 Ευρώ). ΚΕΔΕ = ΑΕΕ + Εισπρακτέες τρέχουσες μεταβιβάσεις από μόνιμους κατοίκους αλλοδαπής — Τρέχουσες μεταβιβάσεις πληρωτέες σε μη μόνιμους κατοίκους αλλοδαπής.

Με βάση την πορεία των τεσσάρων αυτών μέτρων κατά κεφαλήν εισοδήματος, το συμπέρασμα που αποκομίζει κανείς είναι, ότι στην υπό εξέταση 12ετία, οι Έλληνες κατά μέσο όρο κέρδισαν περισσότερα χρήματα το 2022 σε σύγκριση με το 2011 και αυτό λογικά θα πρέπει να αντανακλάται σε μια “μεγαλύτερη οικονομική άνεση”, δηλαδή να εμφανίζουν διαχρονικά μεγαλύτερη ικανότητα αγοράς βασικών αγαθών και υπηρεσιών, αφού κατάφεραν να κερδίζουν περισσότερα κατά κεφαλήν. Και όμως το συμπέρασμα αυτό είναι λάθος. Στην πραγματικότητα, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο και μάλιστα δίχως να προσμετράται η επίδραση της πραγματικής ανισοκατανομής του ΑΕΠ μεταξύ των πολιτών, πέρα από μέσους όρους.

Μια έντιμη διευρωπαϊκή σύγκριση της κατά κεφαλήν αγοραστικής ισχύος

Αφήνοντας στην άκρη τα – ακριβή, κατά τα άλλα – στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, είναι ώρα να εξετάσουμε τί αγοράζει κανείς στην Ελλάδα με τα χρήματα που κερδίζει ετησίως και να συγκρίνουμε τί κερδίζουν και τί μπορούν να αγοράσουν οι πολίτες όλων των υπολοίπων χωρών της Ευρώπης με το κατά κεφαλήν εισόδημα στις χώρες τους. Όπως γίνεται εύκολα κατανοητό, “κλειδί” για τον προσδιορισμό της αγοραστικής ισχύος του κατά κεφαλήν εισοδήματος απανταχού στη Γη αποτελούν οι τιμές των βασικών προϊόντων και υπηρεσιών.

Ο τρόπος για να επιτύχουμε ακρίβεια σε αυτή τη γεωγραφική σύγκριση, είναι να ανατρέξουμε στις διαχρονικές ισοτιμίες αγοραστικής ισχύος (PPPs – Purchasing Power Parities): Πρακτικά, οι PPPs είναι δείκτες της διαφοράς στις τιμές ενός πανομοιότυπου μεγάλου “καλαθιού” προϊοντων και υπηρεσιών μεταξύ των υπό εξέταση χωρών στα εθνικά νομίσματα καθ’ εκάστης και μάς λένε πόσες μονάδες εθνικού νομίσματος απαιτούνται για το ίδιο “καλάθι” σε κάθε μία εξ αυτών. Χρησιμοποιώντας τα PPPs για τη μετατροπή δαπανών από εθνικό νόμισμα, σε ένα τεχνητό κοινό “νόμισμα” – που η Eurostat ονόμασε PPS (Purchasing Power Standard, κατά κεφαλήν εισόδημα προς PPPs) – καταφέρνουμε να εξαλείψουμε την επίδραση των διαφορετικών επιπέδων τιμών μεταξύ των υπό εξέταση χωρών, τις οποίες προκαλούν οι διαρκείς μεταβολές των συναλλαγματικών τους ισοτιμιών.

Αρκετά όμως με τις μεθοδολογικές λεπτομέρειες. Πρακτικά, κρατήστε κατά νου, ότι ένα PPS μάς επιτρέπει να αγοράσουμε το ίδιο ακριβώς “καλάθι” προϊόντων και υπηρεσιών σε ολόκληρη την Ευρώπη, όπως αυτό καθορίζεται από την Eurostat, π.χ. αναλυτικά βρείτε εδώ το κοινό “καλάθι” που χρησιμοποίησε η Eurostat για τις μετρήσεις της στην περίοδο 2020-2022: Eurostat_2020_2021_2022_Product_list. Όσα περισσότερα κατά κεφαλήν PPS κερδίζουμε ετησίως, τόσα περισσότερα “καλάθια” των ιδίων προϊόντων και αγαθών μπορούμε να αγοράσουμε με το κατά κεφαλήν μας εισόδημα. Η Eurostat θέτει εξ ορισμού ως βάση σύγκρισης τα 100 PPS (“μέσος όρος”) κατά κεφαλήν εισοδήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 χωρών-μελών (ΕΕ-27), έναντι της οποίας προσμετράται η σχετική ισχύς των κατά κεφαλήν PPS εισοδημάτων σε κάθε χώρα της Ευρώπης.

Επισημαίνεται, ότι η συγκεκριμένη προσέγγιση προορίζεται περισσότερο για τη σύγκριση της κατά κεφαλήν αγοραστικής ισχύος μεταξύ χωρών εντός κάθε συγκεκριμένου έτους και δεν προσφέρεται για την κατ’ απόλυτη τιμή διαχρονική σύγκριση του αυτού μεγέθους για την ίδια χώρα, μεταξύ άλλων επειδή μεταβάλλεται το ίδιο το κοινό “καλάθι” προϊόντων και υπηρεσιών και βεβαίως επειδή αλλάζουν οι τιμές αγοράς του από χρόνο σε χρόνο στην κάθε χώρα, επηρεάζοντας μεταξύ άλλων και το συγκρινόμενο μέσο όρο της ΕΕ-27.

Αφού λοιπόν θέσαμε επί τάπητος τη μεθοδολογία, είναι ώρα να δούμε πού στέκεται το κατά κεφαλήν εισόδημα βάσει PPS στην Ελλάδα, σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη.

Eurostat - PPS

68% του Ευρωπαϊκού μέσου όρου η κατά κεφαλήν ισότιμη αγοραστική δύναμη στην Ελλάδα

Σε σύγκριση με το εν Ελλάδι κατά κεφαλήν εισόδημα 68 PPS το 2022, οι μοναδικές χώρες της Ευρώπης – εντός και εκτός Ε.Ε. – που το ίδιος έτος εμφάνιζαν μικρότερη ισότιμη αγοραστική ισχύ ήταν οι ακόλουθες: Βουλγαρία (59 PPS), Μαυροβούνιο (50), Σερβία (44), Σκόπια (42), Βοσνία-Ερζεγοβίνη (35) και Αλβανία (34).

Άλλως, η πραγματική αγοραστική δύναμη του κατά κεφαλήν εισοδήματος 2022 στην Ελλάδα σε διευρωπαϊκή ισοτιμία ισχύος, αντιστοιχούσε μόλις στο 68% του μέσου όρου της ΕΕ-27. Πρακτικά, εργαζόμενοι οι Έλληνες, με το κατά κεφαλήν ετήσιο εισόδημά τους το 2022 μπορούσαν να αποκτήσουν κατά μέσο όρο μόλις το 68% των διευρωπαϊκά κοινών “καλαθιών” προϊόντων και υπηρεσιών που μπορούσε να αποκτήσει ο μέσος Ευρωπαίος εργαζόμενος. Παρόμοια εργασία, με λιγότερα χρήματα σε απόλυτη, αλλά και σε σχετική αξία.

Ας δούμε τί συνέβαινε το 2011, με άλλο κοινό “καλάθι” και άλλες τιμές προϊόντων και υπηρεσιών στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα το 2011 ήταν 75 PPS και ξεπερνούσε το αντίστοιχο στις εξής χώρες: Εσθονία (71 PPS), Ουγγαρία (67), Λιθουανία (66), Πολωνία (65), Κροατία (61), Τουρκία (57), Λετονία (56), Ρουμανία (55), Βουλγαρία (46), Μαυροβούνιο (42), Σερβία (40), Σκόπια (34), Βοσνία-Ερζεγοβίνη (30) και Αλβανία (30).

Συμπεραίνουμε κάτι ουσιαστικό από τα ανωτέρω: Όσο και αν μπορεί καθόλου να μην μάς αρέσει να το παραδεχθούμε, όσο και αν ενδεχομένως θεωρούμε “υποδεέστερες” της Ελλάδος οικονομικά τις ακόλουθες χώρες, αυτές παρά ταύτα κατάφεραν μεταξύ 2011 και 2022 να ξεπεράσουν την κατά κεφαλήν ισότιμη αγοραστική ισχύ της Ελλάδος βάσει PPS, δηλαδή το κατά κεφαλήν τους εισόδημα στο τέλος 2022 αγόραζε “περισσότερα κοινά καλάθια” προϊόντων και υπηρεσιών απ’ ότι στη χώρα μας, αν και το 2011 συνέβαινε το αντίθετο: Εσθονία, Ουγγαρία, Λιθουανία, Πολωνία, Κροατία, Τουρκία, Λετονία, Ρουμανία. Επιπλέον αυτών, μερικές από τις χώρες στις οποίες η κατά κεφαλήν αγοραστική ισχύς το 2022 ήταν μεγαλύτερη της Ελληνικής (68 PPS) ενώ ίσως δεν θα το περιμέναμε, είναι οι ακόλουθες: Λετονία (74 PPS), Πορτογαλία (77), Εσθονία (87), Λιθουανία (89), Τσεχία (91), Κύπρος (92) και Σλοβενία (92).

Φαίνεται πως ο ρυθμός αύξησης των Ελληνικών τιμών των διευρωπαϊκά κοινών αντίστοιχων προϊόντων και υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται για τη σύγκριση εν σχέσει με την πορεία των τιμών του “καλαθιού” στην ΕΕ-27, σε συνδυασμό με την πορεία του ονομαστικού κατά κεφαλήν εισοδήματος, οδήγησαν στην εξασθένηση της κατά κεφαλήν αγοραστικής δύναμης στην Ελλάδα σε σύγκριση με την αντίστοιχη στις συγκεκριμένες χώρες.

Οι χώρες με τη μεγαλύτερη κατά κεφαλήν αγοραστική ισχύ

Η μέση κατά κεφαλήν αγοραστική ισχύς στις 20 χώρες-μέλη της Ευρωζώνης είναι 4% μεγαλύτερη από την αντίστοιχη για ολόκληρη την ΕΕ-27 (104 έναντι 100 PPS). Κοινώς, κατά μέσο όρο, οι πολίτες της Ευρωζώνης έχουν μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη κατά κεφαλήν ετησίως συγκριτικά με ολόκληρη την Ε.Ε., ενδεχομένως αντικατοπτρίζοντας και οικονομικά οφέλη από τη συμμετοχή στο ενιαίο Ευρωπαϊκό νόμισμα. Αυτό, βεβαίως, για τους πολίτες Ευρωζώνης που δεν κατοικούν στην Ελλάδα.

Ας δούμε που βρίσκονται συγκριτικά με την Ελλάδα οι πλουσιότερες χώρες. Με το κατά κεφαλήν εισόδημα της Ελλάδος στα 68 PPS για το 2022, την ίδια χρονιά το κατά κεφαλήν εισόδημα (αριθμός PPS) στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν 100, στη Γαλλία 102 – όσο και στην Μάλτα – στη Γερμανία 117, στο Βέλγιο 120 – όσο και στη Σουηδία – στην Αυστρία 125, στην Ισλανδία ακόμα καλύτερα στα 128, στην Ολλανδία 129, στη Δανία 137, στις ΗΠΑ 141, στην Ελβετία 154, στην Νορβηγία 212, στην Ιρλανδία 233 και στο Λουμβούργο στα 261 PPS ή 3,84 φορές την ισότιμη αγοραστική ισχύ του κατά κεφαλήν εισοδήματος στην Ελλάδα.

“Αστρονομικού” επιπέδου η διαχρονική ενίσχυση της κατά κεφαλήν αγοραστικής ισχύος στην Ιρλανδία

Ίσως να μην έχει γίνει αντιληπτό λόγω των “χαμηλών της τόνων” ως χώρας, όμως η Ιρλανδία έχει σιωπηρά ενισχύσει εντυπωσιακά το κατά κεφαλήν της εισόδημα κατά PPS στην υπό εξέταση 12ετή περίοδο.

Συγκεκριμένα, ενώ συγκριτικά μεταξύ των υπό εξέταση χωρών η κατά κεφαλήν αγοραστική ισχύς της Ιρλανδίας το 2011 ήταν (131 PPS) μικρότερη της Ολλανδίας (135), των ΗΠΑ (145), της Ελβετίας (167) και της Νορβηγίας (181), στα 12 έτη που παρήλθαν μέχρι το 2022 κατάφερε να ξεπεράσει το αντίστοιχο μέγεθος σε όλες τις χώρες της έρευνας, πλην του Λουξεμβούργου. Το 2011, η Νορβηγία κατέγραφε τη δεύτερη υψηλότερη κατά κεφαλήν αγοραστική ισχύ κατά PPS (181), όμως παρά την αξιόλογη ενίσχυσή της μέχρι το 2022, τελικά ξεπεράστηκε από την Ιρλανδία.

Στην υπό εξέταση 12ετία, το κατά κεφαλήν εισόδημα κατά PPS ενισχύθηκε αξιόλογα επίσης στη Ρουμανία, στη Λιθουανία, και στην Μάλτα, ενώ καταβυθίστηκε στην Ιαπωνία, στην οποία ενώ το 2011 ξεπερνούσε κατά 5% τον μέσο όρο της ΕΕ-27, μέχρι το 2022 υπολειπόταν αυτού κατά 16%. Δηλαδή, ο συνδυασμός της πορείας των τιμών του Ευρωπαϊκού “καλαθιού” προϊόντων και υπηρεσιών στην Ιαπωνία εν σχέσει με την ΕΕ-27 στην εν λόγω περίοδο, σε συνδυασμό με την πορεία του ονομαστικού κατά κεφαλήν εισοδήματος, εξασθένησε σημαντικά την αγοραστική ισχύ του κατά κεφαλήν εισοδήματος στην Ιαπωνία.

Καμία δημοσίευση για προβολή