Γιατί ο “Σουλτάνος” Ερντογάν επιστρέφει στον Αραβικό Κόλπο ως “ζήτουλας”. Πως αλλάζει το γεωπολιτικό τοπίο στη Μέση Ανατολή

Μια νέα εποχή ανατέλει στις σχέσεις της Άγκυρας με τους άλλοτε ανταγωνιστές και αντιπάλους της στον Αραβικό Κόσμο. Η Τουρκία επιχειρεί να αναδιατάξει τις διπλωματικές σχέσεις της με τις χώρες του Αραβικού Κόλπου και της Μέσης Ανατολής.

Η εποχή που ο Ερντογάν “το έπαιζε” ισχυρός, σνόμπαρε τις ηγεσίες των Αραβικών χωρών και υποστήριζε ακραίες οργανώσεις όπως η Μουσουλμανική Αδελφότητα ανήκει στο παρελθόν. Τώρα οι κακές οικονομικές συνθήκες στην Τουρκία επιβάλουν στον “Σουλτάνο” αλλαγή πλεύσης. Ταπεινωμένος απλώνει το χέρι για βοήθεια. Οι νέες ισορροπίες ωστόσο οδηγούν σε γεωπολιτικές αναταράξεις από τις οποίες τόσο ο Αραβικός Κόσμος όσο και ο Ερντογάν αναζητούν διαφορετικής τάξεως κέρδη και έχουν ισχυρές γεωπολιτικές φιλοδοξίες.

Οι νέες συνθήκες και οι νέες προσεγγίσεις ενδέχεται να οδηγήσουν σε πολιτικά, διπλωματικά και οικονομικά οφέλη για όλους και να διαφοροποιήσουν τις ισορροπίες την περιοχή. Και γι’ αυτό το Αραβικό παζάρι του Ερντογάν έχει ενδιαφέρον και αξίζει να το παρακολουθήσουμε.

Tο economico παρουσιάζει σήμερα μια ανάλυση της Tuqa Khalid*, δημοσιογράφου ειδικευμένης σε θέματα του Κόλπου και της Μέσης Ανατολής. Η Khalid, πέρα από το γεγονός ότι γνωρίζει “από μέσα” την Αραβική σκοπιά, παραθέτει τη γνώμη μια σειράς ειδικών επιστημόνων και διπλωματών που έχουν γνώση και λόγο για τις σχέσεις και το ρόλο της Τουρκίας στον Κόλπο

Οι νέες συμμαχίες διαμορφώνουν τη γεωπολιτική στη Μέση Ανατολή

Της Tuqa Khalid*

Οι μεταβαλλόμενες συμμαχίες, οι περιφερειακές φιλοδοξίες και οι ιδεολογικές διαμάχες διαμορφώνουν εδώ και καιρό τη γεωπολιτική στη Μέση Ανατολή. Μέσα στον ιστό των πολύπλοκων συνθηκών και σχέσεων είναι συνυφασμένη η ένταση μεταξύ των κρατών του Αραβικού Κόλπου και της Αιγύπτου από τη μία πλευρά και της Τουρκίας από την άλλη.

Ιστορικά, οι χώρες αυτές είχαν φιλικές σχέσεις και κοινά συμφέροντα. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, αυτοί οι φιλικοί δεσμοί διαλύθηκαν λόγω πολιτικών και ιδεολογικών ρήξεων, δημιουργώντας μια ανισορροπία στην προηγούμενη περιφερειακή “ισορροπία της συμβίωσης”.

Τον περασμένο μήνα (σε μια περιοδεία “ανατροπής”) ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν βρέθηκε στο επίκεντρο της Μέσης Ανατολής, όταν πραγματοποίησε μια περιοδεία  στον Κόλπο, η οποία κυριάρχησε στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων της περιοχής.

Η περιοδεία κατέληξε σε φιλικές εκδηλώσεις αγάπης, οικονομικές συμφωνίες και συμφωνίες συνεργασίας που υπογράφηκαν και ο Ερντογάν επέστρεψε στην πατρίδα του έχοντας εξασφαλίσει επενδύσεις δισεκατομμυρίων δολαρίων στη χώρα του. Ωστόσο, αντί να θεωρηθεί ως ο “ήρωας-κατακτητής” που έσωσε μόνος του την οικονομία της Τουρκίας από την άβυσσο, οι αναλυτές είχαν μια διαφορετική ερμηνεία των επισκέψεων στις χώρες του Κόλπου.

Η ταπείνωση του Ερντογάν

Ο Henri J. Barkey, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων Cohen στο Πανεπιστήμιο Lehigh και επίκουρος ανώτερος συνεργάτης για τις Μεσανατολικές Σπουδές στο Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων δήλωσε στο Al Arabiya English:

  • “Ο Ερντογάν είχε σνομπάρει τις ηγεσίες του Κόλπου- προσπάθησε να αποδείξει ότι είναι πιο ισχυρός από αυτές. Οι πολιτικές του, οι οποίες δεν πέτυχαν, σχεδιάστηκαν για να δημιουργήσουν την εικόνα μιας Τουρκίας σε άνοδο, πιο ισχυρής από εκείνες του Κόλπου. Σήμερα, έρχεται στον Κόλπο ως ‘ζητουλας’, ζητώντας χρήματα”.

“Οι χώρες του Κόλπου δεν μπορούν παρά να αισθάνονται δικαιωμένες, καθώς οι ισορροπίες έχουν αλλάξει. Εκτός από το να τον βλέπουν να ταπεινώνεται, το πιο κρίσιμο όφελος που θα αποκομίσουν είναι ότι δεν θα υποστηρίζει πλέον οργανώσεις όπως η Μουσουλμανική Αδελφότητα”, πρόσθεσε.

Προχώρησαν

Πάνε οι μέρες των πικρών και ενίοτε μοχθηρών ανταλλαγών δηλώσεων μεταξύ των χωρών του Κόλπου και της Τουρκίας. Κρίσιμες διαφωνίες, όπως η υποστήριξη προς τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, η δολοφονία του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι στο προξενείο της Σαουδικής Αραβίας στην Κωνσταντινούπολη και η συμπαράσταση στο Κατάρ κατά τη διάρκεια της κρίσης στον Κόλπο, φαίνεται να έχουν μπει στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας και μια νέα εποχή σχέσεων φαίνεται να ανατέλλει.

Ο πρέσβης Gerald M. Feierstein, διακεκριμένος διπλωμάτης, διευθυντής του προγράμματος για τις υποθέσεις της Αραβικής χερσονήσου στο Ινστιτούτο Μέσης Ανατολής, δήλωσε: “Το πραξικόπημα κατά της κυβέρνησης των Αδελφών Μουσουλμάνων στην Αίγυπτο, η δολοφονία του Τζαμάλ Κασόγκι στην Τουρκία και η σύγκρουση εντός του Gulf Cooperation Council (GCC)** με αφορμή τη νέα πολιτική του Κατάρ ήταν τα κύρια ζητήματα που οδήγησαν στην κατάρευση των σχέσεων της Τουρκίας με τα κράτη του Κόλπου.

  • Είναι σαφές πλέον ότι οι δύο πλευρές αποφάσισαν να ξεπεράσουν αυτά τα ζητήματα και να επικεντρωθούν σε θετικούς τομείς συνεργασίας”.

Όπως υποστηρίζει ο Galip Dalay, Associate Fellow, Πρόγραμμα Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής στο Chatham House: “Το κλίμα τώρα, μόλις λίγα χρόνια από την εποχή της δολοφονίας του Τζαμάλ Κασόγκι ή κατά την πρώιμη φάση της Αραβικής Άνοιξης, είναι εντελώς διαφορετικό. Τότε η φύση των σχέσεων μεταξύ των πλευρών ήταν εξαιρετικά ανταγωνιστική, αν όχι πικρόχολη. Και οι δύο πλευρές επιδίδονταν σε πολύ σκληρές λεκτικές ανταλλαγές”.Και πρόσθεσε:

  • “Τώρα βλέπετε ότι η ρητορική έχει αλλάξει και ένα σημαντικό πράγμα σχετικά με τη νέα γλώσσα είναι η ακραία οικονομική εστίασή της που είναι εξαιρετικά επικεντρωμένη στη συνεργασία”.

“Ενώ η προηγούμενη ρητορική επικεντρωνόταν περισσότερο στους γεωπολιτικούς φακέλους, στους πολιτικούς φακέλους και στις διαφορές τους, η νέα επικεντρώνεται στην οικονομία, στους τομείς της συνεργασίας και όχι του ανταγωνισμού. Έτσι, η διάθεση, το κλίμα και η ρητορική είναι εντελώς διαφορετικά”.

Ο αυταρχισμός του “Σουλτάνου”

Ο Ερντογάν είναι γνωστός στους κύκλους των διεθνών πολιτικών και των πολιτικών αναλυτών ως ο “Σουλτάνος”. Αν γινόταν το δικό του, θα ήταν ένας σουλτάνος που θα προήδρευε της δικής του σύγχρονης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διαμορφωμένης κατ’ εικόνα και ομοίωσή του, μέχρι την τελευταία του πνοή.

Αν και η σύγκριση με τον ιστορικό σουλτάνο μπορεί να φαίνεται σαν ένα απλό κλισέ, αναλυτές και πολιτικοί παγκοσμίως έχουν χρησιμοποιήσει επανειλημμένα τον όρο για να καταδείξουν τον αυταρχισμό του Ερντογάν και τον τρόπο με τον οποίο διαβρώνει την ανεξαρτησία των κρατικών θεσμών. Ο Γερμανός πολιτικός Cem Özdemir είπε κάποτε: “Ο Ερντογάν θέλει να γίνει ένας σύγχρονος σουλτάνος. Θέλει να κυβερνήσει την Τουρκία για όλη του τη ζωή και θέλει να το κάνει με σιδερένια πυγμή”.

Η οικονομία της Τουρκίας βρίσκεται σε διάλυση

Υπό την ηγεσία του “Σουλτάνου” και χάρη στην παρεμβατική οικονομική πολιτική του, η οικονομία της Τουρκίας και οι πολίτες της υπέστησαν τρομερές επιπτώσεις. Οι πολιτικές του Ερντογάν οδήγησαν τελικά σε υψηλό πληθωρισμό, διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και σοβαρή υποτίμηση της τουρκικής λίρας.Οι απλοί άνθρωποι στην Τουρκία αντιμετώπισαν το μεγαλύτερο βάρος αυτών των οικονομικών προκλήσεων, καθώς η καταρρέουσα αξία της λίρας μείωσε την αγοραστική τους δύναμη, καθιστώντας όλο και πιο δύσκολο να αντέξουν οικονομικά βασικά αγαθά και υπηρεσίες.

  • Ο Ερντογάν εργάζεται ενεργά για την αποκατάσταση των τουρκικών δεσμών με τα κράτη του Κόλπου, σε μια προσπάθεια να πείσει τις χώρες αυτές να βάλουν το χέρι στην τσέπη και να επενδύσουν στην Τουρκία για να ενισχύσουν την οικονομία της.

Υποβάθμισε τις πολιτικές διαφορές μεταξύ της Τουρκίας και του Κόλπου και ανέδειξε τις δυνατότητες συνεργασίας σε τομείς όπως ο τουρισμός, τα ακίνητα και τα έργα υποδομής.

Η δραματική αλλαγή πλεύσης του Ερντογάν

Η δραματική αλλαγή πλεύσης του Ερντογάν να επικεντρωθεί στην οικονομική διπλωματία αντανακλά το πόσο άσχημη είναι η κατάσταση της οικονομίας της χώρας του και δείχνει πώς η Άγκυρα υιοθετεί μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση στις διεθνείς σχέσεις.Το τραγούδι και ο χορός του “Σουλτάνου” που έπαιξε για τους ηγέτες των κρατών του Κόλπου -συμπεριλαμβανομένου και ενός σόου που έκανε για να παρουσιάσει το δώρο ενός αυτοκινήτου τουρκικής κατασκευής σε κάθε ηγέτη που επισκέπτεται- είναι μια υπολογισμένη κίνηση, μέρος μιας ευρύτερης οικονομικής στρατηγικής που ο Ερντογάν ελπίζει ότι θα ανοίξει τις πόρτες για μεγαλύτερες οικονομικές ευκαιρίες, συνεργασίες και περιφερειακή σταθερότητα. Αυτό απεικονίζεται στην φράση του Barkey:

  • “Ο Ερντογάν πρέπει να ξεκινήσει μια προσέγγιση με όλους για να δημιουργήσει ένα νέο μη συγκρουσιακό περιβάλλον για την προσέλκυση επενδύσεων”. Επιπλέον, ο Charles Horowitz, αναλυτής εξωτερικών υποθέσεων που γράφει για την ηλεκτρονική έκδοση Policy Reform Now δήλωσε: “Ο Ερντογάν είναι ένας πραγματιστής ηγέτης.Αναγνωρίζει ότι πρέπει να προσαρμοστεί στην μεταβαλλόμενη πολιτική άμμο”.

Οι αναλυτές πιστεύουν ότι ο Ερντογάν εδραιώνει μια νέα εποχή δεσμών με τον Κόλπο λόγω της κρίσιμης κατάστασης της οικονομίας της χώρας του. Ο Barkey δήλωσε: “Η Τουρκία αντιμετωπίζει μια από τις πιο δεινές οικονομικές κρίσεις της. Ο πληθωρισμός είναι υψηλός και θα συνεχίσει να αυξάνεται- το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι τεράστιο- η λίρα δέχεται τρομερές πιέσεις, χάνοντας μόνο φέτος το 40% της αξίας της”.

Περισσότεροι εμπειρογνώμονες συμφώνησαν. Ο πρέσβης Feierstein δηλώνει: “Η Τουρκία είναι πολύ επικίνδυνη: Παραδοσιακά ο Κόλπος ήταν βασικός οικονομικός εταίρος για την Τουρκία και οι εντάσεις στις σχέσεις Τουρκίας-Κόλπου ήταν επιζήμιες για την οικονομία της Τουρκίας. Η βελτίωση των σχέσεων θα ανοίξει εκ νέου την περιοχή αυτή τόσο για τις εξαγωγές τουρκικών προϊόντων και υπηρεσιών όσο και ως πηγή για άμεσες ξένες επενδύσεις στην τουρκική οικονομία”.

Και προσθέτει: “Οι οικονομικές απαιτήσεις είναι η κύρια κινητήρια δύναμη στην επιθυμία της Τουρκίας να αποκαταστήσει τις σχέσεις της με τον Κόλπο.Επιπλέον, ορισμένα από τα ζητήματα που δημιουργούσαν εντάσεις, συμπεριλαμβανομένου του μποϊκοτάζ του Κατάρ, του πραξικοπήματος στην Αίγυπτο και της δολοφονίας Κασόγκι, έχουν επιλυθεί ή έχουν γίνει λιγότερο σημαντικά”.

Ο Ερντογάν ελπίζει στα Αραβικά κράτη

Ο Charles Horowitz, συμφωνεί και δηλώνει:”Ο Ερντογάν γνωρίζει ότι η οικονομική του πολιτική έχει οδηγήσει την Τουρκία σε δεινή θέση και τα κράτη του Κόλπου είναι μερικές από τις καλύτερες ελπίδες του για να λάβει τις απαραίτητες νομισματικές ενέσεις και οικονομικές λύσεις για να στηρίξει τουλάχιστον εν μέρει την τουρκική οικονομία.Με τη σειρά τους, πολλά από τα κράτη του Κόλπου, ιδίως τα μικρότερα, έλκονται από τη συνεργασία με τη χώρα που διαθέτει τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό στο ΝΑΤΟ (μετά μόνο τις ΗΠΑ) – και επιπλέον ασκεί σημαντική διπλωματική επιρροή στην περιοχή”.

Ο Dalay είναι της ίδιας άποψης: “Οικονομικά, η Τουρκία θέλει να επωφεληθεί από τις καλύτερες σχέσεις προσελκύοντας περισσότερες επενδύσεις από τον Κόλπο, προσελκύοντας περισσότερα χρήματα από τον Κόλπο στην Τουρκία και περισσότερες καταθέσεις από τον Κόλπο στην κεντρική τράπεζα της Τουρκίας”.

Ωστόσο, ο Barkey έχει μια διαφορετική προσέγγιση: Ο Ερντογάν έχει ως πρώτη προτεραιότητα να κάνει τις χώρες του Κόλπου να “επενδύσουν” στην Τουρκία- οι επενδύσεις αυτές τείνουν να είναι τύπου real estate και περιορισμένες στα οφέλη τους.Αντιπροσωπεύουν μεταφορές συναλλάγματος αλλά δεν δημιουργούν θέσεις εργασίας. Πρόκειται για ένα προσωρινό τσιρότο. Αγοράζει χρόνο μέχρι τις δημοτικές εκλογές του Μαρτίου”.

Τι έχουν να κερδίσουν οι χώρες του Κόλπου;

Ο Ερντογάν πήρε τις επενδύσεις του, τις συμφωνίες και τις υποσχόμενες καταθέσεις.Αλλά τι έχουν να κερδίσουν οι χώρες του Κόλπου από τη διάσωση της Τουρκίας από το οικονομικό της τέλμα;

Οι αναλυτές έχουν ποικίλες απόψεις.Μια κοινήάποψη είναι ότι οι χώρες του Κόλπου είδαν επενδυτικές ευκαιρίες σε μια μακρινή χώρα που βρίσκεται σε στρατηγική θέση και επιπλέον είναι ένας σημαντικός παίκτης στη διεθνή σκηνή. Υποσττηρίζουν επίσης ότι οι χώρες του Κόλπου έχουν πλέον αποκτήσει επιρροή επί της Τουρκίας – κάτι που είναι μεγάλο κατόρθωμα αν αναλογιστεί κανείς ότι πρόκειται για χώρα του ΝΑΤΟ με τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό στη συμμαχία μετά τις ΗΠΑ.

Ο Soner Cagaptay,  Beyer Family Fellow και διευθυντής του Τουρκικού Ερευνητικού Προγράμματος στο Ινστιτούτο της Ουάσινγκτον δηλώνει:

  • “Η Τουρκία είναι μια χώρα φτωχή σε πόρους και έτσι [ο Ερντογάν] θέλει να προσεταιριστεί επενδύσεις από πλούσιες μοναρχίες του Κόλπου. Για αυτό, φυσικά, έπρεπε κατά κάποιον τρόπο να επαναφέρει τους δεσμούς του όχι μόνο με τις μοναρχίες αλλά και με τους συμμάχους τους, συμπεριλαμβανομένων φυσικά των Αιγυπτίων”.

Και προσθέτει: “Και νομίζω ότι για τις μοναρχίες του Κόλπου, η ευκαιρία που υπάρχει εκεί είναι φυσικά ότι αυτό τους δίνει μοχλό πίεσης έναντι της Τουρκίας μακροπρόθεσμα. Επενδύσεις στην Τουρκία, είτε είναι βραχυπρόθεσμες είτε είναι χρηματιστηριακές είτε είναι αγορά εταιρειών ή στρατηγικών περιουσιακών στοιχείων”.

Ο πρέσβης Feierstein υποστηρίζει ότι: “Για τα κράτη του Κόλπου, μια ισχυρή σχέση με την Τουρκία παρέχει περαιτέρω ασφάλεια έναντι του Ιράν και αντανακλά επίσης το ενδιαφέρον μεταξύ των κρατών του GCC για τη βελτίωση των περιφερειακών σχέσεων και τη μείωση των εντάσεων”.

Δεδομένης των καλών ζχέσεων μεταξύ Άγκυρας και Τεχεράνης,  οι χώρες του Κόλπου απέκτησαν διαβεβαιώσεις έναντι του Ιράν που πραγματοποιεί επιθέσεις στα εδάφη τους ή παρέχει τα μέσα σε πολιτοφυλακές για να τις στοχοποιήσουν (όπως στην περίπτωση των επιθέσεων με μη επανδρωμένα αεροσκάφη στη Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ). Η επαναφορά των δεσμών με την Τουρκία προσθέτει επίσης ένα επίπεδο εγγύησης ασφαλείας σε περίπτωση που η Τεχεράνη αποφασίσει να αθετήσει τη συμφωνία με το Ριάντ.

Κοινή δυσαρέσκεια με τις ΗΠΑ

Για δεκαετίες, οι ιστορικοί δεσμοί μεταξύ των κρατών του Κόλπου και των ΗΠΑ βασίστηκαν στην οικονομική και στρατηγική συνεργασία, η οποία με την πάροδο του χρόνου επεκτάθηκε και στην αμυντική εταιρική σχέση, καθώς η Ουάσινγκτον παρείχε στον Κόλπο όπλα και στρατιωτικό εξοπλισμό και εκπαίδευε τους στρατιώτες τους.

Ωστόσο, υπάρχει αυξανόμενη δυσαρέσκεια απέναντι στις ΗΠΑ μεταξύ των χωρών του Κόλπου που επιβαρύνει τη σχέση τους. Οι χώρες του Κόλπου είναι δυσαρεστημένες με τη μετατόπιση των προτεραιοτήτων των ΗΠΑ, με τη στροφή της Ουάσινγκτον προς την Ασία και την θεωρούμενη ήπια στάση της κυβέρνησης Μπάιντεν έναντι του παραδοσιακού περιφερειακού αντιπάλου τους, του Ιράν.

Ένα άλλο σημείο ανησυχίας για τις χώρες του Κόλπου είναι ο στόχος των ΗΠΑ για ενεργειακή ανεξαρτησία, που μειώνει την εξάρτηση από το πετρέλαιο του Κόλπου, γεγονός που τις κάνει να αμφισβητούν τη μακροπρόθεσμη δέσμευση των ΗΠΑ για τη διασφάλιση των πετρελαιοπαραγωγικών δυνατοτήτων του Κόλπου.

Ο Dalay υποστηρίζει:”Σε παγκόσμιο επίπεδο, υπάρχει μεγαλύτερη δυσπιστία στην ηγεσία των ΗΠΑ ή στην παρουσία των ΗΠΑ στην περιοχή.Ως εκ τούτου, ένας λόγος για τον οποίο οι περιφερειακές χώρες έχουν έρθει πιοό κοντά η μία στην άλλη, είναι μια απάντηση στις ΗΠΑ και στην πραγματικότητα υποκινείται από τη δυσαρέσκεια τους με τις ΗΠΑ και τη δυσπιστία τους απέναντι στις ΗΠΑ”.Και πρόσθεσε: “Τόσο η Τουρκία όσο και οι χώρες του Κόλπου είναι δυσαρεστημένες με τις ΗΠΑ, δεν εμπιστεύονται τις ΗΠΑ και, κυρίως, η ιδέα ότι οι ΗΠΑ μπορεί να μην είναι τόσο αξιόπιστος εταίρος είναι επίσης ένας άλλος παράγοντας που παρακινεί την εξομάλυνση των δεσμών τους”.

Η Τουρκία δύναμη δεύτερης κατηγορίας

Από την άλλη πλευρά, ο Charles Horowitz υποστηρίζει ότι: “Η Τουρκία είναι η μόνη χώρα που μπορεί να έχει σχέσεις με την Τουρκία:”Τα κράτη του Κόλπου θα συνεχίσουν να συνειδητοποιούν ότι οι ΗΠΑ είναι η σημαντικότερη στρατιωτική δύναμη στην περιοχή, μεταξύ άλλων και με στρατεύματα στο έδαφος. Αυτό, σε συνδυασμό με την αμερικανική ήπια ισχύ, καθιστά την Τουρκία δύναμη δεύτερης κατηγορίας ακόμη και στην ίδια της την αυλή.Και, χωρίς υπερβολικές παραχωρήσεις, που μπορεί να προσπαθήσει να αποσπάσει ο Ερντογάν (π.χ. ένταξη στην ΕΕ και αεροσκάφη F-16 με αντάλλαγμα την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ), με επιτυχία ή όχι, η επιρροή του στην περιοχή μειώνεται”.

Ο Barkey συμφώνησε: “Οι σχέσεις με τις ΗΠΑ και τις χώρες του Κόλπου μπορεί να έχουν χαλάσει τελευταία, αλλά στο τέλος της ημέρας εξακολουθούν να χρειάζονται την Ουάσινγκτον για να αποτρέψουν τους Ιρανούς.Ο κόσμος υπερβάλλει για το χάσμα μεταξύ τους”.

Κοινή αναζήτηση αυτονομίας

Μέσα στους μεταβαλλόμενους ανέμους της παγκόσμιας γεωπολιτικής, οι χώρες του Κόλπου έχουν αρχίσει να χαράζουν τη δική τους πορεία προς μεγαλύτερη αυτονομία από τις ΗΠΑ επιδιώκοντας να μειώσουν την εξάρτησή τους από την Ουάσινγκτον.Η μετατόπιση αυτή, που γίνεται όλο και πιο έντονη τον τελευταίο καιρό, είναι βέβαιο ότι θα αναδιαμορφώσει σημαντικά το πολιτικό τοπίο της Μέσης Ανατολής.Ιστορικά, τα κράτη του Κόλπου έχουν στηριχθεί σε μεγάλο βαθμό στις ΗΠΑ για στρατιωτική προστασία, πρόοδο στην τεχνολογία και ένα ευρύ φάσμα οικονομικών συνεργασιών.Ωστόσο, έχει επέλθει μια μετατόπιση της γεωπολιτικής τεκτονικής πλάκας.Ο Κόλπος επαναπροσδιορίζει την εξωτερική του πολιτική και επαναπροσδιορίζει τις συμμαχίες του.

Η αυτονομία τυγχάνει να είναι κοινός στόχος μεταξύ του Κόλπου και της Τουρκίας. Ο πρέσβης Feierstein δήλωσε ότι μια ισχυρότερη σχέση μεταξύ των δύο θα βοηθούσε και τις δύο πλευρές να αποκτήσουν μεγαλύτερη αυτονομία από τις ΗΠΑ.

Όσον αφορά τον αντίκτυπο της εξομάλυνσης στις ΗΠΑ, είπε: “Για τις ΗΠΑ, η βελτίωση των τουρκικών σχέσεων με τον Κόλπο είναι αμφίδρομη.Ως σύμμαχος του ΝΑΤΟ, οι σχέσεις της Τουρκίας με τον Κόλπο παρέχουν στις ΗΠΑ έναν σημαντικό εταίρο για την προώθηση της περιφερειακής ασφάλειας και σταθερότητας. Αλλά οι ισχυρότερες σχέσεις τους δίνουν επίσης και στις δύο πλευρές έναν βαθμό μόνωσης από την πίεση των ΗΠΑ να προσαρμόσουν τις στρατηγικές τους στις προτιμήσεις της αμερικανικής πολιτικής”.

Ο Dalay υποστηρίζει: “Σε παγκόσμιο επίπεδο, υπάρχει μεγαλύτερη δυσπιστία απέναντι στην ηγεσία των ΗΠΑ ή στην παρουσία των ΗΠΑ στην περιοχή. Ως εκ τούτου, ένας λόγος για τον οποίο οι περιφερειακές χώρες έχουν έρθει πιό κοντά προσπαθώντας να βελτιώσουν τους δεσμούς τους είναι μια απάντηση στις ΗΠΑ και στην πραγματικότητα υποκινείται από τη δυσαρέσκεια τους με τις ΗΠΑ και τη δυσπιστία τους απέναντι στις ΗΠΑ”.

Και πρόσθεσε: “Τόσο η Τουρκία όσο και οι χώρες του Κόλπου είναι δυσαρεστημένες με τις ΗΠΑ, δεν εμπιστεύονται τις ΗΠΑ και, κυρίως, η ιδέα ότι οι ΗΠΑ μπορεί να μην είναι τόσο αξιόπιστος εταίρος είναι επίσης ένας άλλος παράγοντας που παρακινεί την εξομάλυνση των δεσμών τους”.

Από την άλλη πλευρά, ο Horowitz υποστηρίζει ότι: “Η Τουρκία δεν έχει καμία σχέση με την Τουρκία: “Τα κράτη του Κόλπου θα συνεχίσουν να συνειδητοποιούν ότι οι ΗΠΑ είναι η σημαντικότερη στρατιωτική δύναμη στην περιοχή, μεταξύ άλλων και με στρατεύματα στο έδαφος. Αυτό, σε συνδυασμό με την αμερικανική ήπια ισχύ, καθιστά την Τουρκία δύναμη δεύτερης κατηγορίας ακόμη και στην ίδια της την αυλή. Και, χωρίς υπερβολικές παραχωρήσεις, που μπορεί να προσπαθήσει να αποσπάσει ο Ερντογάν (π.χ. ένταξη στην ΕΕ και αεροσκάφη F-16 με αντάλλαγμα την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ), με επιτυχία ή όχι, η επιρροή του στην περιοχή μειώνεται”.

Ο Barkey συμωνεί: “Οι σχέσεις με τις ΗΠΑ και τις χώρες του Κόλπου μπορεί να έχουν χαλάσει τελευταία, αλλά στο τέλος της ημέρας εξακολουθούν να χρειάζονται την Ουάσινγκτον για να αποτρέψουν τους Ιρανούς. Ο κόσμος υπερβάλλει για το χάσμα μεταξύ τους”.

Κοινή αναζήτηση αυτονομία

Μέσα στους μεταβαλλόμενους ανέμους της παγκόσμιας γεωπολιτικής, οι χώρες του Κόλπου έχουν αρχίσει να χαράζουν τη δική τους πορεία προς μεγαλύτερη αυτονομία από τις ΗΠΑ επιδιώκοντας να μειώσουν την εξάρτησή τους από την Ουάσινγκτον. Η μετατόπιση αυτή, που γίνεται όλο και πιο έντονη τον τελευταίο καιρό, είναι βέβαιο ότι θα αναδιαμορφώσει σημαντικά το πολιτικό τοπίο της Μέσης Ανατολής.

Ιστορικά, τα κράτη του Κόλπου έχουν στηριχθεί σε μεγάλο βαθμό στις ΗΠΑ για στρατιωτική προστασία, πρόοδο στην τεχνολογία και ένα ευρύ φάσμα οικονομικών συνεργασιών. Ωστόσο, έχει επέλθει μια μετατόπιση της γεωπολιτικής τεκτονικής πλάκας. Ο Κόλπος επαναπροσδιορίζει την εξωτερική του πολιτική και επαναπροσδιορίζει τις συμμαχίες του.

  • Η αυτονομία τυγχάνει να είναι κοινός στόχος μεταξύ του Κόλπου και της Τουρκίας. Ο πρέσβης Feierstein δηλώνει ότι μια ισχυρότερη σχέση μεταξύ των δύο θα βοηθούσε και τις δύο πλευρές να αποκτήσουν μεγαλύτερη αυτονομία από τις ΗΠΑ.

Όσον αφορά τον αντίκτυπο της εξομάλυνσης στις ΗΠΑλέει: “Για τις ΗΠΑ, η βελτίωση των τουρκικών σχέσεων με τον Κόλπο είναι αμφίδρομη. Ως σύμμαχος του ΝΑΤΟ, οι σχέσεις της Τουρκίας με τον Κόλπο παρέχουν στις ΗΠΑ έναν σημαντικό εταίρο για την προώθηση της περιφερειακής ασφάλειας και σταθερότητας. Αλλά οι ισχυρότερες σχέσεις τους δίνουν επίσης και στις δύο πλευρές έναν βαθμό μόνωσης από την πίεση των ΗΠΑ να προσαρμόσουν τις στρατηγικές τους στις προτιμήσεις της αμερικανικής πολιτικής”.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία

Σύμφωνα με τον Dalay: “Η επιδίωξη για αυτονομία στην εξωτερική πολιτική ασφάλειας ήταν κοινή μεταξύ των αραβικών κρατών του Κόλπου και της Τουρκίας. Η πιο ξεκάθαρη περίπτωση ήταν η στάση τους στον πόλεμο στην Ουκρανία. Τόσο η Τουρκία όσο και τα κράτη του Αραβικού Κόλπου προσπαθούν να χαράξουν το δικό τους δρόμο αντί να συμμετέχουν απλώς στις δυτικές κυρώσεις ή να συμμερίζονται τις δυτικές θέσεις”.

Και προσθέτει: “Ως εκ τούτου, αυτή η ιδέα ότι οι περιφερειακές δυνάμεις έχουν περισσότερο λόγο στις περιφερειακές υποθέσεις και απαιτούν περισσότερο κύρος στις διεθνείς υποθέσεις είναι ένα πράγμα που στην πραγματικότητα διευκολύνει περισσότερες συνομιλίες μεταξύ της Τουρκίας και των κρατών του Αραβικού Κόλπου”.

Αντιμετώπιση περιφερειακών φακέλων από κοινού

Η εξομάλυνση των δεσμών μεταξύ της Τουρκίας και των χωρών του Κόλπου αποτελεί ευκαιρία για την αντιμετώπιση μιας σειράς περιφερειακών πολιτικών φακέλων που έχουν σημαντικές επιπτώσεις στη σταθερότητα και τη συνεργασία στη Μέση Ανατολή.

Ο Συριακός πόλεμος είναι ένα μείζον περιφερειακό ζήτημα που τόσο η Τουρκία όσο και οι χώρες του Κόλπου έχουν λόγους να θέλουν να επιλυθεί, καθώς και οι δύο πλευρές έχουν εμπλακεί στη σύγκρουση και εμπλέκονται σε διαφορετικό βαθμό με άμεσους και έμμεσους τρόπους.

Ο Barkey δηλώνει: “Η Τουρκία είναι μια από τις μεγαλύτερες χώρες της ΕΕ, η οποία είναι μια από τις μεγαλύτερες χώρες της ΕΕ: “Θα μπορούσαν και θα έπρεπε να αναπτύξουν μια κοινή στρατηγική κατά του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ. Παρά τις προσπάθειες αποκατάστασης του Άσαντ, το γεγονός παραμένει ότι η Δαμασκός είναι πολύ υποταγμένη στο Ιράν. Η Τουρκία θα ήθελε να απαλλαγεί από τους Σύρους πρόσφυγες, αλλά όσο ο Άσαντ είναι στην εξουσία, αυτό θα είναι πολύ δύσκολο”.

Η συνεχιζόμενη κατάσταση στη Λιβύη είναι ένας άλλος τομέας όπου η Τουρκία και οι χώρες του Κόλπου θα μπορούσαν να ευθυγραμμίσουν τις προσπάθειές τους. Ο Νταλάι υποστήριξε: “Η Τουρκία είναι μια από τις χώρες με τις οποίες η Τουρκία έχει συνεργαστεί: “Η Τουρκία και πολλά κράτη του Κόλπου… έχουν εμπλακεί σε διάφορες περιοχές κρίσης, με σημαντικότερη τη Λιβύη. Έτσι, βελτιώνοντας τη σχέση με τα κράτη του Αραβικού Κόλπου, η Τουρκία και τα κράτη του Αραβικού Κόλπου μπορούν να διαχειριστούν καλύτερα αυτή την κρίση”.

Και πρόσθεσε: “[Κατά] την επόμενη περίοδο, ένας τομέας που θα αναδειχθεί ως δυνητικός τομέας συνεργασίας ή τουλάχιστον όπου μπορούν να έχουν καλύτερη κατανόηση… είναι η διαχείριση περιφερειακών συγκρούσεων από τη Λιβύη μέχρι το Ιράκ, ακόμη και το Σουδάν”.

Η εξομάλυνση των σχέσεων των κρατών του Κόλπου και της Τουρκίας θα μπορούσε πολύ πιθανόν να αλλάξει το πολιτικό τοπίο στη Μέση Ανατολή. Η συνεργασία μεταξύ των δύο πλευρών – η καθεμία από τις οποίες είναι βαριά χαρτιά από μόνη της – θα μπορούσε να οδηγήσει σε μεγαλύτερη σταθερότητα, ευημερία και ολοκλήρωση στην περιοχή, κάτι που θα ήταν επωφελές για ολόκληρη την περιφερειακή κοινότητα και όχι μόνο. Ωστόσο, η επίτευξη αυτών των υψηλών φιλοδοξιών θα απαιτήσει σκόπιμη και μετρημένη διπλωματία, διαφανή διάλογο και την ευελιξία να είναι σε θέση να συμβιβαστούν, ιδίως σε θέματα που αγγίζουν βασικές πεποιθήσεις και ιστορικές θέσεις.

——–

(*) Η Tuqa Khalid, εργάζεται στο Al Arabiya English. Έχει συνεργαστεί με το CNN και το  Reuters καλύπτοντας διεθνή θέματα με έμφαση τον Αραβικό Κόλπο και τη Μέση Ανατολή 

(**) Tο Cooperation Council for the Arab States of the Gulf – GCC είναι μια περιφερειακή πολιτική και οικονομική ένωση στην οποία συμμετέχουν τα Βασίλεια: Bahrain, Kuwait, Oman, Qatar, Saudi Arabi και United Arab Emirates.

 

Καμία δημοσίευση για προβολή