Γερμανία: Έφυγε η Μέρκελ, ήρθε ο Σολτς, αλλά η πολιτική της Γερμανίας δεν άλλαξε. Η Ευρώπη προσπαθεί -ξανά- να βρει άκρη με το Βερολίνο

Γερμανία: Έφυγε η Μέρκελ, ήρθε ο Σολτς, αλλά η πολιτική της Γερμανίας δεν άλλαξε

Όταν ο Σοσιαλδημοκράτης Όλαφ Σολτς διαδέχθηκε την Χριστιανοδημοκράτισσα Άνγκελα Μέρκελ στην καγκελαρία της Γερμανίας, πολλοί πίστεψαν ότι η αλλαγή αυτή θα σηματοδοτούσε και αλλαγή ρότας για τη χώρα, η οποία επί χρόνια έμοιαζε να τραβά το δικό της δρόμο εντός της ΕΕ.

Αν και μέλος της πιο συντηρητικής πτέρυγας του SPD, ο Σολτς έμοιαζει πιο δυναμικός, πιο αποφασιστικός και πιο «ευρωπαίος» από την διστακτική, προσεκτική και πιο «κλειστή» Μέρκελ, η οποία σε κάθε κίνησή της μετρούσα τα πάντα και που φρόντιζε, παρά τη ρητορική της, να βάζει πρώτα και πάνω απ’ όλα τα συμφέροντα της Γερμανίας, έστω κι αν οι αποφάσεις της κλώνιζαν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και προκαλούσαν ρήγματα μεταξύ Βορρά και Νότου της ΕΕ. Ωστόσο, φαίνεται ότι τα φαινόμενα απατούν.

«Πρώτα η Γερμανία»

Σύμφωνα με ανάλυση του Politico, η τακτική «πρώτα η Γερμανία», αποτελεί προμετωπίδα της πολιτικής που ακολουθεί ο Σολτς, είτε αυτό αφορά στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία (δισταγμοί για την αποστολή όπλων στο Κίεβο, ψυχρότητα με την ηγεσία της Ουκρανίας, μονομερές σχέδιο 100 δισ. ευρώ για την ενίσχυση της άμυνας της Γερμανίας) είτε στο πώς το Βερολίνο θέλει να αντιμετωπίσει την ενεργειακή κρίση που πλήττει την Ευρώπη.

Ειδικά για το δεύτερο μέγα ζήτημα, παρά την φιλο-ευρωπαϊκή ρητορική του Σολτς, η Γερμανία κυριολεκτικά κάνει ό,τι θέλει: ανακοινώνει πρόγραμμα στήριξης 200 δισ. ευρώ για τους πολίτες της, την ίδια ώρα που αρνείται πεισματικά να δεχθεί μέτρα όπως το πλαφόν στην χονδρική τιμή του φυσικού αερίου. Επιμένει στην κατασκευή αγωγού μεταφοράς αερίου από την Ισπανία στη βόρεια Ευρώπη, παρά τις σαφείς αντιρρήσεις της Γαλλίας. Και, ως τώρα, φαίνεται να είναι η χώρα που μπλοκάρει μια ευρωπαϊκή λύση στην κρίση.

Δυσφορία

Όλα αυτά προκαλούν δυσφορία στην Ευρώπη, η οποία για άλλη μια φορά βλέπει τη Γερμανία να κάνει κυριολεκτικά ό,τι θέλει, αρνούμενη να δείξει την απαραίτητη αλληλεγγύη προς τους εταίρους της, ακόμα και προς χώρες με μεγάλο «ειδικό βάρος» εντός ΕΕ, όπως η Ιταλία ή η Ισπανία. Για το ζήτημα της Ουκρανίας, δε, η δυσφορία για τη στάση του Βερολίνου φαίνεται ότι περνά και στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, αν και εκεί, ιδίως μετά την καταστροφική 4ετία του Τραμπ, επιχειρείται οι τόνοι να παραμείνουν χαμηλοί.

Από την άλλη, ο Σολτς ο οποίος κυβερνά μαζί με τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους, αντιλαμβάνεται ότι θα πρέπει να πραγματοποιήσει ισορροπιστική πολιτική για να αποφύγει αποσχιστικές τάσεις και κατάρρευση της κυβέρνησής του. Έτσι, προσπαθεί με κάθε τρόπο να κρατά ικανοποιημένους τους εταίρους του και να βρίσκει σολωμόντειες λύσεις εκεί που υπάρχουν διαφωνίες. Οπότε, λογικά, ξοδεύει περισσότερο χρόνο απ’ όσο ίσως θα έπρεπε ασχολούμενος με εσωτερικά ζητήματα, αντί με τις μεγάλες εξωγενείς κρίσεις.

Πιο βαθύ το πρόβλημα

Ωστόσο, το πρόβλημα μοιάζει να είναι πιο βαθύ: ο πολιτικός κόσμος της Γερμανίας αντιλαμβάνεται ότι το Βερολίνο θα πρέπει να ηγείται του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Όμως, κάτι τέτοιο ενδεχομένως θα πλήξει βαθιά ριζωμένες πεποιθήσεις, όπως, για παράδειγμα, το «όχι» στα ευρωομόλογα (το Ταμείο Ανάκαμψης ήταν η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα) ή το «όχι» σε αποφάσεις που ίσως αποτελέσουν πρόβλημα για τη γερμανική αντίληψη περί Ευρώπης.

Έτσι, για άλλη μια φορά εν μέσω κρίσης, το Βερολίνο εμφανίζεται μετέωρο ανάμεσα σε μια εξωστρεφή ρητορική και μια πρακτική απολύτως «εσωτερικής κατανάλωσης». Μοιάζει με έναν δύσθυμο ηγέτη, ο οποίος μονίμως δηλώνει έτοιμος να πράξει το καθήκον του, αλλά πάντα βρίσκει μια ευκαιρία να κάνει εντέλει αυτό που θέλει και όχι αυτό που πρέπει. Όπως και με την κρίση χρέους, η Γερμανία βάζει πρώτα τον εαυτό της και, ίσως, αυτό να κοστίσει περισσότερο απ’ όσο υπολογίζεται.

Καμία δημοσίευση για προβολή