Κώστας Μποτόπουλος

Μακροοικονομία 21: Ανάκαμψη και πληθωρισμός : Ιστορία δυο αντιφάσεων

Κάθε βδομάδα με τον Κώστα Μποτόπουλο

 

Δυο ήταν οι λέξεις, και οι έννοιες, που κυριάρχησαν στη διεθνή οικονομία το 2021: «ανάκαμψη» (για είσοδο στην μετά-την-πανδημία εποχή) και «πληθωρισμός» (που όχι απλώς τον ξαναθυμηθήκαμε αλλά αποτελεί αίφνης το μεγαλύτερο πονοκέφαλο).

Πίσω από τις βασικές έννοιες κρύβονται, λόγω απόλυτης συνάφειας, άλλες, που δεν οδηγούν αναγκαστικά στην ίδια κατεύθυνση: δυσκολία αλλαγής παραγωγικού μοντέλου στη μία περίπτωση, χρέος στην άλλη. Έτσι ώστε, σε παγκόσμιο επίπεδο, και ασφαλώς όχι για πρώτη φορά, η μοίρα της οικονομίας εξαρτάται από την επίτευξη ισορροπίας ανάμεσα σε αντικρουόμενους στόχους, προοπτικές και εμπόδια.

Οι εξελίξεις της βδομάδας που πέρασε εικονογραφούν το είδος της αναζητούμενης ισορροπίας. Προειδοποίηση του ΔΝΤ για ώθηση του χρέους στο 256% του παγκόσμιου ΑΕΠ, μέσα από τη μεγαλύτερη αύξηση μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο: τα διάφορα «πακέτα στήριξης» είναι καλά για να μη διακοπεί η οικονομική δραστηριότητα, εκτινάσσουν όμως το κρατικό και το ιδιωτικό χρέος σε δυσθεώρητα ύψη.

Θεωρητική ψυχραιμία στο μέτωπο του πληθωρισμού, αλλά ανακοίνωση από τη μεν Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ για «επιθετικό φρένο» στην ποσοτική χαλάρωση, από τη δε Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για «χωρίς αναταράξεις έξοδο από το πρόγραμμα PEPP», τη ναυαρχίδα μιας ευρωπαϊκής «ποσοτικής χαλάρωσης» που δεν θέλει να πει το όνομά της: οι κεντρικές τράπεζες είναι πια φανερό ότι, ό,τι και να λένε, μπήκαν στην εποχή λήψης μέτρων για τον πληθωρισμό.

Μπαράζ μέτρων για την ανάκαμψη της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής οικονομίας γενικότερα, τόσο από την Επιτροπή, όσο και από τις δυο μεγάλες χώρες, οι οποίες, η καθεμία με τον τρόπο της, «καίγονται» για αποτελέσματα (εκλογές στη Γαλλία, νέα κυβέρνηση στη Γερμανία), αλλά και εμφανείς δυσκολίες να διαμορφωθούν κοινά σχέδια και κοινές προτεραιότητες: η «συλλογική ανάπτυξη» είναι ωραία ως σύλληψη, και αναγκαία ως συνειδητοποίηση, δεν επέχει όμως θέση μέτρων πολιτικής, πολλώ μάλλον δεν εγγυάται την αναγκαία αλλαγή πορείας.

Η πρώτη αντίφαση, συνεπώς, είναι αυτή που ξεπηδά μέσα από την προσπάθεια σύζευξης εγγενώς αλληλοαποκλειόμενων στόχων, που είναι όμως όλοι εξίσου αναγκαίοι. Και πρόληψη ενός δομικού πληθωρισμού αλλά και συνέχιση επεκτατικών πολιτικών. Και  διαμόρφωση μιας νέας παραγωγικής βάσης αλλά και μη διάλυση του παρόντος οικονομικού και κοινωνικού ιστού. Αναλύοντας τα συστατικά της πρώτης αυτής αντίφασης –ας την ονομάσουμε «επιφανειακή»- διαπιστώνουμε ότι οι κάτω από την επιφάνεια δυσκολίες είναι ακόμα μεγαλύτερες.

Μήπως, ενώ παλεύουμε για μια νέα πολιτική ισορροπία, στην πραγματικότητα αυτό που απαιτείται είναι μια διανοητική μεταστροφή; Μήπως, ενώ μας απασχολεί, και ορθώς, ο πληθωρισμός και το χρέος, τα εργαλεία για βραχυπρόθεσμη ανάκαμψη και για μακρόπνοη ανάπτυξη, πιο κρίσιμα ακόμα είναι τα «μάκρο-μέτωπα»: ο ρόλος των κεντρικών τραπεζών, η φύση της εργασίας, η μετάβαση σε άλλες συντεταγμένες για το παγκόσμιο εμπόριο, η διαφοροποίηση της ίδιας της έννοιας της οικονομικής ανάπτυξης, που φυσικά δεν ταυτίζεται με την οικονομική συσσώρευση;

Δεν έχω απάντηση, πιστεύω όμως ότι θα άξιζε να ψηλαφήσουμε και αυτό το επίπεδο μέσα από απτές εξελίξεις και παραδείγματα.

Από χρόνια, λόγω της χρηματοπιστωτικής ήδη κρίσης, οι κεντρικές τράπεζες μόνο θεωρητικά είναι θεματοφύλακες της οικονομικής ορθοδοξίας –της σταθερότητας των τιμών- και έχουν αναλάβει, στη θέση των κυβερνήσεων και συχνά, όπως στην περίπτωση της Ευρωζώνης, κινούμενες οριακά εντός, αν όχι εκτός, θεσπισμένων κανόνων, το ρόλο στηριγμάτων, δηλαδή αιμοδοτών, της οικονομίας και της οικονομικής δραστηριότητας.

Οι πολιτικοί και οι πολίτες ανέχονται αυτή την αλλαγή ρόλου στο όνομα εξαιρετικών περιστάσεων και σωτηρίας που δεν μπορεί να προέλθει από αλλού, ενώ οι ίδιοι οι κεντρικοί τραπεζίτες ποντάρουν ότι, συντηρώντας τεχνητά τη ζήτηση και την παραγωγή, άρα την ανάπτυξη, κάποια στιγμή θα ισορροπήσει και ο πληθωρισμός και θα μπορέσουν και οι ίδιοι να επιστρέψουν στον παραδοσιακό τους ρόλο. Τι θα γίνει όμως αν το σύστημα δεν ισορροπήσει, ή αν οι κρίσεις, όπως γίνεται τα τελευταία χρόνια, διαδέχονται η μία την άλλη και η «εξαίρεση» γίνει κανόνας; Τι θα σήμαινε αυτό όχι μόνο για τα θεσμικά κείμενα (ποιος θα τολμούσε να ζητήσει αλλαγή των Συνθηκών της Ένωσης, στις οποίες περιλαμβάνεται το Καταστατικό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας;) αλλά και για το μέγα ζήτημα της νομιμοποίησης;

Ο κόσμος της εργασίας επίσης έχει, εν πολλοίς υπογείως, μεταμορφωθεί σε κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που ξέραμε και πάνω στο οποίο πιθανώς οι αρμόδιοι συνεχίζουν να στηρίζουν τις επιδιώξεις τους. Τεχνολογική πρόοδος, δομική ανεργία, εξαφάνιση επαγγελμάτων, αύξηση ανισοτήτων ανάμεσα σε χώρες και περιοχές και μεταξύ πόλεων και επαρχίας, τηλεργασία, «μεγάλη παραίτηση» (εγκατάλειψη θέσης λόγω πανδημίας), έλλειψη εργατικών χεριών σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες, ρεβάνς των μπλε κολάρων (των ανειδίκευτων) έναντι των άσπρων κολάρων –όλα αυτά συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μας και δεν αποτελούν απλές παρεκβάσεις.

Μπορεί η «νέα ανάπτυξη» να στηριχτεί σε τέτοιες βάσεις; Μια «νέα ανάπτυξη», εξάλλου, που και η ίδια, πρέπει κάποια στιγμή να «αποφασίσει». Θα συνεχίσει να έχει το εμπόριο στην κορυφή, ένα εμπόριο χτυπημένο από τη γεωπολιτική, τις απανωτές κρίσεις, τη ρομποτοποίηση, την επανεμφάνιση του προστατευτισμού; Θα είναι «πράσινη», που σημαίνει μετα-βιομηχανική, ή θα προσπαθήσει να ισορροπήσει σε δύο βάρκες, και άρα να οδηγήσει σε αποτυχία ως προς την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής; Θα «πατήσει» πάνω σε παγκόσμια συνεννόηση και ρυθμίσεις, όπως είναι το μόνο λογικό, ή θα πάρουν το πάνω χέρι οι ιδεοληπτικοί της Αγοράς και οι εθνικιστές, όπως φαίνεται να γίνεται ως τώρα;

Δεν πρόκειται να απαντηθούν σύντομα όλα αυτά τα ερωτήματα. Χρήσιμο ίσως είναι να μην τα αγνοούμε και ευκταίο να έχουμε υγεία και χρόνο να τα μελετάμε τα χρόνια που έρχονται.

 

Κώστας Μποτόπουλος

 

Καμία δημοσίευση για προβολή