Ο Ερντογάν ζητά «μεγάλη διαπραγμάτευση» από τον Μπάιντεν και ψάχνει ασπίδα στο Ισραήλ – Θα «τσιμπήσει» το Τελ Αβίβ στο τουρκικό δόλωμα;

Ερντογάν Μπάιντεν

Σύμφωνα με την Washington Post αυτό που ζητά ο Ταγίπ Ερντογάν από τον Λευκό Οίκο είναι μια «μεγάλη διαπραγμάτευση» με τον Τζο Μπάιντεν, και δη σε προσωπικό επίπεδο. Αυτό φέρεται να λέει στην αμερικανική εφημερίδα πρώην υψηλόβαθμος σύμβουλος του Ερντογάν, που δεν κατονομάζεται, δείχνοντας ευθέως και τις επιδιώξεις του τούρκου προέδρου.

Η “μεγάλη διαπραγμάτευση” 

«Ο Ερντογάν», λέει, «προσδοκά μια μεγάλη διαπραγμάτευση από την οποία θα αποσπάσει παραχωρήσεις από τις ΗΠΑ σε τρία θέματα – τους S400, την Συρία, και την δικαστική υπόθεση της Halkbank».

Και ως προς το προσφερόμενο αντάλλαγμα, εξηγεί: «Είμαστε η μοναδική χώρα που μπορεί να συγκρατήσει τον ρωσικό επεκτατισμό στην Συρία, και όχι μόνον εκεί. Ο πρόεδρος Ερντογάν έχει ανοιχτούς διαύλους με τον ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν και είναι ο μοναδικός ηγέτης της Δύσης που μπορεί να μιλήσει καθαρά και ειλικρινά μαζί του. Η κυβέρνηση Μπάιντεν πρέπει να το εκτιμήσει αυτό ως asset, ως στρατηγικό πλεονέκτημα».

Σύμφωνα με την Jerusalem Post όλα αυτά δεν είναι παρά ευσεβείς πόθοι. Και οι επικοινωνιακοί λεονταρισμοί απλώς κρύβουν την βαθιά ανησυχία της Αγκυρας για τις προθέσεις της κυβέρνησης του Τζο Μπάιντεν απέναντι στην Τουρκία.

Το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας του Μπάιντεν φοβίζει τον Ερντογάν

Η ισραηλινή εφημερίδα γράφει ότι η ανησυχία αυτή έχει ενταθεί μετά τους διορισμούς Μπάιντεν στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας – διορισμούς, που έχουν ως αιχμή πρόσωπα τα οποία δεν διακρίνονται για την φιλοτουρκική τους προσέγγιση.

 Ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Τζέικ Σάλιβαν, όπως τονίζει, και ο υπουργός Εξωτερικών Αντονι Μπλίνκεν, επανειλημμένα επικρίνει ανοιχτά την τουρκική πολιτική.

Ο Μπρετ ΜακΓκερκ, ο οποίος θα είναι επικεφαλής της πολιτικής της Μέσης Ανατολής στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας, είναι μαύρο πρόβατο για την Άγκυρα. Ο ΜακΓκερκ θεωρείται αρχιτέκτονας και κύριος υποστηρικτής της σχέσης των ΗΠΑ με τους Κούρδους στη Συρία. Ο υπουργός Άμυνας Λόιντ Οστιν  επίσης, ως διοικητής της CENTCOM από το 2013, είχε εμπλακεί στην ανάπτυξη της σχέσης μεταξύ των ΗΠΑ και του κουρδικού YPG στη βόρεια Συρία.

Αυτή η δομή και αυτά τα πρόσωπα δεν δείχνουν πρόθεση «μεγάλης διαπραγμάτευσης» από την πλευρά του Τζο Μπάιντεν – τουλάχιστον όχι με τους όρους που θα επιθυμούσε ο Ερντογάν.

Αντιθέτως, όπως γράφει η Jerusalem Post, δείχνουν ότι η Αγκυρα έχει ισχυρούς λόγους να φοβάται πλέον την πίεση των Ηνωμένων Πολιτειών, ενδεχομένως και την επέκταση των κυρώσεων για τους S400, κι γι αυτό επιδιώκει να αποκαταστήσει πάση δυνάμει τις σχέσεις της με την ΕΕ και το Ισραήλ.

Η “επίθεση γοητείας” στο Ισραήλ

«Προς το Ισραήλ», γράφει, «η επίθεση γοητείας είναι ακόμη πιο έντονη και οι φήμες για μυστικές διμερείς συνομιλίες έχουν επιβεβαιωθεί πια».

«Όμως», προειδοποιεί η ισραηλινή εφημερίδα, «το Ισραήλ πρέπει να μείνει επιφυλακτικό στα δώρα της Τουρκίας». Διότι, όπως σημειώνει, ο μεν Ερντογάν «θα έχαιρε μιας αυξημένης νομιμοποίησης μέσα από τη βελτίωση της ατμόσφαιρας με το εβραϊκό κράτος, κατά τη δύσκολη περίοδο Μπάιντεν . Όμως, τι μπορεί να προσφέρει η Τουρκία στο Ισραήλ ως αντάλλαγμα για την προώθηση των διμερών σχέσεων;

«Ενώ οι βελτιωμένες σχέσεις με την Άγκυρα θα ήταν σίγουρα ευπρόσδεκτες, δεν είναι επί του παρόντος επείγουσα ανάγκη για την Ιερουσαλήμ» καταλήγει εξηγώντας: «Το Ισραήλ σημείωσε πρόοδο την τελευταία πενταετία στην ανάπτυξη σχέσεων με τους αντιπάλους της Άγκυρας – τα ΗΑΕ, την Αίγυπτο, την Ελλάδα και την Κύπρο. Σε αυτές τις σχέσεις μπορεί να διαφανεί το περίγραμμα μιας στρατηγικής συμμαχίας στη Μέση Ανατολή, από την οποία οι ΗΠΑ έχουν αποσυρθεί μερικώς… Τσιμπώντας το δόλωμα του Ερντογάν, το Ισραήλ θα βλάψει τις αναδυόμενες σχέσεις του με τις τέσσερεις αυτές χώρες, χωρίς να αποκομίσει διαρκές κέρδος».

Καμία δημοσίευση για προβολή