Έρευνα του economico: Οι 10+1 πληγές του ΕΣΥ. Τι δεν πάει καλά και γιατί παραιτούνται οι ιατροί

Οι 10+1 πληγές του ΕΣΥ. Τι δεν πάει καλά και γιατί παραιτούνται οι ιατροί

Τα τελευταία χρόνια το ΕΣΥ (Εθνικό Σύστημα Υγείας) χάνει ένα σημαντικό μέρος από το
ιατρικό του δυναμικό λόγω παραιτήσεων. Το economico.gr διεξήγαγε έρευνα πάνω στο
θέμα αυτό, για να μάθουν οι αναγνώστες μας ποιοι πραγματικά είναι οι λόγοι για τους
οποίους παραιτούνται οι γιατροί από το ΕΣΥ.

Συναντηθήκαμε με τρεις γιατρούς που τον τελευταίο χρόνο παραιτήθηκαν από το ΕΣΥ. Μας ανέφεραν ότι και οι τρεις υπηρέτησαν το ΕΣΥ για πολλά χρόνια, το αγάπησαν, δεν πήραν ποτέ φακελάκι και έφυγαν με πολλή στενοχώρια γιατί «δεν άντεχαν άλλο τον εξευτελισμό» κατά την άποψη τους. (Σε όλο το κείμενο χρησιμοποιείται το αρσενικό ουσιαστικό, προφανώς όμως περιλαμβάνονται και οι γυναίκες Ιατροί, Διευθύντριες κ.λπ.)

Μια σύνθεση των απαντήσεών τους καταλήγει στα εξής αίτια απαξίωσης και παρακμής
του ΕΣΥ:

1. Η παράλογη και αναχρονιστική διαδικασία προσλήψεων

Εδώ και 20 χρόνια (ακόμη και όταν το ΕΣΥ ήταν ελκυστικό, όχι τώρα που ελάχιστοι το προτιμούν) οι διαδικασίες
πρόσληψης ιατρών ήταν απίστευτα αργές. Μία κενή θέση συνήθως προκηρύσσονταν 2
χρόνια μετά από την αποχώρηση του προηγούμενο ιατρού. Από τη στιγμή της
προκήρυξης, η πρόσληψη του νέου/ας ιατρού συνήθως γινόταν κατά μέσο όρο 2
χρόνια μετά, λόγω των πολύ δυσκίνητων διαδικασιών, ενίοτε και αργότερα. Έτσι τελικά
μία θέση ιατρού μπορεί να ήταν κενή για 4 ή και περισσότερα χρόνια. Αντίθετα στον
ιδιωτικό τομέα της Ελλάδος αλλά και στο εξωτερικό, οι αντίστοιχες διαδικασίες είναι
πολύ γρήγορες, εντός ολίγων μηνών και με συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα.

2. Το πολυδιευθυντικό σύστημα

Ένας μεγάλος παραλογισμός του ΕΣΥ είναι ότι τελικά
όλοι ανεξαιρέτως οι ιατροί του θα πάρουν το βαθμό του Διευθυντή μετά από κάποια
χρόνια. Η διαδικασία αυτή δεν έχει καμία αξιοκρατία, ολοκληρώνεται δε συνήθως με
την περιφορά ενός χαρτιού από τα τμήματα του επιστημονικού τομέα του ιατρού,
όπου οι συνάδελφοί του βάζουν μία υπογραφή συμφωνώντας με την εξέλιξή του.
Ωστόσο, οι πραγματικοί Διευθυντές (Συντονιστές Διευθυντές, δηλαδή τα αφεντικά του
τμήματος, Head of the Department με αγγλική ορολογία) που έχουν κερδίσει τη θέση
τους μετά από κρίση είναι ελάχιστοι. Υπάρχουν νοσοκομεία, όπου τα τμήματα με
«κανονικούς» Συντονιστές Διευθυντές είναι λιγότερα από τα μισά.

Αυτό συμβαίνει διότι δεν τηρείται ο σχετικός νόμος, ο οποίος λέει ότι 6 μήνες πριν από τη
συνταξιοδότηση ενός Συντονιστού Διευθυντού («αφεντικού» του τμήματος) πρέπει να
προκηρυχθεί η θέση του, ώστε να τρέξουν οι διαδικασίες για να μην μείνει το τμήμα
ακέφαλο. Ωστόσο σχεδόν ποτέ δεν συμβαίνει αυτό, με αποτέλεσμα να φεύγει ο
προηγούμενος και να μην έρχεται επόμενος Συντονιστής Διευθυντής. Τότε τα καθήκοντά του εκτελεί ο λέγομενος «Επιστημονικά και Διοικητικά Υπεύθυνος Διευθυντής», δηλαδή κάποιος στον οποίο αναθέτει τα καθήκοντα του «αφεντικού» του τμήματος ο Διοικητής του νοσοκομείου, μέχρι να πληρωθεί η θέση.

Το φαινόμενο αυτό έχει οδηγήσει σε τραγικές συνέπειες, δεδομένου ότι συχνότατα επιλέγονται από τους Διοικητές τελείως ανίκανοι άνθρωποι, απλώς και μόνο για να τους έχουν «του χεριού τους», τους οποίους αντικαθιστούν όποτε θέλουν, συχνότατα δε με κομματικά κριτήρια. Τα χρόνια περνάνε (υπάρχουν τμήματα που είναι ακέφαλα έως και για 10 χρόνια) με αποτέλεσμα τα τμήματα να διαλύονται και να παρακμάζουν υπό τη
διεύθυνση τελείως ακατάλληλων ανθρώπων που παίρνουν αποφάσεις για αντικείμενα
τα οποία δεν γνωρίζουν. Επιπλέον, η προβληματική αυτή διαδικασία επιλογής
Διευθυντών (που τελικά δεν είναι πραγματικοί Διευθυντές) οδηγεί σε απογοήτευση
συναδέλφους τους που δεν επελέγησαν ενώ ήταν πιθανώς καταλληλότεροι, οι οποίοι
μη ανεχόμενοι να υπακούουν σε ανθρώπους που θεωρούν ότι είναι επιστημονικά
κατώτεροί τους (καθώς η επιλογή δεν έγινε με αδιάβλητο τρόπο) εύκολα αποφασίζουν
να παραιτηθούν και, όντες προχωρημένης εμπειρίας και ηλικίας, κατευθύνονται στον
ιδιωτικό τομέα με καλύτερες αμοιβές και συνθήκες εργασίας.

Ακόμη όμως και σε θέσεις Συντονιστών Διευθυντών που, μετά από καθυστέρηση πολλών ετών, επιτέλους προκηρύχθηκαν, ο κομματισμός βάζει το χέρι του. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα θέσης σε μεγάλο κεντρικό νοσοκομείο της Αθήνας που επρόκειτο να προκηρυχθεί. Όταν ο εκλεκτός των κομματικών μηχανισμών υποψήφιος διαπίστωσε συζητώντας με συναδέλφους του ότι θα έθεταν υποψηφιότητα κι άλλοι με βιογραφικό καλύτερο από το δικό του (ορισμένοι μάλιστα προσκείμενοι στο ίδιο κόμμα!), ως δια μαγείας ηπροκήρυξη ακυρώθηκε και το τμήμα θα παραμείνει ακέφαλο για πολλά ακόμη χρόνια.

3. Η έλλειψη αξιολόγησης των ιατρών με αντικειμενικά κριτήρια

Στις προηγμένες χώρες οι ιατροί αξιολογούνται κάθε έτος. Πραγματική αξιολόγηση όμως. Τίθενται στόχοι,
μελετάται κατά πόσον αυτοί ευοδώθηκαν, γίνονται συναντήσεις με τους Διευθυντές,
μετρώνται τα στατιστικά των ιατρικών πράξεών τους, οι ανακοινώσεις τους σε
συνέδρια, οι δημοσιεύσεις τους σε ιατρικά περιοδικά. Σε ορισμένες χώρες υπάρχουν
συνεχείς εξετάσεις. Στην Ελλάδα υπάρχει μόνο μία τυπική αξιολόγηση από τον
Διευθυντή (όπου υπάρχει, συνήθως από τον Υπεύθυνο του τμήματος, όπως αναλύθηκε
ανωτέρω) όπου σχεδόν όλοι παίρνουν βαθμό άριστα.

Το αποτέλεσμα είναι να υπάρχουν στο ίδιο τμήμα δίπλα-δίπλα ιατροί άριστοι, μέτριοι ή ανεπαρκείς, οι οποίοι παίρνουν τα ίδια χρήματα. Το χειρότερο είναι ότι οι ασθενείς δεν ξέρουν ποιος είναι ο καλός ιατρός και είναι θέμα τύχης ποιος θα τους αναλάβει. Για αυτό οι ασθενείς στην Ελλάδα μας ρωτάνε «ποιον καλό ιατρό ξέρεις;» ενώ στο εξωτερικό είναι εν πολλοίς δεδομένο ότι όλοι θα έχουν μία μέση αποδεκτή εκπαίδευση. Όποτε βεβαίως τέθηκε το σύστημα της αξιολόγησης, αμέσως ενεργοποιήθηκαν τα αντανακλαστικά του κακώς
εννοούμενου συνδικαλισμού, ο οποίος στα νοσοκομεία συνήθως ελέγχεται από
συγκεκριμένες κομματικές ιδεολογίες, με αποτέλεσμα την αδυναμία εφαρμογής της.
Είναι το εκπληκτικό επιχείρημα «εμάς μας αξιολογεί κάθε μέρα ο ελληνικός λαός».

4. Η έλλειψη αξιοκρατίας, δικαιοσύνης και ισονομίας

Δεδομένης της έλλειψης αξιολόγησης, δεν υπάρχει και αξιοκρατία. Έτσι δεν υπάρχει ίση αντιμετώπιση τωνιατρών από τους Διευθυντές και τις Διοικήσεις ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις στο καθημερινό πρόγραμμα και στις εφημερίες. Υπάρχουν ιατροί πολλών
ταχυτήτων και «ειδικές περιπτώσεις», οι οποίες τυγχάνουν διαφορετικής
αντιμετώπισης.

5. Οι εξουθενωτικές εφημερίες

Αποτελούν μία αιώνια πληγή, καθώς εξουθενώνουν τα
νοσοκομεία και τους ιατρούς. Υποτίθεται ότι στις εφημερίες προσέρχονται μόνο τα
επείγοντα περιστατικά, είναι γνωστό όμως ότι περίπου τα μισά από αυτά είναι τακτικά,
τα οποία προσέρχονται επειδή «αργεί το ραντεβού μου στο ΙΚΑ» ή «εδώ σε μία μέρα
θα κάνω όλες τις εξετάσεις» ή «μου είπε να έρθω ο ιατρός κος Τάδε για να με
χειρουργήσει». Το αποτέλεσμα είναι ότι τα νοσοκομεία επιβαρύνονται με τεράστιο
αριθμό ασθενών (έως και 1500 σε μία 24ωρη εφημερία μεγάλου νοσοκομείου).

Στις εφημερίες αυτές, αλλά και στο τακτικό πρωινό πρόγραμμα υπάρχουν ιατροί «έξυπνοι»
και ιατροί-κορόιδα. Οι ανεπαρκείς ιατροί που αναφέρθηκαν προηγουμένως
συμμετέχουν κανονικά στις εφημερίες (ο νόμος λέει ότι αυτές μοιράζονται ισότιμα σε
όλους τους ιατρούς, αφού υπάρχει και πρόσθετη αμοιβή) κάνοντας όμως από ελάχιστη
έως μηδενική δουλειά, αφού είναι άσχετοι με τις νεότερες ιατρικές πρακτικές (κανείς
δεν τους υποχρέωσε να εκπαιδευθούν εκ νέου) ή απλώς τεμπέληδες.

Το βάρος των εφημεριών πέφτει στα κορόιδα (ενημερωμένοι ιατροί με διαρκή εκπαίδευση) που σηκώνουν όλο το βάρος. Υπάρχουν παραδείγματα ιατρών που εκτελούν χρέη
Επιστημονικών Υπευθύνων που δίνουν εντολές και εγκαλούν ιατρούς για τα
πεπραγμένα στους στις εφημερίες ενώ οι ίδιοι στην πράξη δεν έχουν εφημερεύσει
ποτέ. Το φαινόμενο αυτό έγινε εκρηκτικό στην πανδημία του κορωνοϊού, όπου και πάλι
τα κορόιδα επωμίστηκαν το μεγαλύτερο βάρος, ερχόμενοι σε επαφή με θετικούς
ασθενείς ντυμένοι με τις στολές προστασίας σε εξαντλητικά ωράρια, ενώ οι έξυπνοι
δεν ήξεραν καν πώς να βάλουν ή βγάλουν τη στολή, αφού δεν είδαν θετικό στον ιό
ασθενή ούτε από μακρυά.

6. Οι ειδικευόμενοι ιατροί

Ένα μεγάλο μέρος της εργασίας ενός ιατρού του ΕΣΥ είναι και
η εκπαίδευση των ειδικευομένων ιατρών. Αυτό είναι βεβαίως κάτι το πολύ ευχάριστο
που ανταμείβει τον ιατρό ψυχικά και ηθικά, αυξάνει ωστόσο και τον φόρτο εργασίας
του. Το έργο αυτό είναι δυσκολότερο όταν ο ειδικευόμενος είναι προδήλως ανεπαρκής,
κοινώς «δεν τραβάει».

Και εδώ η χώρα μας είναι μοναδική, ούσα πιθανώς η μόνη στην
Ευρώπη χωρίς κανένα μηχανισμό επιλογής για την έναρξη εκπαίδευσης ειδικότητος (με
εξαίρεση τους στρατιωτικούς ιατρούς, όπου υπάρχουν εξετάσεις). Σε όλη την Ευρώπη
υπάρχει επιλογή του ιατρού που προσλαμβάνεται για να εκπαιδευθεί και να εργασθεί
με εξετάσεις ή συνέντευξη ή εκτίμηση του προηγούμενου βιογραφικού του. Η Ελλάδα
είναι ίσως η μόνη χώρα που έχει μόνο λίστα αναμονής και τίποτε άλλο. Ως αποτέλεσμα
προσλαμβάνονται για ειδίκευση καλοί, μέτριοι και κακοί νέοι ιατροί χωρίς καμία
διαφοροποίηση. Στην περίπτωση που ένας νέος ειδικευόμενος προφανώς «δεν κάνει
για αυτή τη δουλειά» δεν υπάρχει νομική δυνατότητα απομακρύνσεως από ένα τμήμα,καθώς δεν προβλέπεται κάτι τέτοιο και ο ανεπαρκής ιατρός θα μείνει με το ζόρι. Σε πολλές περιπτώσεις υπάρχουν και πολιτικές πιέσεις για να παραμείνει σε ένα τμήμα
ένας προφανώς κακός ειδικευόμενος «γιατί είναι καλό παιδί» και «να μην τον βάζετε
να κάνει σημαντική δουλειά, απλώς να πάρει το χαρτί».

Το «χαρτί» της λήψης της ειδικότητας είναι μία άλλη αμαρτωλή ιστορία. Σε προηγμένες χώρες της Ευρώπης,πέραν της προεπιλογής για την έναρξη ειδικότητας, υπάρχουν έως και τρεις εξετάσεις στα 5 (συνήθως) έτη της. Η πρώτη περίπου στο 1,5 έτος, η δεύτερη περίπου στα 3,5 και η τρίτη λίγο πριν από το τέλος. Έτσι δίνεται η δυνατότητα να αξιολογηθεί από νωρίς ηανεπάρκεια ενός ειδικευομένου για τη συγκεκριμένη ειδικότητα και πιθανώς η
μεταπήδησή του σε άλλη.

Στην Ελλάδα, υπάρχουν εξετάσεις μόνο στο τέλος της
ειδικότητας, τις οποίες ο υποψήφιος μπορεί να δώσει σε περίπτωση αποτυχίας έως και
τρεις φορές. Αν ο υποψήφιος αποτύχει τρεις φορές, υποχρεούται να ειδικευθεί για
ακόμη 6 μήνες και να ξαναεξεταστεί. Τελικά τις περισσότερες φορές τις εξετάσεις τις
περνάνε τελικά όλοι. Και εδώ η αλλαγή του συστήματος με εξετάσεις στην αρχή αλλά
και κατά τη διάρκεια της ειδικότητας είναι σίγουρο ότι θα αντιμετωπίσει λυσσαλέα
αντίδραση από φοιτητικές και συνδικαλιστικές παρατάξεις και ουδείς πρόκειται να
αναλάβει το πολιτικό κόστος να τις εισαγάγει.

7. Η δυσκολία ανανέωσης εξοπλισμού

Ο εξοπλισμός του ΕΣΥ αγοράζεται μετά από
μειοδοτικούς διαγωνισμούς. Αυτό είναι σωστό, καθώς πρόκειται για δημόσιο χρήμα
για το οποίο δεν πρέπει να υπάρχουν υποψίες διασπάθισης και χρηματισμού. Στην
πράξη ωστόσο οι διαδικασίες αγοράς εξοπλισμού είναι τόσο χρονοβόρες που όταν
ένας διαγωνισμός τελειώνει, το μηχάνημα που αγοράζεται είναι ήδη πεπαλαιωμένο.

Τα ίδια ισχύουν και για τη συντήρηση και αγορά εξοπλισμού. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου
μηχανήματα σχεδόν καταρρέουν από έλλειψη τακτικής συντήρησης ή μένουν ανενεργά
λόγω έλλειψης ανταλλακτικών. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα με λυχνίες
αξονικών τομογράφων που δεν λειτουργούν με αποτέλεσμα οι ασθενείς να
μεταφέρονται από πόλη σε πόλη, καθώς και με μαγνητικό τομογράφο μεγάλου
πανεπιστημιακού νοσοκομείου της Αθήνας που ήταν για πολλά χρόνια χαλασμένος.

8. Οι «αρμόδιοι»

Στον όρο αυτό περιλαμβάνονται όλοι εκείνοι που παίρνουν τις
αποφάσεις: Υπουργοί και Υφυπουργοί Υγείας, Υγειονομικές Περιφέρειες, Κεντρικό
Συμβούλιο Υγείας, Διοικήσεις Νοσοκομείων κλπ. Όλοι συμπεριφέρονται με αλαζονεία,
σαν το ΕΣΥ να είναι ακόμη βασιλιάς τον οποίο παρακαλάνε οι ιατροί για να μπούνε,
ενώ στην πραγματικότητα έχει καταστεί ένας επαίτης, όπου πια δεν πάει κανείς.
Παίρνουν αποφάσεις χωρίς να ρωτήσουν ιατρούς που έχουν υπηρετήσει το ΕΣΥ για
δεκαετίες και δίνουν εντολές συχνά τελείως παράλογες, χωρίς κανένα σεβασμό προς
ανθρώπους 50 και 60 ετών, τους οποίους αντιμετωπίζουν σαν εργάτες κατωτάτης
στάθμης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα:

  • Τα «εντέλλεσθε» που έχουν αποσταλεί σε ιατρούς για να καλύψουν υποχρεωτικά και
    απροειδοποίητα τις (ολοένα και αυξανόμενες ) τρύπες σε άλλα νοσοκομεία όπου δεν
    υπάρχει προσωπικό.
  • Οι παρατηρήσεις σε κάθιδρους κατάκοπους εφημερεύοντες ιατρούς «γιατί δεν
    διεκπεραιώνονται γρήγορα τα περιστατικά» από Διοικητές και Υποδιοικητές οι οποίοι
    μπαίνουν ντυμένοι με ωραία κοστούμια μέσα σε θαλάμους όπου εξετάζονται
    ημίγυμνοι ασθενείς.
  • Οι απαντήσεις σε ιατρούς που έχουν επισημάνει με αγωνία τις λάθος πρακτικές που
    ακολουθούνται, με το χαρακτηριστικό «άμα δεν σου αρέσει, φύγε».
  • Οι επιστολές που στέλνονται σε 67χρονους ιατρούς λίγο πριν από τη συνταξιοδότησή
    τους με τον κλητήρα (ναι, υπάρχει ακόμη αυτή η ειδικότητα) του νοσοκομείου. Στις
    επιστολές αυτές δεν υπάρχει ούτε ένα τυπικό «ευχαριστώ» για τις πολύχρονες
    υπηρεσίες του ιατρού, αλλά μία επισήμανση ότι μετά από το τέλος του έτους και την
    αφυπηρέτηση, ο συνταξιοδοτηθείς ιατρός δεν έχει δικαίωμα να προσέρχεται για
    παροχή έργου στο νοσοκομείο. Δηλαδή «μην τολμήσεις και ξαναπατήσεις».

9. Οι συνθήκες εργασίας

Από όλα τα ανωτέρω είναι εμφανές ότι οι κύριοι λόγοι για τους
οποίους φεύγουν οι ιατροί από το ΕΣΥ είναι η έλλειψη ισονομίας, δικαιοσύνης,
αξιοκρατίας, σεβασμού και αξιοπρέπειας. Προστίθενται οι δύσκολες συνθήκες
εργασίας, ιδίως στις εφημερίες όπου ιατροί άνω των 60 ετών είναι όρθιοι στις 4 και
στις 5 το πρωί (όπως είπαμε τα κορόιδα-οι έξυπνοι ή δεν έχουν εφημερεύσει ποτέ ή
είναι για ύπνο από τις 11 μμ) αντιμετωπίζοντας πολλά και δύσκολα περιστατικά, καθώς
και συχνά την επιθετικότητα των ασθενών και των συνοδών τους («εγώ εσένα σε
πληρώνω ρε»). Δεν είναι σπάνια δε τα περιστατικά σωματικών επιθέσεων και
ξυλοδαρμών, ιδίως σε περιοχές με υψηλές πυκνότητες προβληματικών κοινωνικών
ομάδων.

10. Οι αμοιβές των ιατρών του ΕΣΥ

Ένας ιατρός 55 ετών έχει μισθό κάθε μήνα περίπου
1800-1900 ευρώ. Σε αυτό το ποσό προστίθενται περίπου 400-700 ευρώ από εφημερίες
αναλόγως του νοσοκομείου. Επιπλέον, εφ’ όσον ο ιατρός συμμετέχει στο απογευματινό
πρόγραμμα των ιατρείων του νοσοκομείου αυξάνει νομίμως την αμοιβή του με ποσά
τα οποία είναι ποικίλα αναλόγως της ειδικότητας και του νοσοκομείου.

Ωστόσο δεν έχουν όλα τα νοσοκομεία πρόγραμμα απογευματινών ιατρείων, δεδομένου ότι
υπάρχουν Διοικητές που αρνούνται να το εφαρμόσουν, παρ’ ότι αποτελεί ένα πολύ
καλό μέτρο εξυπηρέτησης των ασθενών, αξιοποίησης των εξοπλισμών των
νοσοκομείων και βελτίωσης των αμοιβών των ιατρών.

Τα ποσά αυτά βέβαια είναι προ φόρου. Οι αντίστοιχες αμοιβές είναι (για παρόμοιες ώρες και φόρτους εργασίας) κατά τουλάχιστον 50% αυξημένες στον ιδιωτικό τομέα, όπου και οι συνθήκες εργασίας είναι σαφώς καλύτερες. Συντριπτικά υψηλότερες είναι βέβαια οι αμοιβές στο εξωτερικό, όπου πια έχουν καταφύγει πολλοί ιατροί (Βρετανία, Γερμανία, Σκανδιναβικές και λοιπές Ευρωπαϊκές χώρες, Ντουμπάι, Κύπρος).

Σημειωτέον ότι ο ιατρός του ΕΣΥ φορολογείται ως μισθωτός βαρύτατα, με κρατήσεις που συνολικά ξεπερνούν το 35%. Αντιθέτως, στον ιδιωτικό τομέα μπορεί να παράσχει τις υπηρεσίες του μέσω εταιρείας με αντίστοιχο ποσοστό φορολόγησης 22-27%, ενώ σε χώρες όπως η Κύπρος η φορολόγηση δεν ξεπερνά το 15%. Εφ’ όσον η Ελληνική Πολιτεία θέλει πράγματι να ξανακαταστήσει το ΕΣΥ ελκυστικό, θα πρέπει να δώσει σημαντικές αυξήσεις, με
εξαγγελίες για 10% αύξηση να μην λύνουν το πρόβλημα.

11. Τα φακελάκια και η ατιμωρησία

Σύμφωνα με ιατρό πρώην υπουργό «οι ιατροί του
ΕΣΥ δεν χρειάζονται αυξήσεις γιατί παίρνουν φακελλάκια». Τα φακελλάκια πράγματι
υπάρχουν, αφορούν όμως λίγους ιατρούς σε συγκεκριμένες ειδικότητες, οι οποίες είναι
γνωστές σε όλους. Η πλειοψηφία των ιατρών ούτε παίρνει φακελλάκια, ούτε βεβαίως
τα ζητά, αισθάνεται δε διπλά κορόιδο όταν βλέπει μεγαλογιατρούς οι οποίοι είναι
κοινό μυστικό ότι χρηματίζονται και έχουν πιθανώς δεχθεί και καταγγελίες να τη
γλυτώνουν σχεδόν πάντα και να συνεχίζουν να εργάζονται.

Το ΕΣΥ έχει πάψει προ πολλού να είναι ελκυστικό για τους ιατρούς

Συμπέρασμα: Το ΕΣΥ έχει πάψει προ πολλού να είναι ελκυστικό για τους ιατρούς. Το
πρόβλημα κουκουλωνόταν όσο υπήρχαν πολλοί ιατροί στην Ελλάδα. Τώρα που ο
αριθμός τους μειώθηκε, το πρόβλημα βαίνει ολοένα αυξανόμενο. Χαρακτηριστικά σε
θέσεις που προκηρύσσονται σε μεγάλα νοσοκομεία της Αθήνας δεν εκδηλώνει
ενδιαφέρον για να προσληφθεί ούτε ένας ιατρός! Αναλόγως το πρόβλημα είναι πολύ
μεγαλύτερο στην επαρχία και στα νησιά.

Η οργάνωση, η δομή και η λειτουργία του ΕΣΥ ανήκει στη δεκαετία του 1980. Η παρακμή ήταν σταδιακή τις τελευταίες δεκαετίες και όλες οι κυβερνήσεις φέρουν μεγάλη ευθύνη για αυτό. Ωστόσο το πρόβλημα έχει πλέον γιγαντωθεί και πρέπει να ληφθούν ριζικές αποφάσεις. Αν δεν ληφθούν, οι Έλληνες ασθενείς κυριολεκτικά θα ψάχνουν ιατρό και δεν θα βρίσκουν κανένα…

Καμία δημοσίευση για προβολή