Η αναβάθμιση από την Standad & Poor’s διαμορφώνει συνθήκες διεθνούς επενδυτικής εμπιστοσύνης

 

Αναβαθμίζοντας το αξιόχρεο της Ελλάδας στο επίπεδο της επενδυτικής βαθμίδας (ειδικότερα στο ΒΒΒ- από BB+ με σταθερό το outlook) ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης Standad & Poor’s έδωσε πολλά μηνύματα σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, ενώ διαμορφώνει σε διεθνή κεφάλαια συνθήκες επενδυτικής εμπιστοσύνης.

H S&P υπογραμμίζει στη σχετική της έκθεση, πως αποδίδει στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα επειδή συντρέχουν οι ακόλουθοι παράγοντες:

  1. Η σημαντική δημοσιονομική εξυγίανση που έχει επιτευχθεί, η οποία υποστηρίζεται από ταχεία ανάκαμψη της οικονομίας και έχει σαν αποτέλεσμα, η ελληνική κυβέρνηση να υπερκαλύπτει τους δημοσιονομικούς στόχους που η ίδια θέτει.
  2. Η καθαρή εντολή που έλαβε η Νέα Δημοκρατία στις εκλογές, η οποία επιτρέπει στην κυβέρνηση να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις.
  3. Η συνεχιζόμενη μείωση του δημοσίου χρέους το οποίο σύμφωνα με την S&P αναμένεται να διαμορφωθεί στο 145% του ΑΕΠ το 2023 και στο 138 % το 2026, έναντι 189 % του ΑΕΠ το 2020. Ο οίκος σημειώνει ακόμη ότι ενώ το χρέος παραμένει υψηλό, «το προφίλ του είναι ένα από τα πιο ευνοϊκά από όλα τα κράτη που αξιολογούμε καθώς η μέση σταθμισμένη διάρκεια του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης ήταν 17,2 έτη στο τέλος Ιουνίου 2023 και οι πληρωμές τόκων αντιστοιχούν σε σχετικά χαμηλό (5,6%) ποσοστό των εσόδων της γενικής κυβέρνησης».

Υψηλό ποσοστό ανάπτυξης

Αναλυτικότερα, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεσή του, ο Οίκος Standad & Poor’s:

  • Αναμένει ότι οι περαιτέρω διαρθρωτικές οικονομικές και δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις, σε συνδυασμό με τα μεγάλα κονδύλια της ΕΕ, θα στηρίξουν την ισχυρή οικονομική ανάπτυξη την περίοδο 2023 – 2026 και θα στηρίξουν τη συνεχή  μείωση του δημόσιου χρέους.
  • Προβλέπει αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 2,5% για το 2023, σε γενικές γραμμές σύμφωνα με ανάπτυξη του 2,4% που παρατηρήθηκε το α’ εξάμηνο του έτους. Ο κλάδος του τουρισμού τα πηγαίνει ιδιαίτερα καλά, καθώς τα στοιχεία δείχνουν ότι η Ελλάδα είχε το καλύτερο α’ εξάμηνο εισερχομένων ταξιδιωτών από την έναρξη των καταγραφών των στοιχείων, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τις εισπράξεις από ταξίδια του πρώτου επταμήνου που είναι 18% πάνω από τα επίπεδα της ίδιας περιόδου του 2019. Πρόκειται για την ταχύτερη ανάκαμψη μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών τουριστικών προορισμών.
  • Θεωρεί ότι η κυβέρνηση θα πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα τουλάχιστον 1,2% του ΑΕΠ φέτος, υπερβαίνοντας τον στόχο του 0,7%, παρά το σημαντικό δημοσιονομικό κόστος λόγω των πρόσφατων πυρκαγιών και πλημμυρών. Προβλέπει ακόμη ένα μέσο πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού της τάξης του 2,3% του ΑΕΠ κατά την περίοδο 2024-2026.
  • Εκτιμά ότι το δημόσιο χρέος της Ελλάδας θα μειωθεί στο περίπου 146% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του έτους, γεγονός που θα αποτελούσε σημαντική βελτίωση από το υψηλό επίπεδο του 189% του ΑΕΠ το 2020. Ενώ το χρέος παραμένει υψηλό, το προφίλ του είναι ένα από τα πιο ευνοϊκά από όλα τα κράτη που αξιολογεί ο οίκος, η μέση σταθμισμένη ωρίμανση του χρέους της γενικής κυβέρνησης ήταν 19,7 έτη στο τέλος Ιουνίου 2023 και οι πληρωμές τόκων καταλαμβάνουν σήμερα ένα σχετικά μέτριο 5,7% των εκτιμώμενων εσόδων της γενικής κυβέρνησης.

Πρωτογενή πλεονάσματα και δημόσιο χρέος

Οι δημοσιονομικές επιδόσεις της Ελλάδας παραμένουν ισχυρές, αναφέρει ο Οίκος, παρά το σημαντικό δημοσιονομικό κόστος που σχετίζεται με τις πρόσφατες πυρκαγιές και πλημμύρες. Η υπεραπόδοση των εσόδων έχει συνδράμει στη βελτίωση της δημοσιονομικής θέσης της Ελλάδας, με το εγχείρημα της ψηφιοποίησης όλο και περισσότερων υπηρεσιών να αποδίδει καρπούς μέσω της μεγαλύτερης φορολογικής συμμόρφωσης.

Μπορεί η Ελλάδα να έχει σημειώσει πρόοδο στην κάλυψη του χάσματος του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) , παραμένει ωστόσο σε χειρότερο επίπεδο από τις ομόλογές της χώρες της ΕΕ. Αυτό συνεπάγεται πως υπάρχει περιθώριο για περαιτέρω αύξηση των εσόδων, αν και ο λόγος των συνολικών κρατικών εσόδων προς το ΑΕΠ στην Ελλάδα είναι από τους υψηλότερους μεταξύ των κρατών που αξιολογεί η S&P. Αν και αυτό υποδηλώνει ότι μπορεί να υπάρξει πολιτική πίεση για μείωση των φόρων, αναμένεται ότι το ποσοστό των κρατικών εσόδων στο ΑΕΠ θα μειωθεί σταδιακά, καθώς το ΑΕΠ συνεχίζει να ανακάμπτει στα προ της κρίσης χρέους επίπεδα.

Ο προϋπολογισμός του 2024

Ο προϋπολογισμός του 2024 που κατατέθηκε προβλέπει περαιτέρω εξυγίανση, με στόχο πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% του ΑΕΠ. Για να επιτευχθεί αυτό, οι αρχές έχουν ανακοινώσει σχέδια για αυστηρότερη φορολογική συμμόρφωση. Ωστόσο, μεγάλο μέρος της εξυγίανσης είναι αποτέλεσμα προηγούμενων μέτρων, συμπεριλαμβανομένης της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος του 2016 (Νόμος Κατρούγκαλου), που σημαίνει ότι ακόμη και σε ένα σενάριο χωρίς αλλαγή πολιτικής, η δημοσιονομική τροχιά της Ελλάδας θα συνεχίσει να είναι βελτιωμένη.

Υπό αυτή την έννοια, η κυβέρνηση φαίνεται να έχει περιθώρια ενώ εξακολουθεί να επιτυγχάνει δημοσιονομικούς στόχους για να συνεχίσει τα σχέδιά της για αύξηση των δαπανών το 2024, σύμφωνα με τις προεκλογικές υποσχέσεις, συμπεριλαμβανομένων μέτρων όπως οι μισθοί στο δημόσιο τομέα, οι εφάπαξ αυξήσεις των συντάξεων, ο στοχευμένος φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων, οι ελαφρύνσεις για τις οικογένειες και η αύξηση των χορηγήσεων σε δημόσιες επενδύσεις.

Το χρέος σταθερά σε πτωτική τροχιά

Το χρέος βρίσκεται πλέον σταθερά σε πτωτική τροχιά. Αφού κορυφώθηκε στο 207% το 2020, εκτιμούμε ότι το ακαθάριστο χρέος της γενικής κυβέρνησης θα μειωθεί περίπου στο 139% του ΑΕΠ έως το 2026. Ο οίκος εκτιμά ότι περίπου 45 ποσοστιαίες μονάδες αυτής της βελτίωσης θα έχουν πραγματοποιηθεί μεταξύ 2020 και 2023, κυρίως χάρη στην έντονη αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ. Ωστόσο, αναμένει ότι το αυστηρό δημοσιονομικό καθεστώς της Ελλάδας θα διαδραματίσει αυξανόμενο ρόλο και ήδη αναμένεται ότι οι καθαρές ροές χρέους θα γίνουν αρνητικές έως το 2025. Τα ταμειακά αποθέματα είναι μεγάλα στην Ελλάδα: ανέρχονται σε περίπου 37,2 δισ. ευρώ (17% του ΑΕΠ). Αφαιρουμένων των ρευστών περιουσιακών στοιχείων, το ακαθάριστο δημόσιο χρέος εκτιμούμε ότι θα μειωθεί στο 125% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του 2026.

Το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης της Ελλάδας παραμένει πολύ χαμηλό σε περίπου 1,64% από τον Ιούνιο του 2023. Ωστόσο, αυτό αρχίζει να αυξάνεται καθώς η Ελλάδα δανείζεται από τις αγορές. Υπολογίζεται ότι το μέσο κόστος του νέου δανεισμού εκτινάχθηκε στο 3,3% το πρώτο εξάμηνο του 2023 από 1,3% το 2022. Ωστόσο, το προαναφερθέν πρόγραμμα swaps και η εξαιρετικά μεγάλη μέση ληκτότητα του χρέους, αποτελούν σημαντικούς παράγοντες μείωσης της πίεσης.

Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών

Μετά από μια σημαντική επιδείνωση πέρυσι, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (CAD) της Ελλάδας παρουσιάζει σημάδια χαλάρωσης. Οι τελευταίες αναθεωρήσεις δείχνουν ότι έφτασε στο 10,3% του ΑΕΠ το 2022. Ωστόσο, τους πρώτους επτά μήνες του 2023 μειώθηκε στα 7,3 δισεκατομμύρια ευρώ, από 11,5 δισεκατομμύρια ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2022. Η βελτίωση μπορεί να εξηγηθεί σε μεγάλο βαθμό από την ανάκαμψη στις τουριστικές δαπάνες καθώς και τη μείωση του κόστους για εισαγωγές ενέργειας. Συνολικά, ο οίκος εκτιμά ότι το CAD θα διαμορφωθεί κατά μέσο όρο στο 5,8% του ΑΕΠ την περίοδο 2023-2026, σύμφωνα με την εκτίμηση ότι το κόστος της ενέργειας θα παραμείνει συγκρατημένο και ο τουρισμός θα συνεχίσει να αναπτύσσεται.

Ο Πληθωρισμός αρχίζει να εξομαλύνεται 

Ο εγχώριος πληθωρισμός αρχίζει να εξομαλύνεται προς τον στόχο της ΕΚΤ για επίπεδο κάτω του 2%. Ο πληθωρισμός τους πρώτους εννέα μήνες του 2023 μειώθηκε σε μέσο όρο στο 4,4% από 9,3% για όλο το 2022. Οι τιμές της ενέργειας ασκούν σαφώς αποπληθωριστικό αντίκτυπο για το μεγαλύτερο μέρος του 2023, αν και δεδομένων των πρόσφατων εξελίξεων στις τιμές του πετρελαίου, ο οίκος αναμένει ελαφρά αντιστροφή αυτής της τάσης για τους τελευταίους μήνες του έτους και προβλέπει πληθωρισμό 4% για το 2023 συνολικά. Τελικά, βλέπει τον πληθωρισμό να υποχωρεί κατά μέσο όρο στο 2,1% την περίοδο 2024-2026. Στο βαθμό που ο πληθωρισμός παραμένει σε αντιστοιχία με τους εμπορικούς εταίρους, η ελληνική ανταγωνιστικότητα δεν επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό.

Το Τραπεζικό Σύστημα

Η Ελλάδα έχει αρχίσει να πωλεί τις διάφορες συμμετοχές της στο τραπεζικό σύστημα. Στις 9 Οκτωβρίου, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) πούλησε το 1,4% της συμμετοχής του στη Eurobank, αποκομίζοντας 94 εκατ. ευρώ. Το ΤΧΣ εξακολουθεί να έχει συμμετοχές στις υπόλοιπες τρεις συστημικές τράπεζες, κατέχοντας αντίστοιχα το 40,4%, το 27% και το 9% της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, της Τράπεζας Πειραιώς και της Alpha Bank. Δεδομένης της πολύ ισχυρής απόδοσης των μετοχών των ελληνικών τραπεζών το 2023 (ο δείκτης FTSE/ATHEX Banks Index έχει αυξηθεί κατά περίπου 45% φέτος), σε συνδυασμό με ευρύτερες σαφείς βελτιώσεις στην ποιότητα του ενεργητικού σε επίπεδο συστήματος, ο οίκος θεωρεί τα σχέδια για την εκποίηση των υπόλοιπων συμμετοχών έως το 2025 σε γενικές γραμμές αξιόπιστα.

Με τη βελτίωση της κατάστασης στο τραπεζικό σύστημα, η ιδιωτική πίστη άρχισε επιτέλους να επεκτείνεται σε καθαρούς όρους, αντιστρέφοντας την τάση συρρίκνωσης του καθαρού δανεισμού από το 2010. Αυτό εξηγείται εν μέρει από τα δάνεια του RRF που διοχετεύονται μέσω του τραπεζικού συστήματος, αλλά σε μεγαλύτερο βαθμό αντικατοπτρίζει την πρόοδο στο τραπεζικό σύστημα, με αποτέλεσμα την αύξηση της ικανότητας στήριξης της οικονομίας.

Τα δύο σενάρια για το μέλλον

Το Θετικό: Η Standard & Poor’s σημειώνει πως θα μπορούσε να προχωρήσει σε αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου εάν ο δείκτης δημόσιου χρέους υποχωρήσει περαιτέρω σε επίπεδα που ευθυγραμμίζονται με αυτά των ομοειδών κρατών. Όπως εκτιμά, αυτό θα προκύψει από τον συνδυασμό της διατήρησης των στέρεων βάσεων ως προς τα πρωτογενή πλεονάσματα του προϋπολογισμού για  παρατεταμένη περίοδο και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ελληνική οικονομική ανταγωνιστικότητα και την πλήρη αξιοποίηση των κεφαλαίων που διοχετεύονται από το Ταμείο Ανάκαμψης.

Το αρνητικό: Στο σενάριο αυτό ο οίκος υποστηρίζει πως θα μπορούσε να προχωρήσει σε τυχόν υποβάθμιση της αξιολόγησης εάν η δημοσιονομική απόδοση της Ελλάδας και οι εξωτερικές ανισορροπίες, όπως από το αυξημένο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, επιδεινωθούν σημαντικά, περισσότερο του αναμενόμενου.

Οι προηγούμενες αξιολογήσεις και οι επόμενες

Υπενθυμίζεται ότι στις 15 Σεπτεμβρίου, ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης Moody’s είχε προβεί σε διπλή αναβάθμιση του αξιόχρεου της Ελλάδας στη βαθμίδα Ba1 με σταθερές προοπτικές (outlook) – ένα σκαλοπάτι πριν την επενδυτική βαθμίδα -, από τη βαθμίδα “Ba3” που διατηρούσε από το 2020.

Μία εβδομάδα νωρίτερα, στις 8 Σεπτεμβρίου, ο καναδικός οίκος αξιολόγησης DBRS Morningstar, έδωσε στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδααναβαθμίζοντας το αξιόχρεο της Ελλάδας στη βαθμίδα BBB (low) με σταθερές προοπτικές , από τη βαθμίδα BB (high) – που ήταν μία βαθμίδα χαμηλότερα από τη λεγόμενη επενδυτική –  και τις σταθερές προοπτικές. Ακόμη, σημειώνεται επίσης ότι στις 4 Αυγούστου έδωσε την επενδυτική βαθμίδα και η Scope Ratings, αφού αναβάθμισε το ελληνικό αξιόχρεο σε ΒΒΒ-, ενώ άλλαξε το outlook σε σταθερό από θετικό. Η Scope, ωστόσο,δεν αναγνωρίζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι αξιολογήσεις της δεν λαμβάνονται τυπικά υπόψιν.

Ο κύκλος των αξιολογήσεων για φέτος κλείνει με την τρίτη αξιολόγηση της Fitch την 1η Δεκεμβρίου.

 

 

 

Καμία δημοσίευση για προβολή